Γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1918 στη Μοζαμβίκη. Καρπός ενός απαγορευμένου έρωτα ενός κρητικού και μίας γερμανο-μοζαμβικανής υπηρέτριας μαύρου χρώματος. Η μητέρα του δεν έγινε ποτέ δεκτή στην οικογένεια με αποτέλεσμα να μην τη γνωρίσει. Η μητριά του ήταν Ελληνίδα, λευκή, από την παροικία της Αιγύπτου. Έμαθε στα 12 την αλήθεια για την πραγματική του μητέρα. Αργότερα άλλαξε το επώνυμό του από Τσαφαντάκης σε Τσαφέντας ως αντίδραση στη στάση της οικογένειάς του απέναντι στη μάνα του.
Eξαιτίας της υπόθεσης της μητέρας του είναι από μικρός ευαισθητοποιημένος εναντίον των φυλετικών διακρίσεων αλλά και της αδικίας γενικά. Αυτό τον σπρώχνει να ενταχθεί στο κομμουνιστικό κίνημα στο μεσοπόλεμο. Τότε αντιμετωπίζει τις πρώτες πολιτικές διώξεις. Η ζωή του είναι μια Οδύσσεια. Αίγυπτος-Μοζαμβίκη-
Νότια Αφρική-Καναδάς-ΗΠΑ-Ελλάδα-Τουρκία-Παλαιστίνη-Γερμανία-Αγγλία-Πορτογαλία-Βέλγιο είναι μόνο μερικές από τις χώρες όπου έζησε και εργάστηκε. Επί χρόνια του απαγορευόταν η επάνοδος είτε στη Μοζαμβίκη, είτε στη Νότια Αφρική λόγω του φακέλου του από τον μεσοπόλεμο με βάση τον οποίο χαρακτηριζόταν ως κομμουνιστής.
Ενώ διαρκώς προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιστρέψει, παράλληλα είναι πολιτικά ενεργός στις περισσότερες χώρες απ’ όπου περνάει. Στην Ελλάδα προλαβαίνει να ανέβει στο βουνό, να καταταγεί στον Δημοκρατικό Στρατό και να λειτουργήσει αργότερα ως σύνδεσμός του στην Αθήνα.
Στην Πορτογαλία, απ’ όπου προσπαθεί να πάρει άδεια εισόδου στη Μοζαμβίκη (πορτογαλική αποικία τότε) φυλακίζεται και βασανίζεται με ηλεκτροσόκ στα γεννητικά όργανα από το δικτατορικό καθεστώς. Στην Αγγλία παίρνει μέρος σε αντιρατσιστικές και αντιαποικιακές διαδηλώσεις με την εκεί Αριστερά.
Επιπλέον, είναι ένας άνθρωπος κοινωνικός που κερδίζει την συμπάθεια των περισσοτέρων σε κάθε γωνιά της γης. Του αρέσει η εκκλησία. Σε κάθε χώρα που πηγαίνει φροντίζει να γνωρίζει τους Αριστερούς και την τοπική ενορία. Κάνει ο,τι δουλειά μπορείτε να φανταστείτε. Πουλάει τουριστικά προϊόντα σε καράβια, δουλεύει ως εργάτης, πωλητής αυτοκινήτων, σερβιτόρος, δάσκαλος, ναυτικός…
Μετά από πολλά χρόνια, ίσως πάνω από δέκα, άκαρπων προσπαθειών καταφέρνει να σπάσει το τείχος που έχει στηθεί γι’ αυτόν σε Μοζαμβίκη και Νότια Αφρική. Στη Μοζαμβίκη προπαγανδίζει τον κομμουνισμό και την ανάγκη αντιαποικιακής εξέγερσης στους μοζαμβικανούς αγρότες. Στη Νότια Αφρική είναι ένας συνεχής μπελάς για συγγενείς και εργοδότες. Αρπάζει κάθε ευκαιρία για να καταφερθεί εναντίον του καθεστώτος Απαρτχάιντ, το οποίο βρίσκεται στην πιο σκληρή φάση του. Οι μαύροι που αποτελούν το 80% του πληθυσμού της Νότιας Αφρικής, δεν έχουν γη, τους απαγορεύεται να κυκλοφορούν στις περιοχές των λευκών, τους απαγορεύεται γενικά η κυκλοφορία μετά το βράδυ, απαγορεύονται οι μικτοί γάμοι λευκών-μαύρων και άλλα πολλά. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Τσαφέντας, επιλέγει να συζήσει με μαύρους και να συνάψει ερωτική σχέση με μία μαύρη. Τότε πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα και δηλώνει ότι θέλει να αλλάξει την ένδειξη της ταυτότητάς του από λευκός σε μαύρος. Το αίτημά του δε γίνεται δεκτό.
