δρόμους

«Ο Διαβάτης»: Η Ανατρεπτική Πράξη του να Περπατάς τη Νύχτα

από | 10 Δεκ, 2020

«Ο Διαβάτης» (1951) είναι μια σύντομη ιστορία επιστημονικής φαντασίας από τον Ray Bradbury, έχει έκταση μόλις τέσσερις σελίδες και αφορά έναν άνδρα, που περιφέρεται άσκοπα και τυχαία στους σιωπηλούς δρόμους μιας ανώνυμης μητρόπολης την νύχτα.

Διαδραματίζεται σε μια απολυταρχική κοινωνία στα μέσα του 21ου αιώνα, περίπου εκατό χρόνια μετά από τη στιγμή που γραφόταν. Στην δυστοπική παραβολή του Bradbury – είναι ένα σατιρικό πορτραίτο του Λος Άντζελες, που λόγω της σκοτεινής του επίθεσης στην αστική αποξένωση, συνεχίζει να είναι επίκαιρο – η κυριαρχία του αυτοκινήτου έχει κάνει στην πράξη αδύνατο να είσαι πεζός. Και πραγματικά, το αστυνομικό κράτος στην ουσία έχει απαγορεύσει το περπάτημα. Έτσι, σε αυτό το καθόλου μακρινό μέλλον, κανένας δεν περπατάει στο δρόμο. Εκτός, φυσικά, από τον Διαβάτη.

Το να βγεις σε εκείνη τη σιωπή που ήταν η πόλη στις οχτώ, μις νύχτας με ομίχλη τον Νοέμβρη, ξεκινά η ιστορία, «το να πατήσεις με το πόδι σου εκείνο το παραμορφωμένο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο, το να περνάς πάνω από χορταριασμένους αρμούς και να προχωράς, με τα χέρια στις τσέπες, μέσα στις σιωπές, αυτό ήταν που αγαπούσε πιο πολύ από όλα να κάνει ο κ. Leonard Mead»

Ο Mead, το όνομα (ΣτΜ: mead είναι το υδρόμελο) του οποίου ξεκάθαρα ενισχύει τους βουκολικούς συσχετισμούς των «χορταριασμένων αρμών» που αυλακώνουν το πεζοδρόμιο, ξεκινά συνήθως τις νυχτερινές του βόλτες σε μια διασταύρωση, επειδή από εκεί μπορεί να «περιεργαστεί ατελείωτες λεωφόρους φεγγαρόλουστων πεζοδρομίων προς τις τέσσερις κατευθύνσεις, αποφασίζοντας προς τα που να πάει». Αλλά η ουσία είναι πως, «μόνος σε αυτό το κόσμο του 2053 μΧ, ή όσο το δυνατόν μόνος», δεν έχει σημασία ποια κατεύθυνση θα έπαιρνε. Έτσι απολαμβάνει να επιλέγει μια τυχαία διαδρομή, αντιμετωπίζοντας την περισσότερο ως «μονοπάτι» παρά ως λεωφόρο ή δρόμο.

Κατασκευάζει μισοσυνειδητά αυτό που ο Paul Farley και ο Michael Symmons Roberts, στο εγκώμιο τους για τις μεταβατικές ζώνες που χαρακτηρίζουν το ασαφές σύνορο μεταξύ των πόλεων και των τριγύρω υπαίθρου, έχουν ονομάσει «επιθυμητά μονοπάτια». Αυτές είναι «γραμμές ποδοσφαιρικού γηπέδου χαραγμένες στο έδαφος» που μεταμορφώνουν τους τακτοποιημένους, συγκεντρωτικούς χώρους της πόλης σε κρυφούς θύλακες·  και έτσι, κάνοντας το αυτό, προσφέρει μια «διακριτική αντίσταση στο άψυχο χέρι του πολεοδόμου».

