Εργαζόμενοι ενάντια στο εργατικό κράτος: Ουγγαρία, 1956 – Μέρος ΙΙ

από | 21 Αυγ, 2020

Η πρώτη επέμβαση των σοβιετικών

Ο Γκέρε κραύγαζε ότι η κυβέρνηση του είχε πέσει θύμα «φασιστικού πραξικοπήματος» και εκλιπαρούσε τον Χρουτσώφ να παρέμβει. Παρά τις ικεσίες των Ούγγρων σκληροπυρηνικών, ο Χρουτσώφ αρχικά δίστασε να διατάξει την κινητοποίηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Θεωρούσε πως μια πολιτική διευθέτηση ήταν ακόμη εφικτή, όπως είχε συμβεί στην περίπτωση της Πολωνίας με την επαναφορά του Γκομούλκα, λίγες ημέρες νωρίτερα. Ένας ακόμη λόγος ήταν διότι φοβόταν τις επιπλοκές που μπορούσε να προκαλέσει μια σοβιετική επέμβαση στην εξωτερική πολιτική ύφεσης που ακολουθούσε η ΕΣΣΔ εκείνη την περίοδο στις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι, όπως έχει δείξει ο Χένρι Κίσινγκερ, η Αμερικανική αντίδραση περιορίστηκε σε μερικές ρητορικές εξάρσεις του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Ντάλες και δεν μετουσιώθηκε σε κανένα χειροπιαστό διπλωματικό αντίμετρο.

Τελικά, στις 23/10 ο Χρουτσώφ έδωσε τη συγκατάθεση του, αφού σε ειδική συνεδρίαση για το θέμα, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ επικύρωσε την απόφαση για την αποστολή στρατευμάτων με ψήφους 9-1 (μοναδική εξαίρεση ο Μικογιάν). Η ανώτατη διοίκηση των στρατευμάτων (39 μηχανοκίνητες μεραρχίες, 128 μεραρχίες τυφεκιοφόρων) ανατέθηκε στον στρατηγό Μαλίνιν του Γενικού Επιτελείου της ΕΣΣΔ. Ο Πρόεδρος της KGB στρατηγός Σέροφ διορίστηκε υπεύθυνος για την προπαγάνδα και τη συλλογή πληροφοριών, ενώ δύο μέλη του Πολιτικού Γραφείου, οι Μικογιάν και Σουσλόφ, θα λειτουργούσαν ως πολιτικοί σύμβουλοι της επιχείρησης, με βασική τους μέριμνα τον σχεδιασμό μιας στρατηγικής πολιτικής σταθεροποίησης της χώρας μετά το πέρας των επιχειρήσεων. Βασική παράμετρος αυτής της στρατηγικής ήταν ο σχηματισμός νέας εθνικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Ίμρε Νάγκι.

Οι Ρώσοι ήταν σε θέση να ξεκινήσουν άμεσα τις πολεμικές επιχειρήσεις, αφου ουσιαστικά έθεταν σε ισχύ το υπάρχον σχέδιο δράσης που προβλεπόταν για την περίπτωση ανυπακοής ενός κράτους-μέλους του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Επιπλέον, οι δύο μηχανοκίνητες μεραρχίες (2η και 17η) που στάθμευαν σε Ουγγρικό έδαφος βρίσκονταν εδώ και μία εβδομάδα σε κατάσταση ύψιστης επιφυλακής. Τα Ρωσικά τεθωρακισμένα εισήλθαν στη Βουδαπέστη από δύο σημεία ταυτόχρονα. Ένα τμήμα των Ρωσικών δυνάμεων εισχώρησε από τα βορειοδυτικά, κινήθηκε μέσα από τη Βούδα σχεδόν χωρίς να συναντήσει αντίσταση και τα ξημερώματα διέσχισε τις γέφυρες Σάμπατσαγκ και Μαργαρίτα και παρατάχθηκε κατά μήκος της παραλιακής οδού της Πέστης. Με αυτόν τον τρόπο οι σοβιετικοί θέλησαν να χτυπήσουν στα νώτα της Ουγγρικής εξέγερσης. Οι δυνάμεις της αντίστασης στη Βούδα δεν ήταν ακόμη τόσο ισχυρές και διαβαίνοντας τον Δούναβη, οι Ρώσοι πέτυχαν να κόψουν την πόλη στα δύο, συρρικνώνοντας το πεδίο στο οποίο θα επιχειρούσε η δύναμη εισβολής που πλησίαζε από τα ανατολικά. Ο κύριος όγκος των Ρωσικών αρμάτων προσέγγισε την πόλη από τη λεωφόρο Ουλόι της Πέστης. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τις μεγάλες οδικές αρτηρίες της περιοχής για να αναπτυχθούν και να μεταβούν στο κέντρο της πόλης, χτυπώντας μέσα στην καρδιά της εξέγερσης.

Η ανάμειξη του ξένου παράγοντα, προσέδωσε στην κοινωνική εξέγερση τον χαρακτήρα πολέμου για την εθνική ανεξαρτησία και χιλιάδες μαχητές προσήλθαν εθελοντικά για να ενισχύσουν την αντίσταση. Οι μαχητές οχυρώθηκαν στις μεγάλες πολυκατοικίες που περιέβαλαν τους κεντρικούς δρόμους της Βουδαπέστης με στόχο να εμποδίσουν τα άρματα μάχης από το να φτάσουν στο κέντρο της πόλης. Γενικό σχέδιο για την υπεράσπσιη της πόλης δεν υπήρχε αφού οι διάσπαρτες ένοπλες ομάδες δεν ήταν ενταγμένες σε κάποια κεντροποιημένη ιεραρχική δομή. Αλλά το έλειμμα στρατηγικού σχεδιασμού αναπληρώθηκε με το παραπάνω από την τακτική ευφυΐα, την τόλμη και την ευρηματικότητα που επέδειξαν επαναστάτες διοικητές όπως ο Γιάνος Μπάρανυ και ο Ιστβαν Κόβακς στο πεδίο της μάχης. Επιπλέον, οι επαναστατικές ταξιαρχίες δεν είχαν συγκροτηθεί στα πρότυπα κάποιου επιχειρησιακού οργανογράμματος, αλλά συστάθηκαν αυθόρμητα με πυρήνα τη γειτονιά, τη συνοικία ή το δημοτικό διαμέρισμα το οποίο υπερασπίζονταν. Οι νυν συμπολεμιστές είχαν προηγουμένως υπάρξει γείτονες ή συνάδελφοι. Πολεμούσαν για να προστατέψουν τα σπίτια και τις οικογένειες τους και μπορούσαν να υπολογίζουν στην αμέριστη συμπαράσταση του πληθυσμού της πόλης. Οι μαχητές δεν διέθεταν βαρύ οπλισμό με τον οποίο μπορούσαν να αναχαιτίσουν τα σοβιετικά τανκς, κατόρθωσαν όμως να αχρηστεύσουν έναν ικανό αριθμό αρμάτων επιστρατεύοντας αυτοσχέδιες μεθόδους. Μια μέθοδος ήταν να καταβρέχουν το οδόστρωμα με πετρέλαιο. Όταν τα άρματα πλησίαζαν, οι μαχητές τους έβαζαν φωτιά πυροβολώντας το εύφλεκτο υγρό ή εκσφενδονίζοντας χειροβομβίδες. Μια άλλη, ήταν η εκτενής χρήση αυτοσχέδιων εμπρηστικών βομβών. Παράτολμοι νεαροί πλησίαζαν πεζή τα τανκς, σκαρφάλωναν στους πυργίσκους κι έριχναν μέσα βόμβες μολότωφ πυρπολώντας το εσωτερικό. Όσα Ρωσικά πληρώματα γλίτωναν από τις φλόγες θερίζονταν από τους σκοπευτές που ήταν ακροβολισμένοι στις στέγες των κτιρίων κατά την προσπάθεια τους να διαφύγουν. Τα κατεστραμμένα τανκς οι μαχητές τα χρησιμοποιούσαν σαν οδοφράγματα.

