“Όλα τα πράγματα επιτρέπονται, αλλά δεν είναι όλα τα πράγματα ωφέλιμα. Όλα τα πράγματα επιτρέπονται, αλλά δεν είναι όλα τα πράγματα εποικοδομητικά”.
Προς Κορινθίους, 10:23
Ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα όσων στάθηκαν κριτικά απέναντι στο ιστορικό σοσιαλιστικό κίνημα με τις μαρξογενείς ρίζες του, ήταν ότι ο μαρξισμός με τον τρόπο που έβλεπε κι ερμήνευε τον κόσμο και τη θέση του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν, έτεινε να φτωχύνει αμετάκλητα το πεδίο της ζωής και της ανθρώπινης εμπειρίας, συρρικνώνοντας το στα όρια μονάχα της καθαρά ζωικής της διάστασης. Χορτασμένοι μπουρζουάδες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες με βαρύγδουπους τίτλους που δεν σήμαιναν τίποτα πια, έπνεαν μένεα ενάντια στο μαρξιστικό “δηλητήριο” που διακήρυττε ξεδιάντροπα ότι το βάσικο μέλημα κάθε άνθρωπου ήταν, και όφειλε να είναι, πρώτα και κύρια η διασφάλιση των υλικών όρων της αναπαραγωγής του. Ο υλισμός που πρέσβευαν οι αγκιτάτορες του σοσιαλισμού απομάκρυνε τους προλετάριους από τα ιερά και όσια της εθνικής κουλτούρας και απογύμνωνε τον κοινωνικό βίο από κάθε πνευματικό σημείο αναφοράς. Ήταν εύκολο για τους οργανικούς διανοούμενους των ανώτερων τάξεων , που ουδέποτε βρέθηκαν στη δυσάρεστη θέση να αναρωτιούνται πώς θα βρουν τρόπο να γεμίσουν τα στομάχια τους, να αποκηρύξουν ως χυδαίο και αξιοκαταφρόνητο το ενδιαφέρον που έδειχναν οι λαϊκές μάζες για να βελτιώσουν τις κοινωνικές συνθήκες της ζωής τους. Ο νέος πραγματισμός που είχαν εμφυσήσει οι μαρξιστές θεωρητικοί στα υποτελή στρώματα της κοινωνίας τα έκανε λιγότερο ευεπίφορα στην εκμετάλλευση, λιγότερο ευάλωτα στις “υψηλές” ηθικές αξίες που τα παρακινούσαν να θυσιάσουν τις ασήμαντες ζωές τους στο όνομα της πατρίδας, της θρησκείας, ή του οικονομικού συμφέροντος των καπιταλιστών.
Είναι πράγματι ενδεικτικό του πόσο πολύ έχουν αλλάξει οι καιροί, ότι ενώ το πρώιμο σοσιαλιστικό κίνημα αποτέλεσε τον φορέα ενός “ριζοσπαστικού διαφωτισμού” των προλετάριων (για να χρησιμοποιήσουμε εδώ έναν όρο του Σαντιγιάν), βοηθώντας τους να διαμορφώσουν μια πληρέστερη κατανόηση σχετικά με τους δομικούς παράγοντες που επικαθόριζαν τις υλικές συνθήκες της ύπαρξης τους, στην ιστορική συγκυρία που διανύουμε οποιαδήποτε αναφορά στην κοινωνική τάξη και το ταξικό συμφέρον γίνεται αντιληπτή από τις μάζες ως ιδεολογικό κατάλοιπο μιας περασμένης εποχής, που συσκοτίζει αντί να ξεδιαλύνει το υπόβαθρο της κοινωνικής ύπαρξης του ανθρώπου. Από μια άποψη, η εξέλιξη αυτή δεν συνιστά μόνο το επιστέγασμα της επικράτησης της κυρίαρχης ιδεολογίας της ετερονομίας που στη θέση της κοινωνικής τάξης βλέπει μόνο τα άτομα, απομονωμένα, αυτοτελή και ανεξάρτητα, αλλά είναι προϊόν και μιας ιστορικής αποτυχίας που κυοφορούνταν μέσα στους κόλπους του ίδιου του επαναστατικού προτάγματος. Διότι αν οι προλετάριοι γνώριζαν πια καλά ότι η ζωή τους είχε αξία και ήταν πιο πολύτιμη από τις προτροπές του κάθε υποκριτή ιεροκήρυκα ή απ’ τα συμφέροντα του κάθε κεφαλαιοκράτη, για τον ίδιο λόγο έτειναν να αντιμετωπίζουν με την ίδια καχυποψία το ηρωικό ιδανικό της αυτοθυσίας που, καλώς ή κακώς, αποτελεί την έμμεση ή άμεση συνέπεια κάθε επαναστατικής διαδικασίας. Ο ρεφορμισμός άλλωστε απορρέει σε τελική ανάλυση από μια εύλογη κι εντελώς ανθρώπινη απροθυμία να βάλει κανείς τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στα αγαθά που του χρειάζονται για μια καλή ζωή.i