Μόλις αποφασίσει πια κατεύθυνση να πάρει, ο Mead ακολουθεί το επιθυμητό του μονοπάτι, σκόπιμα και άσκοπα ταυτόχρονα. «Μερικές φορές θα περπατούσε για ώρες και μίλια και δεν επέστρεφε παρά τα μεσάνυχτα στο σπίτι του». Ο Mead δεν συναντά ποτέ κάποιο άλλο ζωντανό ον σε αυτές τις νυχτερινές διαδρομές. Ούτε και έχει δει καν κάποιον άλλο διαβάτη την μέρα, επειδή οι άνθρωποι μετακινούνται αποκλειστικά με αυτοκίνητο. «Σε δέκα χρόνια περπατήματος τη νύχτα ή τη μέρα, για χιλιάδες μίλια, δεν είχε συναντήσει ποτέ κάποιο άλλο πρόσωπο να περπατά, ποτέ σε όλο αυτό το διάστημα».

Ο βασικός λόγος για αυτή την απόκοσμη μοναξιά της νύχτας είναι πως όλοι οι άλλοι έχουν απομονώσει προσεκτικά τον εαυτό του σε σαλόνια ώστε να κοιτάζουν με άδειο βλέμμα και υπάκουα τις τηλεοπτικές οθόνες. Η σιωπή της πόλης είναι στη πράξη αυτό που ο Theodor Adorno ονόμασε κάποτε «η ανήσυχη πνευματική σιωπή της ολοκληρωτικής διοίκησης». Αν δεν υπάρχει πολιτικής απαγόρευσης της κυκλοφορίας σε ισχύ στην δυστοπική κοινωνία του Bradbury, αυτό συμβαίνει επειδή ένα είδος πολιτισμικής ή ηθικής απαγόρευσης την  έχει κάνει άχρηστη.

Διασχίζοντας ξανά και ξανά την πόλη την νύχτα με τα πόδια, δίχως σκοπό ανακτώντας την ελευθερία των δρόμων της από τα αυτοκίνητα, ο Διαβάτης του Bradbury είναι αναγνωρίσιμος ως ο απόγονος μιας διακριτής παράδοσης αστικής επανάστασης ή αντίστασης, την απείθαρχη παράδοση του νυχτερινού διαβάτη.

Οι μακρινές ρίζες του αποκαλούμενου «διαβάτη της κοινής νύχτας» εντοπίζονται στην Αγγλία του ύστερου 13ου αιώνα, όταν ο Edward I εισήγαγε το Διάταγμα του Γουίντσεστερ ως μέσο επιβολής της απαγόρευσης της κυκλοφορίας που ίσχυε εκείνη την περίοδο στις πόλεις και στα χωριά της χώρας. Αυτό «το διάταγμα για τους νυχτερινούς διαβάτες», όπως ήταν γνωστό, έγινε αργότερα βασικό κομμάτι του αποικιοκρατικού νόμου που εφαρμόστηκε στην Βόρεια Αμερική στα τέλη του 17ου αιώνα.

Το 1660, ο αποικιακός νόμος προέβλεπε πως οι νυχτερινοί φύλακες της πολιτείας έπρεπε να «ελέγχουν όλους τους νυχτερινούς διαβάτες, μετά τις δέκα το βράδυ (εκτός και αν ήταν γνωστοί φιλήσυχοι κάτοικοι) και να μάθουν που κατευθύνονται, και ποιος ήταν ο σκοπός τους». Αν το υπό έρευνα άτομο δεν «μπορούσε να δώσει μια επαρκή αιτιολόγηση στον φύλακα ή τον αστυνόμο» που έκανε τις ερωτήσεις, θα μπορούσε να συλληφθεί και να οδηγηθεί μπροστά από το δικαστή, που θα του ζητούσε «να δικαιολογήσει γιατί βρίσκονταν έξω εκείνη την ώρα της νύχτας». Στους αστικούς οικισμούς σε ολόκληρη την Βόρεια Αμερική δεν υπήρχε δικαίωμα στη νύχτα, ιδιαίτερα για τους πληβείους. Σχεδόν εξ’ ορισμού, οι φτωχοί δεν «μπορούσαν να δικαιολογήσουν ικανοποιητικά γιατί βρίσκονταν έξω» τη νύχτα. Στους δρόμους τη νύχτα ο περιπλανώμενος ήταν μια εγγενής απειλή στην κοινωνία. Σήμερα, όπως και στη δεκαετία του 1950, ίχνη αυτής της κατάστασης συνεχίζουν να υπάρχουν. Και πράγματι σε κάποια μέρη στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο όρος «διαβάτης της κοινής νύχτας» παραμένει στα καταστατικά τους, όπου σημαίνει ζητιάνο, αλλά και εκδιδόμενες/ους και σεξεργάτριες/ες.

