Η Βόρεια Ιρλανδία, αφού σε πρώτη φάση εποικίστηκε από Βρετανούς προτεστάντες αγρότες οι οποίοι δούλευαν για λογαριασμό Άγγλων μεγαλογαιοκτημόνων που απαλλοτρίωσαν βίαια το 1606 τις αγροτικές γαίες του ντόπιου ιρλανδικού πληθυσμού με τη βοήθεια των στρατευμάτων του βασιλιά Ιάκωβου Α’ της Αγγλίας, βρίσκεται ήδη από το 1921 σε ένα νεο-αποικιοκρατικό και στρατοκρατούμενο καθεστώς υπό την άμεση εξουσία του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Πρόκειται για το μοναδικό τμήμα του νησιού της Ιρλανδίας που βρίσκεται υπό την εξουσία του αγγλικού στέμματος και αποτελείται συνολικά από 6 κομητείες. Οι Άγγλοι φεουδάρχες και στη συνέχεια οι Άγγλοι καπιταλιστές υποδαύλιζαν συστηματικά τον φυλετικό και θρησκευτικό σεχταρισμό ανάμεσα σε προτεστάντες και καθολικούς, σε Ιρλανδούς δημοκράτες και Βρετανούς νομιμόφρονες (πιστοί στο αγγλικό στέμμα), προκειμένου να αλληλοσπαράζεται η κοινωνική βάση και να αποπροσανατολίζονται οι φτωχοί από τα επίδικα της ταξικής πάλης που διεξάγεται αδιάκοπα σε κάθε ταξική κοινωνία και θέτει σε υλική αντιπαράθεση τα ταξικά συμφέροντα των εκμεταλλευτών με εκείνα των εκμεταλλευόμενων.
Σε ολόκληρο το νησί της Ιρλανδίας δημιουργήθηκε με αφετηρία τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας (1919-1921) η πολιτική παράδοση του ιρλανδικού ρεπουμπλικανισμού, ενός κινήματος που έχει ως στρατηγικό του στόχο την πολιτική ενοποίηση της Ιρλανδίας, την ένωση δηλαδή του βόρειου τμήματος του νησιού με την υπόλοιπη χώρα. Το κίνημα αυτό είναι ετερόκλητο στο εσωτερικό του. Ιστορικά ακολούθησε πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις και προχώρησε σε αντιπαραθετικές μεταξύ τους τακτικές και στρατηγικές πολιτικές επιλογές. Ένα τμήμα του που έχει εθνικές και θρησκευτικές αιχμές έθεσε ως στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου και ανεξάρτητου ιρλανδικού κράτους, ενώ μία υπολογίσιμη λενινιστική πτέρυγα συνάρτησε τον αγώνα για την ενοποίηση της Ιρλανδίας με τον αγώνα για τον σοσιαλισμό. Ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA), η μαζική ένοπλη οργάνωση του ιρλανδικού λαού, αφού κηρύχτηκε δύο φορές παράνομη από την ιρλανδική αστική κυβέρνηση (το 1931 και το 1936), διότι στρατολογούσε συνεχώς νέα μέλη, διασπάστηκε τελικά με την πάροδο των χρόνων σε αρκετές μικρότερες ομαδοποιήσεις, εκ των οποίων ελάχιστες συνεχίζουν σήμερα τον ένοπλο αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα. Σήμερα, εξακολουθούν να υφίστανται και ένοπλες πολιτοφυλακές Ιρλανδών δημοκρατών, όπως η Δημοκρατική Δράση Ενάντια στα Ναρκωτικά (RAAD), οι οποίες αγωνίζονται, για να καθαρίσουν τις φτωχογειτονιές από το εμπόριο ναρκωτικών και τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Ωστόσο, πολιτικοί και στρατιωτικοί συμβιβασμοί, η ενσωμάτωση της πολιτικής πτέρυγας του ιρλανδικού δημοκρατικού κινήματος στην αστική πολιτική και η υπαγωγή του στη διεθνή ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αλλά και η σκληρή πολιτική-στρατιωτική-οικονομική πίεση που ασκήθηκε από την Αγγλία, έχουν εν πολλοίς απενεργοποιήσει σήμερα την αντι-ιμπεριαλιστική αντίσταση και τους ταξικούς αγώνες στην Ιρλανδία. Η επίσημη και μαζική πολιτική έκφραση του συγκεκριμένου κινήματος, το κόμμα Sinn Féin, το οποίο σήμερα αποτελεί την αξιωματική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση στην