Το ταξικό συμφέρον, με την παραδοσιακή έννοια της υπαγωγής του υποκειμένου σε μια σχέση κυριαρχίας στην οικονομική σφαίρα, προϋπέθετε μια διαδικασία ρήξης με τις φαντασιακές σημασίες του κοινωνικού παραδείγματος της ετερονομίας προκειμένου να αναδειχτεί σε βασικό παράγοντα για την παραγωγή μιας νέας, ριζοσπαστικής υποκειμενικότητας. Ωστόσο, η απομάγευση του κόσμου στην οποία αναφερόταν ο Μαρξ, συμπαρέσυρε μαζί της και την γοητεία της αυτοθυσίας σε όλες τις μορφές της, ακόμα και προς χάρη της κατακλυσμικής επαναστατικής αλλαγής που θα μετασχημάτιζε ριζικά τον κόσμο. Κάπως έτσι έφτασε ο Σορέλ να αναζητά την ανασύσταση του αρχέγονου μύθου μέσα στο επαναστατικό πρόταγμα και να καταριέται τον Ρουσσώ επειδή επεξεργάστηκε μια θεωρία η οποία “προϋποθέτει άτομα κυριαρχούμενα εξολοκλήρου από υπολογιστικές σκέψεις. Κι αυτό είναι τελείως φυσικό, αφού τούτη η θεωρία [του κοινωνικού συμβολαίου] θεμελιώνεται πάνω στην υπόθεση ότι οι πολίτες μπορούν να εξομοιωθούν, όσον αφορά τις κυριότερες πράξεις της ζώης τους, με τους εχέφρονες εμπόρους”.ii Στο ίδιο πνεύμα, η Άρεντ είχε εκφράσει τις επιφυλάξεις της απέναντι στον σοσιαλισμό, καταλογίζοντας στην σοσιαλιστική κοσμοθεωρία ότι έπασχε από “έλλειψη νοήματος”.iii Εκείνο που νομίζω ότι εννοούσε η Άρεντ ήταν πως δεν ήταν ξεκάθαρο αν η φροντίδα για την αναπαραγωγή της φυσικής ζωής των προλετάριων ήταν ο κύριος σκοπός που είχε αναλάβει να φέρει σε πέρας ο σοσιαλισμός, ή αν ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση, η αναγκαία συνθήκη που έπρεπε να υλοποιηθεί προκειμένου η απελευθερωτική κοινωνία των συνομοσπονδιοποιημένων παραγωγών να αποτελέσει μια “υψηλότερη” και “ευγενέστερη” μορφή οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης.
Με άλλα λόγια, ήταν η θέσμιση της μέγιστης κατανάλωσης με την μικρότερη δυνατή προσπάθεια αυτοσκοπός για το εργατικό κίνημα, ή υπήρχε και κάτι περισσότερο στην σοσιαλιστική κοσμοαντίληψη εκτός από μια ακόρεστη επιθυμία για την τέρψη των αισθήσεων, την “ατελείωτη ευωχία” στην οποία αναφέρθηκε ο Λαφάργκ στο “Δικαίωμα στην Τεμπελία”; Είτε επειδή συναισθάνθηκε αυτό το κενό στην κατά κάποιον τρόπο μονοδιάστατη αντίληψη που είχε ο μαρξισμός για τους προλετάριους, ή γιατί βρεθηκε αντιμέτωπη με τα μηχανιστικά σχήματα της “ορθόδοξης” κομμουνιστικής θεωρίας αναφορικά με τα κίνητρα που διαμόρφωναν τις πολιτικές πεποιθήσεις και τη συμπεριφόρα της εργατικής τάξης, η σύγχρονη ριζοσπαστική σκέψη προσπάθησε να προχωρήσει πέρα από τις γραμμικές έννοιες του ταξικού συμφέροντος και της υλικής ανάγκης και να ενσωματώσει στην φιλοσοφική ανάλυση της και τον παράγοντα της επιθυμίας.