«Ένα άεργο ή έκλυτο άτομο που περιφέρεται αργά ή σε ασυνήθιστες ώρες και είναι ανίκανο να δικαιολογήσει τη παρουσία του» είναι ο ορισμός του νυχτερινού διαβάτη που δόθηκε από δυο νομικούς που περιέγραψαν μια σειρά από σχετικά διατάγματα στη δεκαετία του 1960. Η διαταγή εναντίον των ζητιάνων στο Τζάκσονβιλ της Φλόριντα, για παράδειγμα, περιλαμβάνει μια αναφορά σε νυχτερινούς διαβάτες. Η πολιτεία, στην απύθμενη επιείκεια της, δεν θεωρεί την περιπλάνηση μιας νύχτας ως αναγκαστικά εγκληματική. «Μόνο ‘καθ’ έξην’ περιπλανώμενοι, ή ‘διαβάτες της κοινής νύχτας’», εξηγούν οι συντάκτες ενός νομικού εγχειριδίου, «ποινικοποιούνται». «Γνωρίζουμε, ωστόσο, από εμπειρία», προσθέτουν μάλλον στεγνά, «πως οι άυπνοι άνθρωποι συχνά περπατούν την νύχτα». Οι άυπνοι, οι άστεγοι, οι δίχως ελπίδα, όλοι αυτοί είναι έτσι, υπόλογοι αυτής της αρχαϊκής κατηγορίας.

Είναι απέναντι σε αυτό το νομικό υπόβαθρο – και μπροστά στην διαρκή καχυποψία γύρω από μοναχικά άτομα που κατοικούν στους δρόμους τη νύχτα που, ιστορικά, υπάρχει – που το πορτραίτο του νυχτερινού πεζού διαβάτη του Bradbury, παγιδευμένο σε ένα δυστοπικό αστικό τοπίο, που απαιτεί να ερμηνευτεί. Παρά το ότι έχουν περάσει περισσότερα από 300 χρόνια από τις αρχές του αποικιοκρατικού νόμου στην Βόρεια Αμερική, το νυχτερινό περπάτημα παραμένει μια κοινωνικά μη αποδεκτή δραστηριότητα.

Για τον Bradbury, γράφοντας στη δεκαετία του 1950, έχει δυνητικά πολιτικές προεκτάσεις. «Ο Διαβάτης» είναι επιβεβαίωση των ετερόδοξων πολιτικών της νύχτας, η οποία «πάντοτε έχει χρόνο για τους αποστερημένους της ημέρας», όπως γράφει ο Bryan Palmer, «– τους αποκλίνοντες, τους αντιφρονούντες, τους διαφορετικούς». Τα βήματα του Διαβάτη, που αντηχούν σε ένα άδειο, σκοτεινό πεζοδρόμιο, διακόπτουν την δυσοίωνη σιωπή της απολυταρχικής πόλης, στην οποία οι κάτοικοι της μένουν ορατοί αλλά δεν ακούγονται».

«Ο Διαβάτης» γράφηκε σε μια εποχή όταν η εγχώρια ζωή στη Βόρεια Αμερική άλλαζε δραματικά όχι μόνο, από την μαζική χρήση του αυτοκινήτου αλλά και επιπλέον από την μαζική διάδοση της τηλεόρασης. Ο αριθμός των τηλεοράσεων στις ΗΠΑ εκτοξεύθηκε από 7000 το 1946 σε 50 εκατομμύρια το 1950. Ο Bradbury προφανώς ανησυχούσε έντονα για αυτές τις εξελίξεις· και αυτός ο δυστοπικός του εφιάλτης μιας καταπιεστικής κοινωνίας που χρησιμοποιεί την τηλεόραση για να εξασφαλίσει έναν υπάκουο, απολιτικοποιημένο πληθυσμό συγκρίνεται με την σύγχρονη του κριτική του Adorno για την «βιομηχανία της κουλτούρας».