Ιρλανδία, κατάφερε να κατασβήσει σε σημαντικό βαθμό τη φλόγα της αντι-ιμπεριαλιστικής αντίστασης του ιρλανδικού λαού, τον οποίο οδήγησε επιδέξια στη σοσιαλδημοκρατική ενσωμάτωση στην αστική πολιτική ζωή και στις επιταγές του κεφαλαίου, καθώς και στον συμβιβασμό με τον ιμπεριαλισμό του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το 1969 εγκαινιάζεται η περίοδος των «Ταραχών» (The Troubles), η οποία έληξε επίσημα το 1998 με την υπογραφή της «Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής» και τον αφοπλισμό παρακλαδιών του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA). Εκείνη την περίοδο εντάθηκε ιδιαίτερα η εμφύλια διαμάχη στη Βόρεια Ιρλανδία. Τον Αύγουστο του 1969 πραγματοποιήθηκαν ειρηνικές διαδηλώσεις για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την εναντίωση στους διαχωρισμούς που υφίσταντο οι Ιρλανδοί δημοκράτες και καθολικοί από την κυβέρνηση της Βόρειας Ιρλανδίας και τη Βασιλική Αστυνομία της Βόρειας Ιρλανδίας (RUC). Οι διαδηλώσεις αυτές χτυπήθηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις και τους βρετανόφιλους εθνικιστές. Οι καθημερινές οδομαχίες στις μεγάλες πόλεις της Βόρειας Ιρλανδίας οδήγησαν στη στρατιωτική επέμβαση του βρετανικού στρατού, ο οποίος εισέβαλε στο βόρειο τμήμα του νησιού ως κατοχικός στρατός. Στις 13 Αυγούστου 1969 7 Ιρλανδοί καθολικοί δολοφονήθηκαν στο Μπέλφαστ από προτεστάντες βρετανόφιλους εθνικιστές που διεξήγαγαν πογκρόμ εναντίον τους. Στις 30 Ιανουαρίου 1972 πραγματοποιείται στην περιοχή Μπόγκσαϊντ του Ντέρι μεγάλη διαδήλωση κατά των εκδικητικών φυλακίσεων των Ιρλανδών δημοκρατών χωρίς να δικάζονται από την αστική δικαιοσύνη. Βρετανοί στρατιώτες του Α’ Τάγματος Αλεξιπτωτιστών ανοίγουν πυρ κατά 26 άμαχων διαδηλωτών. 13 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους, ενώ ακόμα ένας κατέληξε λίγους μήνες αργότερα από τα σοβαρά τραύματα που υπέστη. Αρκετοί εκ των θυμάτων πυροβολήθηκαν πισώπλατα, ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν από τα βρετανικά στρατεύματα που διέλυσαν τη διαδήλωση, ενώ άλλοι σκοτώθηκαν την ώρα που βοηθούσαν τραυματίες. Άλλοι διαδηλωτές δέχτηκαν χτυπήματα από γκλοπ, πλαστικές σφαίρες και κάποιοι χτυπήθηκαν από οχήματα του βρετανικού στρατού. Τα γεγονότα της «Ματωμένης Κυριακής» αποτέλεσαν τομή για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιρλανδία, τη Βόρεια Ιρλανδία και την Αγγλία. Οι ένοπλες οργανώσεις που συνέχιζαν το έργο του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) πραγματοποίησαν στρατιωτικές και βομβιστικές επιθέσεις κατά Βρετανών αστυνομικών, στρατιωτών, παραστρατιωτικών και εναντίον στόχων του βρετανικού κεφαλαίου, όπως τράπεζες. Ο ένοπλος αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας εξήχθη και στην Αγγλία. Στις 12 Οκτωβρίου 1984 η τότε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μάργκαρετ Θάτσερ, γλίτωσε κατά τύχη από το βομβιστικό χτύπημα του Προσωρινού Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (Provisional IRA) που σημειώθηκε σε ξενοδοχείο στο Μπράιτον, όπου βρισκόταν η ίδια μαζί με το επιτελείο της για τη διεξαγωγή συνεδρίου του Συντηρητικού Κόμματος (Conservative Party). Αυτά τα ταραχώδη 29 χρόνια συνολικά 3.600 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, 50.000 τραυματίστηκαν και αρκετοί χιλιάδες υπέστησαν σοβαρά ψυχικά τραύματα.