Συχνά, στις σύγχρονες αυτές θεωρίες της κοινωνικής χειραφέτησης η επιθυμία και η ανάγκη πορεύονται η μία δίπλα στην άλλη, ως δυο παράλληλα μεγέθη που είναι ανεξάρτητα το ένα απ’ το άλλο και σχεδόν ποτέ δεν συναντώνται. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι υπάρχει μια άμεση αλληλεξάρτηση ανάμεσα σε αυτές τις δύο παραμέτρους της ταξικής εμπειρίας, ανάμεσα στις δύο δυνάμεις που παρακινούν στη δράση τα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα της ιεραρχικής κοινωνικής ολότητας. Μια ενότητα η οποία στην καθημερινή πρακτική της κοινωνίας της κατανάλωσης διαρρηγνύεται ανεπανόρθωτα, στον βαθμό που ο μηχανισμός της αγοράς δεν αντανακλά απλώς την πληθώρα των κοινωνικών αναγκών τις οποίες μεταφράζει σε οικονομικές κατηγορίες, αλλά παράγει εξίσου ένα ιεραρχικό σύστημα καταμερισμού των αναγκών που αντικατοπτρίζει την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας. Για να το πούμε διαφορετικά, υπαγορεύει στα κατώτερα στρώματα ποιες είναι εκείνες οι ανάγκες τις οποίες οφείλουν να επιθυμούν. Όπως το είχε θέσει χαρακτηριστικά ο Τ. Φωτόπουλος σε ένα από τα παθιασμένα άρθρα του για την ελληνική χρεοκοπία, οι προλετάριοι του ελλαδικού κράτους θα εξαναγκάζονταν να προβούν σε αιματηρές θυσίες προκειμένου οι μεγαλοαστοί να μην χάσουν την δυνατότητα τους να αγοράζουν τα πολυτελή, εισαγόμενα γερμανικά αυτοκίνητα.iv
Ο Μαρξ ποτέ δεν έγραψε ότι το εμπόρευμα δεν σχετίζεται με την ανάγκη. Εκείνο που ισχυρίστηκε ήταν ότι η εμπορευματική μορφή συνιστούσε μια αλλοτριωμένη ανάγκη, την φετιχοποιημένη εκδοχή της. Σε μια κομμουνιστική κοινωνία οι ανάγκες δεν θα εκφράζονται και δεν θα ικανοποιούνται μέσω της αγοράς, αλλά θα γίνονται αντιληπτές άμεσα γι’ αυτό που είναι. Ωστόσο, ο καταναλωτισμός που δεν υπήρχε σαν οργανωμένη κοινωνική δομή στην εποχή του Μαρξ, δεν έχει μονάχα την έννοια της φετιχοποιημένης ανάγκης, της κοινωνικής ανάγκης που παίρνει την μορφή του εμπορεύματος και περιορίζει έτσι εξ ορισμού τα μέσα για την ικανοποίηση της. Στην καταναλωτική κοινωνία η σχέση της φετιχοποίησης εν πολλοίς αντιστρέφεται, ή μάλλον φτάνει στο ιστορικό απόγειο της. Δεν είναι μόνο η ανάγκη που μετατρέπεται σε εμπόρευμα, αλλά είναι το εμπόρευμα που προσλαμβάνει την μορφή μιας εκφρασμένης κι ευρέως αποδεκτής κοινωνικής ανάγκης. Με βάση την ορθόδοξη οικονομική θεωρία, όταν ένα εμπόρευμα είναι κοινωνικά αναγκαίο, τούτο το χαρακτηριστικό του καθρεπτίζεται στην αυξημένη ανταλλακτική αξία του, στην τιμή δηλαδή που αυτό κατά την κίνηση του στην αγορά. Η θέση αυτή ωστόσο εμπεριέχει μιαν αντίφαση, στον βαθμό που όσο πιο ψηλή είναι η ανταλλακτική αξία ενός αγαθού που διατίθεται με την μορφή του εμπορεύματος στην αγορά, τόσο