«Οι συνολικές συνέπειες της βιομηχανίας της κουλτούρας είναι αυτή του αντιδιαφωτισμού», ανέφερε ο Γερμανός φιλόσοφος, «στον οποίο ο διαφωτισμός, δηλαδή η προοδευτική τεχνική κυριαρχία της φύσης, γίνεται μαζική παραίσθηση και μετατρέπεται σε μέσο δεσμευμένης συνειδητότητας». Ο Adorno, που είχε ζήσει στο Λος Άντζελες στη δεκαετία του 1940 υποστήριζε στο «Πως να Κοιτάτε στη Τηλεόραση» (1954) πως η συγκεκριμένη τεχνολογία έχει γίνει ήδη σημαντικό εργαλείο για τον ψυχολογικό έλεγχο. «Η συνεχής επανάληψη, η αυτοσυνέπεια, και η διάχυση της μοντέρνας μαζικής κουλτούρας», επέμενε, «τείνουν  να ωθούν σε αυτοματοποιημένες αντιδράσεις και να αποδυναμώνουν τις δυνάμεις της ατομικής αντίστασης».

Πιο πρόσφατα στην ιδιαίτερα δυνατή κριτική του πάνω «στην διαρκή (24/7) κοινωνία ελέγχου», ο Jonathan Crary συμπεριλαμβάνει ένα δοκίμιο – εμφανώς επηρεασμένο από τη Σχολή της Φρανκφούρτης – ενάντια στην καταπραϋντική και καθησυχαστική επίδραση της «μαζικής εξάπλωσης της τηλεόρασης στη δεκαετία του 1950». Χρησιμοποιούμενη σαν κατάπλασμα σε ένα πληθυσμό που είχε αρρωστήσει από την τραυματική εμπειρία του 2ου ΠΠ, αναφέρει, η τηλεόραση «ήταν το άμεσα διαθέσιμο αντίδοτο στο σοκ». Έβαλε τις μάζες των ανθρώπων σε «διαρκείς καταστάσεις σχετικού εφησυχασμού». «Εκατοντάδες εκατομμύρια ατόμων άρχισαν ξαφνικά να περνούν πολλές ώρες κάθε μέρα και νύχτα με το να κάθονται, λίγο πολύ ακίνητοι, σε κοντινή απόσταση σε αντικείμενα που εξέπεμπαν φως που τρεμόπαιζε».

Η προσοχή του Crary στην ψυχική και κοινωνική επίπτωση της νέας τεχνολογίας σε αυτή την εποχή από μόνη της διαβάζεται σαν επιστημονική φαντασία. Η ματιά του όμως είναι διεισδυτική. «Παρά τους πιο εκριζωμένους και μεταβατικούς τρόπους ζωής μετά το πόλεμο», σημειώνει, «οι επιπτώσεις της τηλεόρασης ήταν αντινομαδικές: τα άτομα είναι σταθεροποιημένα στη θέση τους, χωρισμένα το ένα από το άλλο, και κενά από πολιτική αίσθηση». Αυτό είναι το άμεσο περιβάλλον για «Το Διαβάτη». Η περιπλάνηση στους δρόμους τη νύχτα γίνεται μέσο ανάκτησης, για μια στιγμή, μια αίσθησης αυτονόμησης σε ένα ελεγχόμενο κόσμο.