Γεγονός είναι πως οι σοβιετικοί διέπραξαν σοβαρά σφάλματα κατά το στάδιο του σχεδιασμού των επιχειρήσεων. Είναι σίγουρο πως ο Μαλίνιν υποτίμησε τη δύναμη και την ικανότητα του εχθρού που επρόκειτο να αντιμετωπίσει. Οι Ρώσοι περίμεναν ότι θα αναμετρηθούν με έναν συρφετό από από συμμορίτες και περιθωριακούς. Αντ’ αυτού, βρέθηκαν στροβιλιζόμενοι στη δίνη ενός παλλαϊκού πολέμου, αντιμέτωποι με μια εχθρική πόλη που μισούσε τον εισβολέα και πρόσφερε καταφύγιο στους υπερασπιστές της. Τραγικό σφάλμα αποτέλεσε και η μη χρησιμοποίηση επικουρικών μονάδων πεζικού για την υποστήριξη της δράσης των τεθωρακισμένων. Οι Ρώσοι περίμεναν ότι τα άρματα με τη συνδρομή των ανδρών της AVH θα ήταν ικανά από μόνα τους να κάμψουν την αντίσταση των εξεγερμένων. Δεν είχαν όμως υπολογίσει το υψηλό αγωνιστικό φρόνημα που διακατείχε τους επαναστάτες, την αυθόρμητη προσχώρηση πολλών στρατιωτών στις γραμμές τους, καθώς και την τακτική ευελιξία του κλεφτοπόλεμου που διεξήγαγαν.

Γρήγορα, η Ρωσική επιχείρηση αποκατάστασης της τάξης έδωσε τη θέση της σε ένα γενικευμένο αντάρτικο πόλης. Ο ιστορικός Καρτιέ σημειώνει ότι μέχρι το μεσημέρι της 24ης οι Σοβιετικοί δεν είχαν πετύχει να ανακαταλάβουν τα εδάφη που κρατούσαν οι μαχητές. Σκληρές μάχες μαίνονταν σε κομβικά σημεία της πόλης, όπως στην πλατεία Μπόραρος, όπου οι επαναστάτες είχαν συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη πυρός και είχαν καταφέρει να ανακόψουν προσωρινά την προέλαση των αρμάτων. Μετά από δώδεκα ώρες επιχειρήσεων, τα κύρια ορμητήρια των επαναστατών στον κινηματογράφο Κόρβιν, στο κτίριο της Ραδιοφωνίας και στο βιβλιοπωλείο Σάμπαντ Νεπ παρέμεναν στα χέρια της αντίστασης. Οι αντιστασιακές ομάδες ήλεγχαν πλήρως το όγδοο και ένατο δημοτικό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, ενώ τα εργοστάσια της πολεμικής βιομηχανίας στη νήσο Τσέπελ, απ’ όπου οι μαχητές προμηθεύονταν τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια τους, εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των ένοπλων εργατών. Οι Ρώσοι στρατηγοί έστειλαν τανκς για να διώξουν την εργατική πολιτοφυλακή και να ανακαταλάβουν τα εργοστάσια αλλά, όπως γράφει ο Καρτιέ, «Στη Νήσο Τσέπελ, αλλάζουν ακτεύθυνση όταν βρίσκονται μπροστά στα οδοφράγματα των εργοστασίων. Οι στρατιώτες ήξεραν ότι θα είχαν να συντρίψουν ένα φασιστικό πραξικόπημα. Βρίσκουν απέναντι τους εργάτες». Η εκστρατεία των Σοβιετικών βαθμιαία εκφυλιζόταν σε μια σειρά σπασμωδικών ενεργειών αντεκδίκησης από μέρους των Ρωσικών στρατευμάτων, που αδυνατώντας να προελάσουν, πυροβολούσαν τυφλά εναντιων των όμορφων κτιρίων της πόλης με στόχο να προκαλέσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερες υλικές καταστροφές και απώλειες μεταξύ των αμάχων. Από την άλλη, η αποτυχία της Σοβιετικης επέμβασης συντέλεσε στην περαιτέρω εδραίωση των επαναστατικών δυνάμεων στη Βουδαπέστη και τη δημιουργία γεωγραφικών ζωνών που τελούσαν υπό την αποκλειστική δικαιοδοσία των ένοπλων μαχητών.

Μία εύθραυστη εκεχειρία

Η πρώτη ενέργεια του Νάγκι ως πρωθυπουργού ήταν να απευθύνει δημόσια προειδοποίηση στους μαχητές ότι είχε θέσει σε ισχύ τον στρατιωτικό νόμο και να απαιτήσει με διάγγελμά του την άμεση παύση των εχθροπραξιών και την παράδοση του οπλισμού της λαϊκής πολιτοφυλακής. Μπορεί ο Νάγκι να είχε υπάρξει ο εκλεκτός των μαζών αλλά γνώριζε πως η αφοσίωσή τους εξαρτιόταν από τον βαθμό στον οποίο η νέα κυβέρνηση ήταν διατεθειμένη να ικανοποιήσει τα λαϊκά αιτήματα όπως αυτά διατυπώνονταν στις εξαγγελίες των Επαναστατικών Συμβουλίων. Ο Νάγκι δεν επιθυμούσε να είναι όμηρος στα χέρια των επαναστατών, ενώ από την άλλη, ήταν υποχρεωμένος να δείξει στον Χρουτσώφ ότι μπορούσενα επιβληθεί στο λαϊκό κίνημα και να αποκαταστήσει την τάξη.