πιο περιορισμένη είναι η ικανοποίηση της εκφρασμένης κοινωνικής ανάγκης στην οποία υποτίθεται ότι αντιστοιχεί. Κι αν η τιμή εμφανίσει πτωτική τάση προκειμένου να γίνει εφικτή η πληρέστερη κάλυψη μιας καταγεγραμμένης ανάγκης, τότε φθίνει και το κίνητρο για την διάθεση επιπρόσθετων πόρων στην παραγωγή του συγκεκριμένου εμπορεύματος. Μολαταύτα, η μειωμένη τιμή δεν είναι αντιπροσωπευτική μιας κοινωνικής ανάγκης που έχει πάψει να υφίσταται, αλλά, δείκτης εν τέλει της πληρέστερης ικανοποίησης της. Η ανταλλακτική αξία λοιπόν καθόλου δεν συμβαδίζει με την αξία χρήσης ενός πράγματος, με την πραγματική ανάγκη που υπάρχει γι’ αυτό. Και ο μηχανισμός της αγοράς λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο σαν ένας μηχανισμός δημιουργίας τεχνητής σπάνης και αναπαραγωγής της στις κατώτερες βαθμίδες της κοινωνικής ιεραρχίας, εφόσον όσο πιο διευρυμενη είναι η πρόσβαση στα μέσα για την ικανοποίηση μιας δεδομένης κοινωνικής ανάγκης, τόσο η δυναμική της ελεύθερης αγοράς δημιουργεί αντικίνητρα από την μεριά της προσφοράς, δηλαδή της παραγωγής, για τη συνέχιση και την παγίωση μιας τέτοιας κατάστασης αφθονίας.
Ο Μαρξ περιέγραψε αυτή την αναντιστοιχία γράφοντας ότι η κοινωνική ανάγκη, σαν οικονομική κατηγορία που επηρεάζει το μέγεθος της ζήτησης που υπάρχει για ένα εμπόρευμα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, “υπόκειται ουσιαστικά στην αμοιβαία σχέση που διέπει τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και στην οικονομική θέση που κατέχει η κάθε μία απο αυτές”.v Αυτή η σημαντική παρατήση μπορεί με τη σειρά της να ερμηνευτεί με δύο τρόπους που διασφαλίζουν ότι η τεχνητή σπάνη θα συνεχίσει να υπάρχει σαν δομικό στοιχείο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, εν μέσω μιας συνθήκης γενικευμένης αφθονίας του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος. Καταρχάς, σημαίνει ότι οι ανάγκες των προνομιούχων μεγαλομεσαίων και μεσαίων στρωμάτων αποκτούν δυσανάλογη βαρύτητα στον μηχανισμό κατανομής των διαθέσιμων πόρων μέσα απο την άσκηση της συνδυαστικής αγοραστικής δύναμης τους. Τα κατώτερα προλεταριακά στρώματα βρίσκονται με αυτόν τον τρόπο σε δεινή θέση, εφόσον καλούνται να καταναλώσουν εμπορεύματα που ξεπερνούν τις εισοδηματικές δυνατότητες τους και, τις περισσότερες φορές, δεν συνάδουν με τους αισθητικούς, πολιτισμικούς και φαντασιακούς τους κώδικες. Επιπλέον, ο ατελής αυτός μηχανισμός κατανομής των πόρων, έχει σαν συνέπεια τον διαρκή αποκλεισμό των προλετάριων από τη διαδικασία της παραγωγής, δηλαδή την πλήρη συσκότιση μιας κοινωνικής ανάγκης που αφορά τα ετεροκαθοριζόμενα κοινωνικά στρώματα, εφόσον αυτή δεν γίνεται να εκφραστεί με όρους οικονομικού μεγέθους.