Στην ιστορία του Bradbury, η πόλη είναι ένα νεκροταφείο, τα σπίτια είναι σαν ταφόπλακες που, καθώς ο Mead τις προσπερνά, μερικές φορές βασανίζονται από «αναπάντεχα γκρίζα φαντάσματα» – οι ψυχρές, εικόνες των καθοδικών σωλήνων που τρεμοπαίζουν σε δωμάτια που δεν έχουν αποκοπεί με κουρτίνες ακόμη από το δρόμο. Παρά την υπνωτισμένη κατάσταση των πολιτών, ο mead είναι προσεκτικός  να μην κάνει θόρυβο έξω από τα σπίτια τους. Πράγματι, «πολύ καιρό πριν είχε σωστά αλλάξει σε αθλητικά παπούτσια για να κάνει βόλτες τη νύχτα, επειδή τα σκυλιά σε εναλλασσόμενες ομάδες συνόδευαν το ταξίδι του με γαυγίσματα αν φορούσε σκληρές σόλες, και φώτα μπορεί να άναβαν και να κάνουν την εμφάνιση τους πρόσωπα και ένας ολόκληρος δρόμος να ξαφνιαστεί από το πέρασμα μιας μοναχικής φιγούρας, τον ίδιο, μια βραδιά του Νοέμβρη». Πρέπει να είναι αθόρυβος, όπως δείχνουν τα αθλητικά παπούτσια. Έχει συνείδηση πως το νυχτερινό περπάτημα δεν είναι αποδεκτό επειδή – ημι-ποινικοποιημένο όπως είναι σε αυτή τη κοινωνία – αποτελεί μια πράξη που μπορεί να χαρακτηριστεί «δραπέτευση» (ΣτΜ: στο αρχικό κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη excarceration η οποία επινοήθηκε από τον ιστορικό Peter Linebaugh για να περιγράψει αποδράσεις που περνούν στην λαϊκή κουλτούρα και εξυμνούνται ως μορφή επανάστασης εναντίον της κοινωνικής αδικίας).

Αν το τηλεοπτικό πρόγραμμα στο οποίο έχουν εθιστεί οι υπόλοιποι πολίτες είναι μια φυγή από την πραγματικότητα, οι νυχτερινές βόλτες του Διαβάτη αντίθετα αντιπροσωπεύει, απλά μια μορφή απόδρασης. Είναι φυγή· μια αντίστιξη που ταυτόχρονα ψυχογενής και κοινωνικογενής. Αλλά η επιβεβαίωση του νομαδικού είναι επίσης εγγενώς, μια κριτική της στατικής, αδιάφορης και απολίτικης κουλτούρας των Ηνωμένων Πολιτειών της δεκαετίας του 1950. Αποτελεί μια άρνηση πραγμάτωσης.

Στο συγκεκριμένο απόβραδο που αφηγείται ο Bradbury στον «Διαβάτη», ο Mead κατευθύνεται προς την κατεύθυνση της «κρυφής θάλασσας». Είναι μια καθαρή, παγωμένη φθινοπωρινή νύχτα· και, καθώς προσπερνά τα σπίτια τους, ψιθυρίζει την περιφρόνηση του για τους ανθρώπους που παρακολουθούν κωμωδίες και καουμπόικες ταινίες πίσω από κλειστές πόρτες: «Είναι η ώρα για διάφορους φόνους; Ένα κουίζ; Μια επιθεώρηση; Έναν κωμικό που πέφτει από τη σκηνή;».

Περιστασιακά, ο Mead σηκώνει ένα φύλλο, «εξετάζοντας το σκελετικό του μοτίβο στα σπάνια φώτα του δρόμου» και «μυρίζοντας την σκουριασμένη του μυρωδιά». Είναι έντονα ευαίσθητος στα ανεπαίσθητα υπολείμματα μιας μη μηχανοποιημένης ύπαρξης που ακόμη μπορεί να εντοπιστεί μέσα στις αλλοτριωμένες συνθήκες της πόλης. Αυτός είναι εμφανώς ένας από τους λόγους που ο Διαβάτης αποκαθιστά τη νύχτα στους δρόμους. Του θυμίζει πως είναι ζωντανός. Το νυχτερινό περπάτημα από-αλλοτριώνει την αντίληψη του Mead για τον καθημερινό κόσμο, η οποία σε αντίθεση με εκείνη των άλλων πολιτών δεν έχει νεκρωθεί απόλυτα, είτε από τις αυτοματοποιημένες ρουτίνες της ημέρας ή τις αναισθητικές επιδράσεις της τηλεόρασης.

Υπό μια έννοια έτσι, «Ο Διαβάτης» είναι ένα εγκώμιο του διαβάτη. Επιβεβαιώνει τις κοινές, ασήμαντες λεπτομέρειες της ύπαρξης που, όπως το φύλο, έχει απορριφθεί από αυτή την όλο και περισσότερο, αν όχι αποσκελετωμένη κοινωνία, και αφήνεται να σαπίσει. «Το μέλλον», έγραψε κάποτε ο André Breton σε μια μυστηριώδη αλλά υπαινικτική πρόταση, «είναι ένα όμορφα γραμμωμένο φύλλο που αλλάζει χρώματα και δείχνει εντυπωσιακές τρύπες».