Πολύ γρήγορα όμως συνειδητοποίησε πως όλη η δύναμη ήταν με το μέρος των Συμβουλίων. Στις 25/10 μια εκλεγμένη επιτροπή των εργατών του Μισκολτς επισκέφτηκε τον Νάγκι για να του ανακοινώσει τα αιτήματά τους, εμπνευσμένα από το επαναστατικό πρόγραμμα που είχαν επεξεργαστεί οι φοιτητές της πόλης. Επίσης, του έκαναν γνωστό πως το «Εργοστάσιο Μεταλλουργικής Λένιν» είχε αποστείλει εντολοδόχους για να παρακολουθήσουν τις εργασίες της συνέλευσης πολιτών που συνήλθε στην πανεπιστημιούπολη του Μίσκολτς. Η έλευση αυτής της αντιπροσωπείας από ένα εργοστάσιο – έμβλημα της Ουγγρικής βιομηχανίας, έπεισε τον έμπειρο πολιτικό ότι η εργατική τάξη εγκατέλειπε μαζικά το HWP και τασσόταν με το μέρος της εξέγερσης. Στις 28/10 ο Νάγκι υπέστη και το δεύτερο σοκ. Ο Αττίλα Ζιγκέτι της Εθνικής Επιτροπής του Γκυόρ, επέδωσε τελεσίγραφο με το οποίο απαιτούσε να διατάξει ο πρωθυπουργός την άμεση κατάπαυση του πυρός στην πρωτεύουσα. Ειδάλλως, απειλούσε, «οι κάτοικοι της Υπερδουναβίας θα προστρέξουν σε βοήθεια των αγωνιστών της Βουδαπέστης».

Ο Ζιγκέτι ενήργησε κατ’αυτόν τον τρόπο για δύο λόγους. Πρώτον, δεχόταν ισχυρές πιέσεις απότους ριζοσπάστες μέσα στο Επαναστατικό Συμβούλιο του Γκυόρ για να επιτρέψει στους επαναστάτες να εκστρατεύσουν κατά των σοβιετικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στη Βουδαπέστη. Δεύτερον, ήθελε με αυτόν τον τρόπο να δείξει στον Νάγκι ότι εάν εξακολουθούσε να ανέχεται τον Ρωσικό παρεμβατισμό, κινδύνευε να αλλοτριώσει τα μετριοπαθή στοιχεία μέσα στο επαναστατικό κίνημα που επιθυμούσαν μια μοαρφή συνεργασίας με την κυβέρνηση και να στρέψει την εξέγερση προς μία ακόμη πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση.

Αλλά εκτός του Νάγκι και οι Ρώσοι είχαν πολλά να ωφεληθούν από μια διπλωματική προσεγγιση με τους επαναστάτες. Από στρατιωτικής άποψης ήταν πλέον εμφανές ότι τα σοβιετικά στρατεύματα δεν επαρκούσαν για την καταστολή της εξέγερσης. Οι Ρώσοι στρατιώτες ήταν κουρασμένοι και αποθαρρυμένοι ενώ πολλοί είχαν ξεκινήσει συναναστροφές με τον εχθρό έχοντας πλέον απαλλαγεί από τις όποιες αυταπάτες είχαν περί της βάρβαρης αποστολής που τους είχε ανατεθεί. Σαν να μην έφτανε αυτό, η επαρχία βρισκόταν σε αναβρασμό. Στη Βαρπαλότα, επαρχιακή πόλη μέσα από την οποία περνούσαν οι Ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού, οι σοβιετικοί έχασαν δεκατρείς στρατιώτες κι έναν λοχαγό σε μία μέρα, σε αψιμαχίες με την τοπική εργατική πολιτοφυλακή. Από πολιτικής άποψης το HWP είχε αρχίσει να μοιάζει με παρασιτικό οργανισμό, προσκολλημένο στο σώμα της Ουγγρικής κοινωνίας. Όλες οι κοινωνικές δυνάμεις είχαν στραφεί εναντίον του, οι ακτιβιστές του είχαν αποσκιρτήσει, ενώ ο κομματικός του μηχανισμός σε όλη τη χώρα είχε θρυμματιστεί. Ακόμα κι αν οι Ρώσοι κατάφερναν να συντρίψουν την εξέγερση την επόμενη μέρα, το HWP δεν ήταν πια σε θέση να κυβερνήσει.

Έχοντας πλέον την έγκριση του Κρεμλίνου, ο Νάγκι διέταξε την κατάπαυση του πυρός σε όλη τη χώρα. Τα τεθωρακισμένα όφειλαν να αποσυρθούν άμεσα από την πρωτεύουσα. Η κυβέρνηση ανασχηματίστηκε. Τον αιμοδιψή Γκέρε διαδέχτηκε στη θέση του Γ.Γ. ο Γιάνος Κάνταρ, ένας υποψήφιος που ήταν αποδεκτός από όλες τις εμπόλεμες παρατάξεις. Από το ραδιόφωνο, ανακοινώθηκε στο λαό η επίσημη αναγνώριση των επαναστατικών οργανώσεων από το κράτος, η διάλυση της AVH και η δημιουργία ενός καινούριου σώματος ασφαλείας που θα ενσωμάτωνε στις τάξεις του τους ένοπλους επαναστάτες μαχητές. Τέλος ανακοινώθηκε η άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων σε κυβερνητικό επίπεδο για την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από τη χώρα. Σε αντάλλαγμα, οι εξεγερμένοι όφειλαν να καταθέσουν τα όπλα τους και να τερματίσουν την πενθήμερη Γενική Απεργία που είχε γονατίσει την οικονομία του Κράτους.

Οι διαπραγματεύσεις όμως δεν ήταν εύκολες. Οι μαχητές είχαν πετύχει μία προσωρινή νίκη έναντι της σοβιετικής αυτοκρατορίας και δεν ήθελαν να αφοπλιστούν προτού λάβουν εγγυήσεις ότι το HWP δε θα επέστρεφε στην εξουσία. Γι’ αυτό επέμειναν ιδιαιτέρως σε δύο βασικούς διαπραγματευτικούς όρους : α) Την άμεση εκκένωση της χώρας από τις δυνάμεις των Ρώσων και β) την κατάργηση του σοβιετικού συστήματος διακυβέρνησης. Ακόμη, οι μαχητές κατέστησαν σαφές ότι θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους μόνο σε στρατιώτες του Ουγγρικού στρατού, αφότου η αποχώρηση του Ρωσικού στρατού είχε ολοκληρωθεί. Οι παραπάνω όροι φυσικά ήταν ανάθεμα για τους σοβιετικούς. Η διαλλακτική στάση που τήρησε ο Νάγκι απέναντι στις διεκδικήσεις των επαναστατών υπέσκαψε το κύρος του μεταξύ των Ρώσων ηγετών και τροφοδότησε τις υποψίες αυτών που τον έβλεπαν σαν υποκινητή «αντεπαναστικών» (δηλαδή αντι-σοβιετικών) διαδικασιών.