Έχοντας υπόψη αυτές τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις, είμαστε τώρα σε μια καλύτερη θέση για να διερευνήσουμε τη σχέση ανάμεσα στην επιθυμία και την ανάγκη, που είναι ταυτόχρονα ατομική, αλλά και κοινωνική σχέση, εφόσον βιώνεται από το κάθε άτομο ξεχωριστά, αλλά ταυτόχρονα διαμεσολαβείται από κοινωνικούς θεσμούς και ικανοποιείται μέσα από τη συλλογική κοινωνικοποιημένη εργασία που συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα των σύγχρονων συστημάτων παραγωγής και διανομής. Έτσι, μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε ότι όταν τα μέσα ικανοποίησης μιας ανάγκης είναι υποτυπώδη, τότε η επιθυμία είναι αδιαχώριστη και εμπεριέχεται στην έννοια της αναγκαιότητας, χωρίς να νοείται ως διακριτή, αυτοτελής υπόσταση. Ίσως ακόμη και να αυτοακυρώνεται, στο μέτρο που στην πράξη βιώνεται από τα υποκείμενα σαν ένας κοινωνικά επιβεβλημένος καταναγκασμός. Για παράδειγμα, όταν ένας προλετάριος είναι υποχρεωμένος να τρώει κάθε μέρα φακές για να κατευνάσει την πείνα του, αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την εξάλειψη της επιθυμίας σαν αυτοτελές μέγεθος από τη διαδικασία της αναπαραγωγής. Ενώ οι φακές είναι εκείνη η τροφή που διατηρεί στη ζωή τον υποθετικό μας προλετάριο, την ίδια στιγμή τον κρατάει και σε μια ιδιότυπη συνθήκη ομηρίας, με συνέπεια το υποκείμενο να αναπτύξει μια αποστροφή, μια μη-επιθυμία για την τροφή που έχει στη διάθεση του.
Από αυτή την άποψη, η επιθυμία προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται, την δυνατότητα της επιλογής, ή μάλλον την πολλαπλότητα των μέσων για την ικανοποίηση μιας ανάγκης. Διαφορετικά, η επιθυμία είναι εμμενής στις υλικές συνθήκες της αντικειμενικής αναγκαιότητας που συνοδεύει τη σπάνη, στον βαθμό που αφορά μια δραστηριότητα η οποία δημιουργεί τις αναγκαίες συνθήκες για την ύπαρξη της, ακόμη κι αν δεν αναγνωρίζει τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ως τέτοια. Συνακόλουθα, μια επιθυμία μπορεί να αποτελέσει ανάγκη, όταν βιώνεται σε πολύ έντονο βαθμό. Ή, επίσης, μπορεί να αποβεί αντικειμενικά επιζήμια για το υποκείμενο που την φέρει. Η περίπτωση του χρήστη που πάσχει από εθισμό σε σκληρές ναρκωτικές ουσίες είναι ένα καλό παράδειγμα που μας επιτρέπει να φανταστούμε μια κατάσταση όπου η έντονη επιθυμία μπορεί να μην συμβαδίζει απαραίτητα με το αντικειμενικό συμφέρον του υποκειμένου, ή με την ανάγκη του για αυτοσυντήρηση, την ανάγκη να παρατείνει τη βιολογική ύπαρξη του. Αντίθετα, η ανάγκη, με την έννοια της αμείλικτης σωματικής αναγκαιότητας που σχετίζεται με την βιολογική αναπαραγωγή, είναι πάντοτε προς όφελος του υποκειμένου. Δεν μιλάμε εδώ για την ανάγκη που μπορεί να έχει κάποιος για υπερβολική κατανάλωση, π.χ. φαγητού και ποτού που προσιδιάζει παθολογικές καταστάσεις εμμενείς στον καταναλωτισμό, αλλά μόνο για τις θεμελιώδεις σωματικές ανάγκες που έχουν να κάνουν με τις διαδικασίες της φυσικής αναπαραγωγής και της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Το ελάττωμα βέβαια στον παραπάνω ορισμό είναι το γεγονός ότι, με αυτόν τον τρόπο, οι ανάγκες του προλεταριάτου γίνονται αντιληπτές με αναφορά σε έναν κατώτατο κοινό παρονομαστή. Μάλιστα, είναι δυνατό οι ανάγκες με αυτή την έννοια, να διατυπώνονται σαν ένα είδος “εκκοσμικευμένου ασκητικού ιδανικού”, πάντοτε ως αντίθετες προς τις συνειδητές επιθυμίες του κάθε προλετάριου ξεχωριστά.