Στις εχθρικές θέσεις του πάνω στην τηλεόραση, ο Adorno προειδοποίησε πως «οι άνθρωποι μπορεί να μη χάσουν μόνο την αληθινή εικόνα της πραγματικότητας, αλλά τελικά η ίδια τους η ικανότητα για βιωματική εμπειρία μπορεί να εξασθενίσει από την συνεχή χρήση των ροζ και μπλε γυαλιών». Η πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Adorno, διέτρεχε τον κίνδυνο να γίνει ένα είδος τρισδιάστατης ψευδαίσθησης της Καλιφόρνιας της δεκαετίας του 1950. Στην μοναξιά της πόλης τη νύχτα, η εμπειρία της φυσικής ζωής του Mead είναι για αυτόν, όσο χυδαία και παραμορφωμένη και αν είναι, στιγμιαία μπορεί να κατορθώσει να μοιάζει από-αλλοτριωμένη. Ο νυχτερινός του περίπατος μεταμορφώνει την μητρόπολη σε ένα είδος βιόσφαιρας.

Την νύχτα η πόλη διαθέτει αμεσότητα. Δεν φαίνεται πλέον από μακριά – διαμεσολαβημένη από την τηλεόραση, που κυριολεκτικά σημαίνει να βλέπω από μακριά – αλλά από κοντά. Για τον Διαβάτη, το νυχτερινό περπάτημα ουσιαστικά είναι τμήμα αυτού που οι Ρώσσοι Φορμαλιστές αποκαλούν ποιητική λειτουργία. Σε ένα διάσημο άρθρο του 1917, ο Viktor Shklovsky έγραφε πως είναι ο σκοπός της τέχνης «να επιστρέψει την αίσθηση στο σώμα μας» – «να μας κάνει να αισθανόμαστε αντικείμενα, να κάνει μια πέτρα να έχει αίσθηση πέτρας». Συναντώντας τα απομεινάρια της φυσικής ζωής μόνος τη νύχτα, ο Mead τις βιώνει σαν να είναι η πρώτη φορά. Σφίγγει το φύλλο, ξαφνικά ζωντανό μέσα στο σκελετικό του μοτίβο και στη σήψη του. Το φύλλο έχει την αίσθηση φύλλου.

Την νύχτα, η μητρόπολη η ίδια μοιάζει μαγικά αλλόκοτη για τον Διαβάτη. Φαίνεται τόσο ξένη που δεν αισθάνεται πλέον αποξενωμένος. Το δυστοπικό της τοπίο με ένα παράδοξο τρόπο προμηνύει την ισχνή υπόσχεση ενός αποκαλυπτικού μέλλοντος. Σε ένα σημείο, σταματά σε ένα δρόμο που είναι «σιωπηλός και μακρύς και άδειος» και φαντάζεται πως και η ίδια η πόλη έχει σωπάσει και αδειάσει. Πράγματι, δεν είναι πλέον πόλη: «Αν κλείσει τα μάτια του και σταθεί πολύ ακίνητος, κοκαλωμένος, μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του στο κέντρο μιας πεδιάδας, μια παγωμένης, απάνεμης αμερικάνικης ερήμου δίχως κανένα σπίτι για χίλια μίλια, και με μόνο ξερές κοίτες ποταμών, τους δρόμους για συντροφιά».

Το προφητικό όραμα – όχι απλά μιας ερημωμένης πόλης, αλλά μιας πόλης που, ίσως μετά την κατάρρευση του ίδιου του πολιτισμού, έχει μετατραπεί στην έρημο που, στα θεμέλια της, είχε κατακτήσει αρχικά – μπορεί να βρεθεί ήδη από την εβραϊκή βίβλο: «Οι ιερές πόλεις είναι μια έρημος, η Σιών είναι έρημος, η Ιερουσαλήμ ερημιά».