Στο μεταξύ, τα πολιτικά κόμματα που είχαν λάβει μέρος στις τελευταίες εθνικές εκλογές του 1948-9 επανιδρύονταν το ένα μετά το άλλο και διεκδικούσαν τη συμμετοχή τους σε μία κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ανάλογα με τον αριθμό των ψήφων που είχαν λάβει το 1948. Μέσα σε λίγες μέρες, επανεμφανίστηκαν διαδοχικά το Ουγγρικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα με αρχηγό την Άννα Τίλντυ, το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα του Φέρεντς Φάρκας, το Κόμμα των Μικροϊδιοκτητών του Μπέλα Κόβακς, κλπ. Πολλοί δυτικοί ιστορικοί υποδεικνύουν αυτήν την περίοδο ως την καθοριστική στιγμή κατά την οποία η δημοκρατία επανέρχεται στην Ουγγαρία. Εμείς θα διαφωνήσουμε, παραθέτοντας την άποψη της μεγάλης φιλοσόφου Χάνα Άρεντ όταν έγραψε ότι, «η άνοδος των Συμβουλίων και όχι η παλιννόρθωση των κομμάτων, ήταν το ξεκάθαρο σημάδι μιας αληθινής έξαρσης της δημοκρατίας κατά της δικτατορίας, της ελευθερίας κατά της τυρρανίας».

Για τους σοβιετικούς η δυναμική ανασύσταση των αστικών κομμάτων και η είσοδός τους στην κυβέρνηση αποτελούσε προμήνυμα επιστροφής στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που υπήρχαν πριν το 1949. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία που να υποστηρίζουν την άποψη ότι τα αστικά κόμματα προετοίμαζαν το έδαφος για την κατάλυση του σοσιαλιστικού συστήματος. Στις 29/10 η «Επαναστατική Επιτροπή των Ουγγρων Διανοουμένων», μια οργάνωση που δημιουργήθηκε για να συστεγάσει τις διάφορες επαναστατικές παρατάξεις και εκπροσωπούσε τη ριζοσπαστική, προλεταριακή τάση των επαναστατικών συμβουλίων, διακήρυξε πως η βούληση των επαναστατικών οργανώσεων ήταν να μεταρρυθμίσουν το πολιτικό σύστημα, διατηρώντας παράλληλα ανέπαφες τις βασικές δομές του σοσιαλιστικού καθεστώτος ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Με άλλα λόγια, επιθυμούσαν έναν σοσιαλισμό με δημοκρατικό πρόσωπο.

Οι αρχικές δηλώσεις των ηγετών των αστικών κομμάτων ήταν περίπου στο ίδιο πνεύμα. Η Πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος έγραψε την 1η Νοεμβρίου : «Ας φυλάμε τα εργοστάσια, τα ορυχεία και την γη που πρέπει να παραμείνουν στα χέρια του λαού», ενώ ο Φέρεντς Φάρκας δήλωνε πως, «Η κυβέρνηση θα διατηρήσει όσα σοσιαλιστικά επιτεύγματα μπορούν και πρέπει να χρησιμοποιούνται σε μια ελεύθερη, δημοκρατική και σοσιαλιστική χώρα, σύμφωνα με την επιθυμία του λαού». Παρ’όλα αυτά, ήταν φυσικό για τα κόμματα να προσαρμόσουν τη γραμμή τους στις επιθυμίες των μαζών, τη στιγμή που ήταν απολύτως εξαρτημένα από τη στήριξη των επαναστατικών επιτροπών. Τί θα γινόταν όμως μετά από μια ενδεχόμενη αποκατάσταση ενός κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης και την αναγκαστική διάλυση των επαναστατικών συμβουλίων; Ουδείς μπορεί να πει με σιγουριά, αλλά μια υπαναχώρηση των κομμάτων από τις ιδρυτικές δεσμεύσεις τους ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί. Ήδη τα χαρτοφυλάκια του νέου Υπουργικού Συμβουλίου είχαν διανεμηθεί σχεδόν εξ’ολοκλήρου στους εκπροσώπους της παλαιάς κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας. Μόνο το Υπουργείο Πολέμου βρισκόταν στα χέρια του Συνταγματάρχη Παλ Μάλετερ, ο οποίος διατηρούσε δεσμούς με τις επαναστατικές μαχητικές οργανώσεις.

Αντιδρώντας σε αυτή την προσπάθεια υποσκέλισης των λαϊκών δημοκρατικών οργάνων μερικοί επαναστάτες ηγέτες επιδίωξαν την πολιτική χειραφέτηση των συμβουλίων από την κεντρική κυβέρνηση. Ο Γιόζεφ Ντούντας, αρχηγός μιας ομάδας 400 ενόπλων της Βουδαπέστης, επιχείρησε να συγκαλέσει ένα «Επαναστατικό Κοινοβούλιο» που θα απαρτιζόταν αποκλειστικά από εκλεγμένα μέλη των συμβουλίων και των επαναστατικών επιτροπών. Στο Γκυορ, μια ομάδα ενόπλων από τη Βουδαπέστη με αρχηγό τον Λάγιος Σομογκυβάρυ παραβρέθηκε στην ιδρυτική συνέλευση του Εθνικού Συμβουλίου Υπερδουναβίας και επιχείρησε να αναγνωριστεί ως νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Τελικά, κανένα από τα δύο σχέδια δεν ευοδώθηκε. Ο Ντούντας επικηρύχθηκε από τις επαναστατικές αρχές στην πρωτεύουσα επειδή η ομάδα του είχε διαπράξει φόνους αντεκδίκησης εις βάρος πρώην πρακτόρων της μυστικής αστυνομίας. Το πραξικόπημα του Σομογκυβάρυ απετράπη την τελευταία στιγμή από ένα μέρος της πολιτοφυλακής του Γκυορ, που παρενέβηκε για να βοηθήσει τους μετριοπαθείς υποστηρικτές της κυβέρνησης και συνέλαβε τον Σομογκυβάρυ και τους οπαδούς του.