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχουν ανάγκες που τελούν σε κατάσταση ύπνωσης και περιμένουν να “αποκαλυφθούν” στο υποκείμενο από μια ταξική πρωτοπορία, μέσα από μια διαδικασία πολιτικής συνειδητοποίησης του προλεταριάτου. Όπως πολύ όμορφα το θέτει η Χελέρ, “Η ανάγκη του ατόμου είναι αυτό που εκείνος/η γνωρίζει και αισθάνεται ότι είναι η ανάγκη του/της – δεν έχει καμία άλλη ανάγκη πέρα από αυτές”.vi Παρ’ όλα αυτά, ο βαθμός που η ατομική επιθυμία έχει αναχθεί σε φαντασιακό σημείο αναφοράς του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής ενόσω ακόμα η υλική σπάνη συνιστά ένα θεμελιακό γνώρισμα της ανθρώπινης συνθήκης, είναι ο βαθμός κατά τον οποίο ο καπιταλισμός έχει κατορθώσει μέσα από την ιδεολογία του άκρατου καταναλωτισμού ως “αυτοπραγμάτωσης”, να επιβάλει τον φετιχισμό του εμπορεύματος σαν οργανωτική αρχή της οικονομίας και σαν τον τρόπο που οι υποτελείς τάξεις κατανοούν το ίδιο το συμφέρον τους. Είναι η αλλοτριωμένη αντίληψη για τις ατομικές αλλά και τις συλλογικές ανάγκες της κοινωνίας στην πιο καθολική μορφή της. Κι αυτό συμβαίνει επειδή στο καπιταλιστικό σύστημα η ικανοποίηση των αναγκών είναι μόνο ένα παρεπόμενο μιας πιο πρωτεύουσας διαδικασίας που ειναι αναγκαία για την δομική αναπαραγωγή του καπιταλισμού, της διαδικασίας αξιοποίησης και συνεχούς συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Από αυτη την άποψη, δεν υπάρχει κανένας λόγος που ένας μεταλλαγμένος, μεταβιομηχανικός καπιταλισμός θα πρέπει να εντάσσει τα πρωτεύοντα κυκλώματα αναπαραγωγής του σε ένα πλαίσιο ικανοποίησης δεδομένων υλικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Η διαδικασία καπιταλιστικής αξιοποίησης μπορεί κάλλιστα να αφορά αποκλειστικά τις πιο εξεζητημένες επιθυμίες εκείνων που έχουν επιλύσει το βιοτικό τους πρόβλημα και διαθέτουν το χρήμα που χρειάζεται για να εγγυηθούν την αναπαραγωγή της. Από αυτή την άποψη, οι ανάγκες και οι επιθυμίες της υποδεέστερης κοινωνικής πλειοψηφίας είναι σχεδόν περιττές, ή δεν εμφανίζονται πουθενά στις προτεραιότητες που υπηρετεί το παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο της καπιταλιστικής οικονομίας μιας χώρας.
Έτσι, η ίδια η ιεραρχική διαστρωμάτωση της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας αντανακλά τον διαφορετικό βαθμό κατά τον οποίο η ατομική και συλλογική επιθυμία παραμένει καθηλωμένη από την ανάγκη, από τις αντικειμενικές συνθήκες της τεχνητής σπάνης που αναπαράγει και διαιωνίζει το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Από αυτή την άποψη, η κατάρτιση ενός πολιτικού προγράμματος της ελευθεριακής επανάστασης με όρους καθαρής επιθυμίας των προλετάριων είναι μάλλον αδύνατη κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες. Αν μιλήσουμε με όρους ταξικού συμφέροντος, εκείνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι αυτό έγκειται στην αντιστροφή της σχέσης ανάμεσα στην ανάγκη και την επιθυμία για το σύνολο της τάξης των προλετάριων. Στην απόκτηση δηλαδή μιας πολλαπλότητας μέσων που θα δώσει τη δυνατότητα της επιλογής στις υποτελείς κοινωνικές ομάδες, θα τους επιτρέψει να θέσουν εκείνες τα όρια και το περιεχόμενο της συλλογικής δραστηριότητας της κοινωνίας και, με αυτον τον τρόπο, θα τους καταστήσει κυρίους της ζωής και των επιθυμιών τους.
i Γ. Σωτηρόπουλος, Διψώντας για Δικαιοσύνη (Futura), σελ. 79.
ii Ζ. Σορέλ, Οι ψευδαισθήσεις της Προόδου (Εκδόσεις Γνώση), σελ. 92.
iii Χ. Άρεντ, Η Ανθρώπινη Κατάσταση (Εκδόσεις Γνώση), σελ. 321.
iv Τ. Φωτόπουλος, Το Χρονικό της Καταστροφής (Γόρδιος), σελ. 75.
v A. Heller, The Theory of Need in Marx (Alison & Busby), σελ. 70.
vi A. Heller, ο.π., σελ. 71.