Είναι ένα κατακλυσμικό όνειρο που χαρακτηρίζει μια σειρά από σημαντικούς πρόδρομους της δυστοπικής φαντασίας του 20ου αιώνα, από το Ημερολόγιο της Χρονιάς της Πανούκλας (1722) του Daniel Defoe, μέσω του Τελευταίου Ανθρώπου (1826) της Mary Shelley, στο Μετά το Λονδίνο (1885) του Richard Jefferies. Φαίνεται, για παράδειγμα, με τρομακτικό τρόπο στον Πολίτη του Κόσμου (1760-61) του Oliver Goldsmith, μια συλλογή από επιστολές  για την Αγγλία της εποχής που στάλθηκαν από ένα «Κινέζο φιλόσοφο» που αλληλογραφεί με «τους φίλους του στην Ανατολή». Σε μια από αυτές τις επιστολές, ο διάσημος δημιουργός του Ερημωμένου Χωριού (1770) – ένα ποίημα για τον βίαιο εκτοπισμό, στα τέλη του 18ου αιώνα της αγγλικής υπαίθρου, από την εργατική της τάξη – περιγράφει την περιπλάνηση στους άδειους δρόμους του Λονδίνου στις 2 μετά τα μεσάνυχτα.

Να Η Ερημωμένη Πόλη. «Θα έρθει μια εποχή», σχολιάζει ο Goldsmith, όταν η «προσωρινή μοναξιά» της μητρόπολης τη νύχτα «μπορεί να γίνει συνεχής, και η ίδια η πόλη, όπως και οι κάτοικοι της θα ξεθωριάσει, και θα αφήσει μια έρημο στη θέση της». Για τον Mead, όπως και για τον Κινέζο φιλόσοφο του Goldsmith, η ακατοίκητη πόλη τη νύχτα (η ερημωμένη πόλη) προοιωνίζει ένα μετα-αποκαλυπτικό μέλλον στο οποίο ο ίδιος ο πολιτισμός, ανεπανόρθωτα διεφθαρμένος, θα έχει σχεδόν ολοκληρωτικά σβήσει (η έρημος πόλη).

Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Literary Hub και προέρχεται από το βιβλίο The Walker: On Finding and Losing Yourself in the Modern City (Verso Books, 2020). Ο Matthew Beaumont είναι καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου και συγγραφέας. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

αναπαράχθηκε απο το geniusloci2017.wordpress.com

Το alerta.gr αποτελεί μια πολιτική προσπάθεια διαρκούς παρουσίας και παρέμβασης, επιδιώκει να γίνει κόμβος στο πολύμορφο δικτυακό τοπίο για την διασπορά ριζοσπαστικών αντιλήψεων, δράσεων και σχεδίων στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης… Η συνεισφορά είναι ξεκάθαρα ένα δείγμα της κατανόησης της φύσης του μέσου και της ανάγκης που υπάρχει για να μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και να μεγαλώνει. Για όποιον/α θέλει να συνδράμει ας κάνει κλικ εδώ

Σημειώματα από τη Γάζα #1

Σημειώματα από τη Γάζα #1 Ένας σύντροφος στη Γάζα (Ziad Medoukh) στέλνει περιστασιακά σημειώματα που εξηγούν λίγο την κατάσταση στη Γάζα σε καιρό πολέμου και εμείς, μεταφράζοντας τα μηνύματά του, θέλουμε να δώσουμε μια αληθινή εικόνα της φρίκης στην Παλαιστίνη. Τα...

Τρίτη ανοιχτή συνάντηση της Ένωσης Ενοικιαστ(ρι)ών Θεσσαλονίκης

Τρίτη ανοιχτή συνάντηση της Ένωσης Ενοικιαστ(ρι)ών Θεσσαλονίκης Την Τετάρτη 24 Απριλίου 2024 στις 18:30 συναντιόμαστε στην Αίθουσα Εκδηλώσεων της ΕΔΟΘ (Προξένου Κορομηλά 51, 4ος όροφος) για να σχεδιάσουμε τα επόμενα βήματά μας, στο δρόμο για τη δημιουργία μιας...