«Επιχείρηση Ανεμοστρόβιλος»

Παρ’ όλο που η πολιτική κατάσταση έμοιαζε να ομαλοποιείται, μια ακαθόριστη απειλή έμοιαζε να πλανάται πάνω από τη χώρα. Από την 1η Νοεμβρίου, ο νέος Γενικός Γραμματέας Γιάνος Κάνταρ είχε εξαφανιστεί και κανείς δε γνώριζε πού βρισκόταν. Στα σύνορα με τη Ρουμανία και τη σοβιετική Ουκρανία παρατηρείτο αυξημένη κινητικότητα των Ρωσικών στρατευμάτων, παρά το γεγονός ότι οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις για την ειρηνική αποχώρηση του σοβιετικού στρατού βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη. Το επιτελείο του Νάγκι αρχικά υπέθεσε πως η αναδιάταξη των σοβιετικών δυνάμεων οφειλόταν σε μια επικείμενη επίθεση των δυτικών, αφού τα στρατεύματα που καθημερινά συνέρρεαν στην επικράτεια της Ουγγαρίας ήταν πολυπληθή και καλά εξοπλισμένα. Η υπόθεση αυτή καταρρίφθηκε όταν η Αυστρία, η οποία μόλις πρόσφατα είχε αναγνωριστεί σαν ουδέτερο κράτος, ανακοίνωσε τη δημιουργία αποστρατικοποιημένης ζώνης βάθους 30 χλμ. στα σύνορά της με την Ουγγαρία. Ο πρεσβευτής Αντρόποφ κλήθηκε στο Κοινοβούλιο για διαβουλεύσεις. Ο Αντρόποφ ήταν καθησυχαστικός και διαβεβαίωσε τον Νάγκι ότι οι κινήσεις των στρατευμάτων συνδέονταν με τις προετοιμασίες των σοβιετικών για την απόσυρση του Κόκκινου Στρατού από τη χώρα. Παρόμοιες διαβεβαιώσεις έλαβε ο Νάγκι από τους στρατηγούς Μάλετερ και Κύραλι, τους επικεφαλείς της Ουγγρικής στρατιωτικής επιτροπής που βρισκόταν στη σοβιετική στρατιωτική βάση Τοκολ στα περίχωρα της Βουδαπέστης για να ρυθμίσουν τις τεχνικές λεπτομέρειες της Ρωσικής αποχώρησης. Ο Μάλετερ μετέφερε στο Νάγκι ότι οι Ρώσοι τους υποδέχτηκαν με τις πρέπουσες τιμές και ότι οι διαπραγματεύσεις διεξάγονταν σε «φιλικό κλίμα».

Φυσικά, οι Ρώσοι δεν είχαν σκοπό να αποχωρήσουν. Από τα τέλη Οκτωβρίου η Σοβιετική ηγεσία είχε άρει την εμπιστοσύνη της προς το πρόσωπο του Ναγκι, ο οποίος μέρα με τη μέρα θεωρούσαν πως υπέκυπτε όλο και περισσότερο στις πιέσεις που του ασκούσαν οι «δυνάμεις της αντίδρασης», δηλαδή τα αστικά κόμματα. Μια νέα «επαναστατική» κυβέρνηση με επικεφαλή τον Γιάνος Κάνταρ, που είχε ταξιδέψει μυστικά στη Μόσχα, συγκροτήθηκε σε Ρωσικό έδαφος. Στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Σ.Ε. ο Κάνταρ τόλμησε να ψελλίσει πως η νέα κυβέρνηση δε θα έπρεπε να είναι μια δοτή κυβέρνηση. Περιττό να πούμε πως το πρόγραμμα της κυβέρνησης του Κάνταρ ήταν γραμμένο στα Ρωσικά. Ο Χρουτσώφ φοβόταν πως μια ενδεχόμενη απώλεια της Ουγγαρίας θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένδειξη αδυναμίας της ΕΣΣΔ από το αντίπαλο καπιταλιστικό μπλοκ, αλλά και από τους εσωκομματικούς σταλινιστές αντιπάλους του.

Πίσω στην Ουγγαρία ο φόβος για μια επικείμενη σοβιετική επίθεση μεγάλωνε. Με τρόπο αθόρυβο αλλά μεθοδικό ο Ρωσικός στρατός ολοκλήρωνε τις προετοιμασίες του για μια μαζική εισβολή. Ρωσικά στρατεύματα περικύκλωσαν τις μεγάλες πόλεις και τα αεροδρόμια, έκλεισαν τα δυτικά σύνορα με την Αυστρία και αποκατέστησαν το σιδηροδρομικό δίκτυο που είχε μπλοκαριστεί από τα οδοφράγματα των απεργών. Ο Νάγκι δεν ήξερε πώς να ενεργήσει. Από τη μία, η ανάγκη λήψης μέτρων για την άμυνα της χώρας ήταν επιτακτική. Από την άλλη, φοβόταν πως οποιαδήποτε βεβιασμένη ενέργεια μπορούσε να πυροδοτήσει μια νέα σοβιετική επίθεση. Εξάλλου, είχε λάβει τις επίσημες διαβεβαιώσεις του πρεσβευτή Αντρόποφ περί των ειρηνικών προθέσεων της ΕΣΣΔ. Τελικά, στις 03/11 το Υπουργικό Συμβούλιο ψήφισε ομόφωνα υπέρ της εξόδου της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Με αυτόν τον τρόπο, ο Νάγκι ήλπιζε να αφαιρέσει και το τελευταιο νομικό πρόσχημα που θα μπορούσαν αν επικαλεστούν οι Ρώσοι για να δικαιολογήσουν μια στρατιωτική επέμβαση. Την ίδια μέρα ο συνταγματάρχης Άντρας Μάρτον κλήθηκε εσπευσμένα από τη στρατιωτική ακαδημία στην οποία δίδασκε προκειμένου να καταστρώσει σχέδιο άμυνας της χώρας ενάντια στο ενδεχόμενο μιας δεύτερης Ρωσικής επίθεσης. Ενδεικτικό της σύγχυσης και της αναποφασιστικότητας που επικρατούσε στο Ουγγρικό στρατόπεδο είναι το γεγονός ότι ο Μάρτον αποδεσμεύτηκε από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα μόλις στις 02/11, όταν τα Ρωσικά στρατεύματα βρίσκονταν ήδη σε πλήρη ανάπτυξη μέσα στο Ουγγρικό έδαφος και η επικοινωνία με τις κατά τόπους μονάδες του Ουγγρικού στρατού είχε γίνει ιδιαίτερα δύσκολη.