Παράλληλα, καρφώνεται στο μυαλό του η ιδέα να δολοφονήσει τον πρωθυπουργό και αρχιτέκτονα του Απαρτχάιντ, Χέντρικ Φέρβορντ. Με επιμονή και τη βοήθεια της τύχης καταφέρνει το απίστευτο. Σε ένα απ’ τα πιο συγκεντρωτικά και αστυνομοκρατούμενα κράτη του κόσμου, ένας άνθρωπος μόνος του, χωρίς καμία οργάνωση πίσω του, χωρίς καμία βοήθεια, οπλισμένος με ένα μαχαίρι δολοφονεί τον πρωθυπουργό μέσα στο κοινοβούλιο εν ώρα συνεδρίασης, για την ακρίβεια την ώρα που βρισκόταν στο βήμα και μιλούσε. Όλα αυτά μπροστά στα έκπληκτα μάτια φρουρών και βουλευτών.
Η απίστευτη αυτή ξεφτίλα για το καθεστώς δεν μπορεί να προήλθε από ένα πολιτικά σκεπτόμενο ον. Ο Τσαφέντας, με τη σύμφωνη γνωμάτευση μίας σειράς ψυχιάτρων, χαρακτηρίζεται σχιζοφρενής. Οι εφημερίδες στην Ελλάδα, σε πανικό αρνούνται την ελληνικότητά του, λένε ότι ήταν Πορτογάλος και αργότερα συντάσσονται με το αφήγημα του σχιζοφρενή που καμία σχέση δεν είχε με την εκκλησία και την ελληνική κοινότητα. Ψέματα όλα. Περνάει 33 ολόκληρα χρόνια στη φυλακή. Ακόμα και όταν αναλαμβάνει την προεδρία της χώρας ο
Νέλσον Μαντέλα, πρώτος μαύρος πρόεδρος και πρώην φυλακισμένος και ο ίδιος, ο Τσαφέντας δεν αποφυλακίζεται, απλά μεταφέρεται σε ψυχιατρική κλινική για να ζήσει τα πέντε τελευταία χρόνια της ζωής του.
Μόλις την τελευταία περίοδο χάρη στη δουλειά νοτιοαφρικανών ιστορικών και του δικού μας Χάρη Δουσεμετζή η υστεροφημία του Τσαφέντα αποκαθίσταται. Μία έκθεση δύο χιλιάδων σελίδων, με βάση ιστορικά ντοκουμέντα, κρατικά αρχεία και γνωματεύσεις αποδεικνύει ότι ο Τσαφέντας δεν ήταν ένας παρανοϊκός αλλά ένας αγνός επαναστάτης, ένας πληγωμένο παιδί, ένας λευκός που αντί να χαρεί τα προνόμιά του δεν άντεχε την αδικία, ένας ιδεολόγος που πίστευε ότι η πράξη του θα απελευθερώσει τα χέρια και τη βούληση κι άλλων, ένας ήρωας…
…ναι, με μια δόση “τρέλας”.
Να τον θυμόμαστε.