[Βίντεο] Αντιφασιστική παρέμβαση στη Θεσσαλονίκη μετά τις πρόσφατες επιθέσεις

[Βίντεο] Αντιφασιστική παρέμβαση στη Θεσσαλονίκη μετά τις πρόσφατες επιθέσεις  "Το απόγευμα της Κυριακής 14/4 πραγματοποιήσαμε μηχανοκίνητη παρέμβαση στις γειτονιές της Νεάπολης των Συκεών και της άνω πόλης. Πορευτήκαμε για παραπάνω από μισή ώρα στους δρόμους...

Ρουβίκωνας: Παρέμβαση στα κεντρικά γραφεία της Seaway Technologies

Ρουβίκωνας: Παρέμβαση στα κεντρικά γραφεία της Seaway Technologies Ρουβίκωνας: Παρέμβαση στα κεντρικά γραφεία της Seaway Technologies GMBH στον Ασπρόπυργο για τον εργάτη που έχασε την ζωή του πριν μερικές μέρες μέσα στο συγκεκριμένο κτίριο όταν καταπλακώθηκε από...

Μνήμη Λούη Τίκα

Μνήμη Λούη Τίκα. Του Γιώργου Αλεξάτου Ήταν 20 Απριλίου 1914, Δευτέρα του ελληνικού Πάσχα, όταν οι μπράβοι του Ροκφέλερ δολοφόνησαν στο Λάντλοου του Κολοράντο 18 μεταλλωρύχους και μέλη των οικογενειών τους, μεταξύ των οποίων και τον ηγέτη τους, Λούη Τίκα. Γεννημένος...

Αποκλεισμός του εμπορικού λιμανιού Περάματος υπέρ του Παλαιστινιακού Λαού (15/04)

Αποκλεισμός του εμπορικού λιμανιού Περάματος υπέρ του Παλαιστινιακού Λαού (15/04) Δευτέρα 15 Απριλίου 2024, και εκατομμύρια άνθρωποι στη Λωρίδα της Γάζας αντιμετωπίζουν το λιμό και το θάνατο σε συνθήκες γενοκτονίας, αποτελέσματα της αποικιοκρατικής βίας, του...

Αθήνα | Ανοιχτή Συνέλευση για την συγκρότηση απεργιακού μπλοκ την ημέρα της Πρωτομαγιάς

Αθήνα | Ανοιχτή Συνέλευση για την συγκρότηση απεργιακού μπλοκ την ημέρα της Πρωτομαγιάς Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, ως τάξη των καταπιεσμένων είμαστε η αιχμή του δόρατος για την κοινωνική και πολιτική αλλαγή. Αγωνιζόμαστε για ελεύθερες και όχι εξαρτημένες και...

Ρουβίκωνας: Κάλεσμα στη γενική απεργία της 17ης Απρίλη

Ρουβίκωνας: Κάλεσμα στη γενική απεργία της 17ης Απρίλη Ρουβίκωνας: Κάλεσμα στη γενική απεργία της 17ης Απρίλη με το μπλοκ του Ρουβίκωνα – 11:00 στα Προπύλαια. Η γενική απεργία, το "υπερόπλο" του εργάτη όπως το αποκαλούσαν κάποτε οι ταξικοί μας πρόγονοι γεμάτοι...

Ο Ευαγγελισμός απειλείται ξανά, δεν παραδίνεται, μάχεται!

Ο Ευαγγελισμός απειλείται ξανά, δεν παραδίνεται, μάχεται! Τις τελευταίες μέρες έχουν φτάσει στ’ αυτιά μας πληροφορίες για επικείμενη εκκένωση της Κατάληψης Ευαγγελισμού, μόλις λίγες μέρες μετά τις εκκενώσεις στο Λόφο Καστέλλι στα Χανιά, σε μια συνολική επίθεση ενάντια...

Κριτικές Έρευνες στον Νέο Ποινικό Κώδικα | Επ. 2: Ανήλικοι – Μέρος Α’

Κριτικές Έρευνες στον Νέο Ποινικό Κώδικα | Επ. 2: Ανήλικοι - Μέρος Α' https://www.youtube.com/watch?v=h6gt0TqXuJc&t=313s&ab_channel=Alerta Οι 'Κριτικές Έρευνες στον Νέο Ποινικό Κώδικα' αποτελούν μια σειρά βίντεο-συνεντεύξεων από την Συνέλευση ενάντια στον Νέο...