Σε κάθε περίπτωση, η «Επιχείρηση Ανεμοστρόβιλος», κωδική ονομασία της Ρωσικής επιχείρησης, δεν ήταν απλώς ένα σχέδιο επέμβασης στην Ουγγαρία. Ήταν ένα σχέδιο επανακατάκτησης της χώρας που περιελάμβανε όλες τις παραμέτρους μιας πολεμικής εκστρατείας. Τα διαθέσιμα στρατεύματα ανέρχονταν σε 150.000 άνδρες και 6.000 άρματα μάχης. Οι στρατιώτες ήταν όλοι Ασιατικής καταγωγής, Ουζμπέκοι και Κιργίσιοι, που δε μίλαγαν Ουγγρικά και δεν είχαν υπηρετήσει ούτε μία μέρα σε Ουγγρικό έδαφος. Τα τανκς ήταν τα εξελιγμένα τεχνολογικά Τ-54, που διέθεταν ενισχυμένη αρματωσιά και δεν μπορούσαν να καταστραφούν από εμπρηστικές βομβες. Η αρχηγία των ρωσικών δυνάμεων είχε ανατεθεί στον στρατάρχη Κόνεφ, ανώτατο διοικητή των ενόπλων δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Για την αεροπορική κάλυψη της εκστρατείας είχαν επίσης διατεθεί μοίρες μαχητικών αεροσκαφών.

Ο τύπος του οπλισμού και το αριθμητικό μέγεθος των Ούγγρων υπερασπιστών δεν μας είναι γνωστό. Δεδομένου ότι οι απώλειές τους μετά το τέλος των μαχών ανήλθαν σε 2.500 νεκρούς και 13.000 τραυματίες, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον 20.000 με 25.000 άτακτοι μαχητές έλαβαν μέρος στη μάχη κατά της Ρωσικής εισβολής. Εάν σε αυτόν τον αριθμό προσθέσουμε και τους στρατιώτες του τακτικού στρατού που πολέμησαν στο πλευρό των επαναστατών, τότε ο συνολικός αριθμός των μαχητών της αντίστασης πιθανότατα έφτανε τους 35.000 με 40.000 άνδρες. Ο οπλισμός τους δεν ήταν ομοιόμορφος και διέφερε από ομάδα σε ομάδα και από πόλη σε πόλη, ανάλογα με την πληρότητα των πολεμικών προετοιμασιών που είχαν διεξαχθεί σε τοπικό επίπεδο και τη συμβολή του στρατού σε αυτές τις προετοιμασίες.

Κυρίαρχο ζήτημα για την έκβαση των επιχειρήσεων ήταν η στάση που θα κρατούσε ο Ουγγρικός στρατός. Όπως αναφέρει η έκθεση του ΟΗΕ για τα γεγονότα στην Ουγγαρία, οι περισσότεροι ανώτεροι αξιωματικοί ήταν φιλοσοβιετικοί. Παρ’όλα αυτά, ούτε ένας αξιωματικός δεν πολέμησε στο πλευρό του στρατού εισβολής. Απλώς πολλοί επέλεξαν να παραμείνουν ουδέτεροι στη σύγκρουση που εκτυλισσόταν μπροστά τους. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των κατώτερων αξιωματικών, υπαξιωματικών και οπλιτών αντιστάθηκαν αφ’εαυτού στη Ρωσική εισβολή, πολλές φορές κατά παράβαση των διαταγών που είχαν λάβει από τους ανωτέρους τους (διοικητές στρατοπέδων, κλπ.). Ο λόγος ήταν ότι οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν άτομα ταπεινής κοινωνικής προέλευσης, που κατάγονταν από εργατικές ή αγροτικές οικογένειες και ευθυγραμμίζονταν πλήρως με τα αιτήματα των επαναστατών για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Σε κάθε περίπτωση, η δράση του τακτικού στρατού ήταν αποσπασματική διότι οι μονάδες του ήταν διασκορπισμένες και αποκομμένες μεταξύ τους. Επίσης, η κεντρική διοίκηση είχε τεθεί εκτός λειτουργίας αφού, κόντρα σε κάθε σύμβαση της διεθνούς διπλωματίας, οι Ρώσοι είχαν συλλάβει τους στρατηγούς Μάλετερ και Κύραλι και είχαν αφήσει τον στρατό χωρίς ανώτατη διοίκηση.

Χάρη στο διπλωματικό τέχνασμα των σοβιετικών, η πρώτη φάση της εισβολής ολοκληρώθηκε χωρίς σοβαρή αντίσταση. Υπήρχε σε ισχύ η διαταγή του Νάγκι προς τους διοικητές των μονάδων της πολιτοφυλακής να μην ανοίξουν πυρ κατά των Ρωσικών στρατευμάτων που υποτίθεται πως ετοιμαζόντουσαν να εκκενώσουν τη χώρα. Έτσι τα τανκς έφτασαν μέχρι τα περίχωρα της Βουδαπέστης χωρίς να έχουν ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό. Μόνο στις 04/11, ο Νάγκι ανακοίνωσε από το ραδιόφωνο ότι τα σοβιετικά στρατεύματα δεν βρίσκονταν στη χώρα κατόπιν πρόσκλησης της κεντρικής κυβέρνησης. Ο αιωνίως αναποφάσιστος Νάγκι απέφυγε να δώσει ρητή εντολή στους μαχητές να αντισταθούν, αλλά δεν τους απαγόρευσε και την αντίσταση.

Η Μάχη της Βουδαπέστης

Τα Ρωσικά άρματα αναπτύχθηκαν κατά μήκος της οδού Σοροκσάρι, έως την πλατεία Μπαραρός, προσπαθώντας να αποκόψουν τη Νήσο Τσέπελ, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένες μεγάλες δυνάμεις της εργατικής πολιτοφυλακής, από το κέντρο της Πέστης. Παράλληλα, μια άλλη ίλη τεθωρακισμένων εισήλθε στην πόλη από τα βόρεια χρησιμοποιώντας την παλαιά οδό Βάτσι κι έφτασε μέχρι την ανατολική όχθη του Δούναβη, αποκλείοντας την εργατική περιοχή του Ουίπεστ και απαγορεύοντας την πρόσβαση στη Βούδα. Το Ρωσικό σχέδιο προέβλεπε μετωπικές επιθέσεις με υπερσυγκέντρωση δυνάμεων κατά των οχυρών θέσεων των επαναστατών και τμηματική ανακατάληψη του κέντρου της πόλης από τις δυνάμεις εισβολής.

Επειδή δεν υπήρχε οργανωμένο σχέδιο για την υπεράσπιση της πόλης, τα τανκς κατέλαβαν εύκολα ορισμένες ανοχύρωτες τοποθεσίες όπως την πλατεία του Κοινοβουλίου και την περιοχή γύρω από το Μέγαρο της Ραδιοφωνίας. Όπου όμως είχαν γίνει στοιχείωδεις αμυντικές προετοιμασίες τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Στη συνοικία γύρω από τον κινηματογράφο Κόρβιν διεξήχθησαν τρομερές μάχες. Η «ομάδα Κόρβιν», υπό την ηγεσία του εκλεγμένου διοικητή Γκέγκερλι Πόνγκρατς, ήταν από τις ισχυρότερες αντιστασιακές ομάδες. Οι επαναστάτες του Πόνγκρατς είχαν φροντίσει να ανανεώσουν τα αποθέματα τους σε πυρομαχικά, είχαν λάβει ταχύρρυθμη εκπαίδευση στη χρήση πυροβολικού από επαναστάτες αξιωματικούς και είχαν στην κατοχή τους περιορισμένο αριθμό αντιαρματικών όπλων. Χρειάστηκαν δύο ώρες μαζικών βομβαρδισμών από το σοβιετικό πυροβολικό και την αεροπορία για να υποχωρήσουν οι πολιτοφύλακες και να μπορέσουν οι Ρώσοι να καταλάβουν το αρχηγείο που είχαν εγκαταστήσει στον κινηματογράφο.