Αμέσως μετά τα γεγονότα της «Ματωμένης Κυριακής» η βρετανική κυβέρνηση, δια στόματος του βουλευτή Ρέτζιναλντ Μόλντινγκ, δικαιολόγησε τις εκτελέσεις αμάχων επικαλούμενη συκοφαντικά πως οι Βρετανοί στρατιώτες δέχθηκαν ένοπλη επίθεση από ύποπτα μέλη του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA). Όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες (διαδηλωτές, κάτοικοι, Ιρλανδοί και Βρετανοί δημοσιογράφοι) διέψευσαν κατηγορηματικά αυτές τις ψευδείς συκοφαντίες. Μόνο οι Βρετανοί στρατιώτες του Α’ Τάγματος Αλεξιπτωτιστών υποστήριξαν αυτήν την συκοφαντική αφήγηση, πειθαρχώντας στην επίσημη γραμμή του αγγλικού κράτους, για να σώσουν το τομάρι τους και να υποστηρίξουν το θεσμικό κύρος της Αγγλίας. Αξίζει πάντως να αναφέρουμε πως στις 2 Φεβρουαρίου 1972, όταν έγινε η κηδεία 12 εκ των 14 εκτελεσθέντων θυμάτων, πραγματοποιήθηκε μαζική γενική απεργία σε όλη την Ιρλανδία. Μάλιστα, σε αναλογία πληθυσμού, αυτή η κινητοποίηση είναι η μεγαλύτερη γενική απεργία που έχει γίνει στα χρονικά της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγα χρόνια αργότερα, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1981 συνολικά 10 απεργοί πείνας, μέλη του Προσωρινού Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (Provisional IRA) και του Ιρλανδικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (INLA), έχασαν τη ζωή τους στις φυλακές της Βόρειας Ιρλανδίας έπειτα από πολυήμερες απεργίες πείνας απαιτώντας από τη βρετανική κυβέρνηση να αναγνωριστούν ως πολιτικοί κρατούμενοι και να μην αντιμετωπίζονται ως κοινοί ποινικοί. Την νεκρώσιμη πομπή του απεργού πείνας Μπόμπι Σαντς πλαισίωσαν 100.000 άνθρωποι.
38 χρόνια μετά, στις 15 Ιουνίου 2010, δημοσιεύεται η έκθεση Σεβίλ. Η επίσημη αυτή έκθεση κοινοποιεί το πόρισμα πως οι δολοφονίες των άμαχων θυμάτων της «Ματωμένης Κυριακής» δεν μπορούν επ’ ουδενί να χαρακτηριστούν δικαιολογημένες, διότι τα θύματα δεν έφεραν καμία ευθύνη, ούτε συνιστούσαν θανάσιμη απειλή. Τουναντίον, ο βρετανικός στρατός άνοιξε απροειδοποίητα πυρ, χωρίς να προηγηθεί καμία προκλητική ενέργεια από τη μεριά των διαδηλωτών. Μάλιστα, κάποιοι από τους στρατιώτες δήλωσαν ψέματα σχετικά με τα γεγονότα. Η τότε βρετανική κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον ζήτησε κυνικά συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων. Στις 10 Νοεμβρίου 2015 συλλαμβάνεται και ανακρίνεται για τις δολοφονίες τριών διαδηλωτών ένας 66χρονος πρώην αλεξιπτωτιστής. Τον Μάρτιο του 2019 η Δημόσια Υπηρεσία Διώξεων για τη Βόρεια Ιρλανδία (PPS) ανακοινώνει δημόσια πως υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη δίωξη του ανώνυμου στρατιώτη «F» (το 2003 ο ίδιος ομολόγησε ότι τότε πυροβόλησε 13 φορές και σκότωσε τουλάχιστον έναν άνθρωπο), ενώ τον Σεπτέμβριο του 2020, επικαλούμενη έλλειψη στοιχείων, επιβεβαίωσε πως δε θα ασκηθεί καμία δίωξη στα υπόλοιπα 15 μέλη του Α’ Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών του βρετανικού στρατού, που ήταν συνεργοί στις εκτελέσεις άμαχων διαδηλωτών στο Ντέρι το 1972. Η προκλητική αυτή δικαστική απόφαση προκάλεσε σάλο αντιδράσεων από τις οικογένειες των θυμάτων. Με ανακοινώσεις τους κατήγγειλαν το δικαστικό αυτό πραξικόπημα αριστερές και αντι-ιμπεριαλιστικές οργανώσεις του ιρλανδικού δημοκρατικού κινήματος.
Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός εκτός από τις τεράστιες εξαγωγές κεφαλαίων και τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του στο γειτονικό νησί, πέρα από την προφανή επιρροή του στο δικαστικό σύστημα της Βόρειας Ιρλανδίας, διαθέτει σήμερα 5.000 στρατιώτες, 9.000 αστυνομικούς, αρκετές εκατοντάδες πράκτορες, ρουφιάνους, παραστρατιωτικούς και στελέχη της αντιτρομοκρατικής, για να μπορεί να συνεχίζει τη στρατιωτική κατοχή της Βόρειας Ιρλανδίας, ενώ ο θαλάσσιος και εναέριος χώρος ολόκληρου του νησιού της Ιρλανδίας ελέγχεται από τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η απόσυρση των βρετανικών κατοχικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Ιρλανδία είναι ένα δίκαιο αίτημα που θα αποκλιμακώσει αισθητά την έξαρση του μιλιταρισμού και των διακρίσεων που υφίστανται οι καταπιεζόμενοι πληθυσμοί στο βόρειο τμήμα του νησιού.
Αναγνωρίζουμε ότι οι διαχωρισμοί βάσει έθνους και θρησκείας είναι απότοκα των εκμεταλλευτικών και καταπιεστικών κοινωνιών, με σκοπό οι κυρίαρχοι να διαιρούν όσους βρίσκονται στη βάση της παραγωγικής και κοινωνικής πυραμίδας. Η υπέρβαση και η κατάργησή αυτών των διαχωρισμών μπορεί να καταστεί δυνατή, εφόσον οι καταπιεσμένοι και εκμεταλλευόμενοι συνειδητοποιήσουν την ταξική τους θέση και τα κοινά τους υλικά συμφέροντα. Μόλις αναγνωρίσουν ότι ταξικοί τους σύμμαχοι είναι όσοι βιώνουν καθημερινά στο πετσί τους την κρατική και καπιταλιστική βαρβαρότητα, ενώ ταξικοί εχθροί τους είναι όσοι θησαυρίζουν από τον πλούτο που εκείνοι παράγουν με την εργασία τους. Η συλλογική δύναμη των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων μπορεί να ανατρέψει τους σημερινούς ταξικούς συσχετισμούς ισχύος και να διανοίξει τον δρόμο για την επαναστατική ανατροπή του κράτους και του καπιταλισμού, για τον μετασχηματισμό των υφιστάμενων κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων, για την οικοδόμηση μιας από τα κάτω και αμεσοδημοκρατικά διευθυνόμενης κοινωνίας που θα διέπεται από ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη και κοινοκτημοσύνη. Για αυτήν την κοινωνία αγωνιζόμαστε εμείς. Μέχρι να υλοποιήσουμε αυτόν τον στρατηγικό μας στόχο, δε θα πάψουμε ούτε στιγμή να αγωνιζόμαστε ενάντια στην αδικία, την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Δρούμε τοπικά, αλλά σκεφτόμαστε πάντοτε διεθνώς, διότι η κοινωνική επανάσταση είναι αναγκαίο να είναι παγκόσμια, για να νικήσει και να καρποφορήσει.
ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΤΩΝ ΑΜΑΧΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΜΑΤΩΜΕΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤΟ ΝΤΕΡΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΤΟΥΣ ΙΘΥΝΟΝΤΕΣ ΔΕ ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΑΤΙΜΩΡΗΤΟΙ
ΕΞΩ Ο ΒΡΕΤΑΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΙΡΛΑΝΔΙΑ
ΤΑΞΙΚΟΣ ΑΝΤΙ-ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ
Ελευθεριακή Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης (μέλος της Αναρχικής Ομοσπονδίας)
e–mail επικοινωνίας: lib_thess@hotmail.com | blog: libertasalonica.wordpress.com