Σφοδρές μάχες διεξήχθησαν αυτήν τη φορά και στη Βούδα, στο 1ο και 2ο δημοτικό διαμέρισμα, αλλά και γύρω από τη φυσική οχυρή θέση της Σιταντέλα, στον λόφο Γκέλερτ. Οι μαχητές του 1ου και 2ου διαμερίσματος με αρχηγό τον πολίτη-διοικητή Γιάνος Σάμπο αντιστάθηκαν σθεναρά στη Ρωσική επέλαση. Δεκάδες φορές διασκορπίστηκαν από τις μανιασμένες σοβιετικές επιθέσεις, για να επανενωθούν ξανά και να πολεμήσουν σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης. Τελικά, μη μπορώντας να κρατήσουν την περιοχή ελέγχου τους υποχώρησαν προς το Χουβορλόγκυ και το Σολυμάρ όπου τελικά προδώθηκαν από την έλλειψη εφοδίων και πυρομαχικών.

Η Σιταντέλα ένα μεσαιωνικό φρούριο φτιαγμένο στο ψηλότερο σημείο της πόλης, προστατευόταν από μονάδες του τακτικού Ουγγρικού στρατού, συνεπικουρούμενες από άτακτους μαχητές της πολιτοφυλακής. Οι συνδυασμένες αυτές δυνάμεις αντέταξαν μια καλά οργανωμένη άμυνα και κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις επανειλημμέννες σοβιετικές επιθέσεις. Οι Ρώσοι στρατηγοί επιθυμούσαν διακαώς την κατάληψη του λόφου επειδή από εκεί θα μπορούσαν να βομβαρδίζουν από πλεονεκτική θέση τους θύλακες της αντίστασης σε ολόκληρη την πόλη. Οι υπερασπιστές άντεξαν για τρεις συνεχείς ημέρες, αλλά χωρίς πυρομαχικά ή ενισχύσεις τελικά υπέκυψαν στις 07/11.

Η διάλυση της αντίστασης στο κέντρο της Πέστης και η κατάληψη του λόφου Γκέλερτ, επέτρεψαν στους σοβιετικούς να συγκεντρώσουν τα στρατεύματα τους για να εξαπολύσουν την επίθεση τους ενάντια στο Τσέπελ, το Ουίπεστ και τις άλλες εργατικές συνοικίες, όπου η αντίσταση ακόμη κρατούσε καλά. Την άμυνα των περιοχών αυτών είχαν οργανώσει τα τοπικά Επαναστατικά Συμβούλια. Στο Τσέπελ, οι πολιτοφύλακες είχαν ενισχυθεί από τη στρατιωτική φρουρά της περιοχής, ενώ έλαβαν και 85 πυροβόλα από στρατιώτες που ενεργούσαν ενάντια στις εντολές των διοικητών τους. Οι μαχητές διέθεταν ακόμη μπαταρίες υψηλής ισχύος τις οποίες χρησιμοποιούσαν σαν κρυμμένους εκρηκτικούς μηχανισμούς για να ανατινάζουν τα τανκς καθώς και αντιεροπορικά όπλα με τα οποία βομβάρδιζαν τον διάδρομο προσγείωσης στη σοβιετική βάση του Τόκολ.

Οι οδομαχείες στο Τσέπελ πήραν την μορφή ενός ανελέητου κλεφτοπολέμου. Οι πολιτοφύλακες έστηναν ενέδρες σε σοκάκια και δευτερεύοντες δρόμους που έτεμναν τις μεγάλες λεωφόρους και πλαγιοκοπούσαν τις Ρωσικές φάλαγγες. Έπειτα εξαφανίζονταν και επανεμφανίζονταν σε άλλο σημείο για να χτυπήσουν τα οχήματα στο τέλος της πομπής των τεθωρακισμένων. Βαριές απώλειες υπέστησαν οι Ρώσοι και στην οδό Σοροκσάρι που ένωνε το Τσέπελ με το στρατιωτικό αεροδρόμιο του Τόκολ. Οι στρατιώτες που είχαν εγκατασταθεί ως μόνιμη φρουρά στον στρατηγικό αυτό δρόμο αποτελούσαν εύκολο στόχο για τους μαχητές που τους παρενοχλούσαν διαρκώς με αστραπιαίες, ξαφνικές επιθέσεις.

Δύο φορές οι Ρώσοι στρατηγοί απαίτησαν από τους επαναστάτες να παραδοθούν και δύο φορές οι περήφανοι εργάτες αρνήθηκαν να συνθηκολογήσουν. Στις 07/11 δόθηκε η διαταγή για τον μαζικό βομβαρδισμό του Τσέπελ από εδάφους και αέρος. Μαχητικά αεροσκάφη σφυροκοπούσαν τις βάσεις των επαναστατών με κάθετες εφορμήσεις, ενώ τα τεράστια κανόνια που είχαν τοποθετήσει οι Ρώσοι στο λόφο Γκέλερτ κατέκλυσαν τα εργοστάσια με οβίδες. Μέχρι τις 10/11 όλα τα εργοστάσια και οι αποθήκες που χρησίμευαν ως βάσεις για την αντίσταση είτε είχαν καταστραφεί ολοσχερώς από τους βομβαρδισμούς, ή είχαν καταληφθεί από τα σοβιετικά στρατεύματα. Η μάχη της Βουδαπέστης είχε τελειώσει. Η νίκη κόστισε στους σοβιετικούς 722 νεκρούς στρατιώτες και 1.251 τραυματίες.

Επίλογος

Η Ουγγρική επανάσταση πνίγηκε στο αίμα και το όνειρο για έναν δημοκρατικό, ελευθεριακό σοσιαλισμό διακόπηκε απότομα. Μετά από επτά ημέρες παραμονής στην πρεσβεία της Γιουγκοσλαβίας, ο Νάγκι μαζί με την έκπτωτη κυβέρνηση του αιχμαλωτίστηκε από τους σοβιετικούς. Εκτελέστηκε μυστικά δύο χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 1958. Χιλιάδες μαχητές της πολιτοφυλακής δικάστηκαν από έκτακτα στρατοδικεία και εκτελέστηκαν. Μεταξύ αυτών ο Σάμπο, ο Ντούντας, ο Μπάρανυ και ο Πόνγκρατς. Η νέα «Επαναστατική Κυβέρνηση Εργατών-Αγροτών» του Γιάνος Κάνταρ εδραιώθηκε στην εξουσία. Ο σοβιετικός σοσιαλισμός όμως δεν είχε νικήσει οριστικά. Πήρε απλώς μια παράταση ζωής μέχρι το 1989, όταν τα απομεινάρια του σαρώθηκαν από τις δυνάμεις της Ιστορίας.

Το alerta.gr αποτελεί μια πολιτική προσπάθεια διαρκούς παρουσίας και παρέμβασης, επιδιώκει να γίνει κόμβος στο πολύμορφο δικτυακό τοπίο για την διασπορά ριζοσπαστικών αντιλήψεων, δράσεων και σχεδίων στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης… Η συνεισφορά είναι ξεκάθαρα ένα δείγμα της κατανόησης της φύσης του μέσου και της ανάγκης που υπάρχει για να μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και να μεγαλώνει. Για όποιον/α θέλει να συνδράμει ας κάνει κλικ εδώ

[Βίντεο] Αντιφασιστική παρέμβαση στη Θεσσαλονίκη μετά τις πρόσφατες επιθέσεις

[Βίντεο] Αντιφασιστική παρέμβαση στη Θεσσαλονίκη μετά τις πρόσφατες επιθέσεις  "Το απόγευμα της Κυριακής 14/4 πραγματοποιήσαμε μηχανοκίνητη παρέμβαση στις γειτονιές της Νεάπολης των Συκεών και της άνω πόλης. Πορευτήκαμε για παραπάνω από μισή ώρα στους δρόμους...

Ρουβίκωνας: Παρέμβαση στα κεντρικά γραφεία της Seaway Technologies

Ρουβίκωνας: Παρέμβαση στα κεντρικά γραφεία της Seaway Technologies Ρουβίκωνας: Παρέμβαση στα κεντρικά γραφεία της Seaway Technologies GMBH στον Ασπρόπυργο για τον εργάτη που έχασε την ζωή του πριν μερικές μέρες μέσα στο συγκεκριμένο κτίριο όταν καταπλακώθηκε από...

Μνήμη Λούη Τίκα

Μνήμη Λούη Τίκα. Του Γιώργου Αλεξάτου Ήταν 20 Απριλίου 1914, Δευτέρα του ελληνικού Πάσχα, όταν οι μπράβοι του Ροκφέλερ δολοφόνησαν στο Λάντλοου του Κολοράντο 18 μεταλλωρύχους και μέλη των οικογενειών τους, μεταξύ των οποίων και τον ηγέτη τους, Λούη Τίκα. Γεννημένος...

Αποκλεισμός του εμπορικού λιμανιού Περάματος υπέρ του Παλαιστινιακού Λαού (15/04)

Αποκλεισμός του εμπορικού λιμανιού Περάματος υπέρ του Παλαιστινιακού Λαού (15/04) Δευτέρα 15 Απριλίου 2024, και εκατομμύρια άνθρωποι στη Λωρίδα της Γάζας αντιμετωπίζουν το λιμό και το θάνατο σε συνθήκες γενοκτονίας, αποτελέσματα της αποικιοκρατικής βίας, του...

Αθήνα | Ανοιχτή Συνέλευση για την συγκρότηση απεργιακού μπλοκ την ημέρα της Πρωτομαγιάς

Αθήνα | Ανοιχτή Συνέλευση για την συγκρότηση απεργιακού μπλοκ την ημέρα της Πρωτομαγιάς Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, ως τάξη των καταπιεσμένων είμαστε η αιχμή του δόρατος για την κοινωνική και πολιτική αλλαγή. Αγωνιζόμαστε για ελεύθερες και όχι εξαρτημένες και...

Ρουβίκωνας: Κάλεσμα στη γενική απεργία της 17ης Απρίλη

Ρουβίκωνας: Κάλεσμα στη γενική απεργία της 17ης Απρίλη Ρουβίκωνας: Κάλεσμα στη γενική απεργία της 17ης Απρίλη με το μπλοκ του Ρουβίκωνα – 11:00 στα Προπύλαια. Η γενική απεργία, το "υπερόπλο" του εργάτη όπως το αποκαλούσαν κάποτε οι ταξικοί μας πρόγονοι γεμάτοι...

Ο Ευαγγελισμός απειλείται ξανά, δεν παραδίνεται, μάχεται!

Ο Ευαγγελισμός απειλείται ξανά, δεν παραδίνεται, μάχεται! Τις τελευταίες μέρες έχουν φτάσει στ’ αυτιά μας πληροφορίες για επικείμενη εκκένωση της Κατάληψης Ευαγγελισμού, μόλις λίγες μέρες μετά τις εκκενώσεις στο Λόφο Καστέλλι στα Χανιά, σε μια συνολική επίθεση ενάντια...

Κριτικές Έρευνες στον Νέο Ποινικό Κώδικα | Επ. 2: Ανήλικοι – Μέρος Α’

Κριτικές Έρευνες στον Νέο Ποινικό Κώδικα | Επ. 2: Ανήλικοι - Μέρος Α' https://www.youtube.com/watch?v=h6gt0TqXuJc&t=313s&ab_channel=Alerta Οι 'Κριτικές Έρευνες στον Νέο Ποινικό Κώδικα' αποτελούν μια σειρά βίντεο-συνεντεύξεων από την Συνέλευση ενάντια στον Νέο...

Αθήνα | Εργαστήρι: Εργατική Έρευνα & Αποστολές

Από: Πρωτοβουλία για ένα Ελευθεριακό Κοινωνικό Μέτωπο        Είμαστε μια νέα πρωτοβουλία για ένα ελευθεριακό κοινωνικό μέτωπο και κάνουμε αυτά τα εργαστήρια για να δημιουργήσουμε ένα κοινό περιβάλλον ζύμωσης και ανταλλαγής ιδεών με όσα άτομα και συλλογικότητες...

‘Όχι μετρό στην πλ. Εξαρχείων’-Η επέκταση του εργοταξίου ξεκινά

'Όχι μετρό στην πλ. Εξαρχείων'-Η επέκταση του εργοταξίου ξεκινά ΜΠΙΖΝΕΣ, ΜΙΖΕΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠ΄ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ Λήγει σήμερα η προθεσμία που έδωσε ο δήμος Αθηναίων σε μαγαζιά της πλατείας Εξαρχείων, προκειμένου να μαζέψουν τα τραπεζοκαθίσματα και οι...