Για την Πανούκλα του Αλμπέρ Καμύ, του Γ. Σταανου
Η Πανούκλα (κυκλοφόρησε το 1947), ένα έργο του Αλμπέρ Καμύ με διαχρονική αξία που σταδιακά μας το επιβεβαιώνουν οι κοινωνικές συνθήκες που ζούμε με τον κορονοϊό. Μια συμβίωση με στερήσεις και περιορισμούς, ζώντας μια άλλη όψη της πραγματικότητας, που το άγγιγμα της ανθρώπινης σκέψης άλλοτε φτάνει μόνο σε γενικεύσεις για την κατάσταση ή συνωμοσιολογίες και άλλοτε αποξένωση ή αγανάκτηση. Ένα παγκόσμιο πλήγμα όμως που και η μετριοπάθεια των ανέμελων ανθρώπων βρίσκει τα όρια της: κλείσιμο μικροεπιχειρήσεων-ανεργία, ένα κλίμα ενός “Κράτους Έκτακτης Ανάγκης”, πλήρης αποξένωση, μονοτονία, ενώ παράλληλα υπάρχουν και στη πρώτη γραμμή της πανδημίας γιατροί και νοσοκομειακό προσωπικό που παλεύουν σε μια άνιση μάχη καθημερινώς χωρίς την απαραίτητη στήριξη του Κράτους. Ένας όρκος ζωής που τους σπρώχνει στον θάνατο με κίνητρο την σωτηρία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η Πανούκλα που αναφέρεται, παραπέμπει στον μαύρο θάνατο, όπως ονομάστηκε τότε που εξαπλώθηκε σε όλη τη μεσαιωνική Ευρώπη έχοντας αφήσει άπειρους νεκρούς στο διάβα του. Παράλληλα το έργο αυτό έχει μεγάλη λογοτεχνική αξία αλλά και μια δόση αλληγορίας. Η πανούκλα που κυριαρχεί στη πόλη, δεν είναι απλά η κυριολεκτική έννοια της λέξης. Υπάρχουν ορισμένοι που υποστηρίζουν από την αλληγορική ματιά ότι ο Καμύ μπορεί να αναφέρεται στη Ναζιστική κατοχή που πέρασε ο ίδιος στη Γαλλία. Αυτή η άποψη δεν είναι τελείως αόριστη αφού κρατούσε σημειώσεις παρατηρώντας όλο το κλίμα που επικρατούσε τότε ενώ συγχρόνως άρχιζε να γράφει και την “Πανούκλα”.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο Οράν, στην Αλγερία (γαλλική επαρχία) από το 1940 και μετά,όπου έχει ξεσπάσει μια επιδημία πανούκλας. Ο πρωταγωνιστής είναι ο γιατρός Μπέρναρ Ριέ και η ιστορία ξεκινάει με τον ίδιο να εντοπίζει ένα νεκρό αρουραίο στο διάδρομο του κτιρίου όπου κατοικεί. Ενημερώνει τον θυρωρό του οποίου η πρώτη σκέψη ήταν ”πώς πρόκειται για κάποιο είδους φάρσας”. Παρόλα αυτά ο γιατρός θα δει ύστερα σε σκουπιδοτενεκέδες φτωχών γειτονιών νεκρούς αρουραίους που με τον καιρό θα εμφανιστούν σ’ όλη την πόλη μαζί και οι πρώτες ανθρώπινες απώλειες. Η αλματώδης αύξηση των ανθρώπινων απωλειών θα γίνει το επίκεντρο συζήτησης στη πόλη και θα αναφερθεί επίσημα ότι πρόκειται για την ύπαρξη επιδημίας βουβωνικής πανώλης. Με τα νέα μέτρα που θα παρθούν η έξοδος από τη πόλη θα απαγορευθεί και όσοι ερχόντουσαν σε επαφή με τα θύματα θα μπουν σε καραντίνα.
Ο Καμύ με αναλυτική περιγραφή, καταγράφει τη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που βιώνουν το συναισθηματικό βάρος της απόστασης από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τη μοναξιά, τον εγκλωβισμό, τη μονοτονία και μέσα σ’ όλα αυτά και τη νοσταλγία για μια ελεύθερη ζωή. Τα σύνορα στο συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου τον αφήνουν ανάνθιστο χωρίς σκοπό και μέλλον σε μια πνιγηρή επανάληψη, όπου και η ανάγκη του ανθρώπου για εκλογίκευση της κατάστασης είναι αδύνατη εξαιτίας του παράλογου χαρακτήρα του σύμπαντος που παραμένει σιωπηλό στη ανθρώπινη υπαρξιακή οδύνη. Ο Ριέ και η εθελοντική του ομάδα αντιλαμβανόμενοι το ηθικό καθήκον τους, θα προετοιμαστούν για έναν ανυποχώρητο αγώνα μέσα στο παραλογισμό της ανθρώπινης τραγικότητας κοιτώντας τον θάνατο κατάματα με ένα αλτρουισμό που τους παρακινεί και που ασυνείδητα για τους χαρακτήρες θα αποτελέσει το νόημα για τη ζωή τους και ας υπάρχει ο κίνδυνος να πεθάνουν για αυτό.
Μέσα στο έργο γράφει ο συγγραφέας: ”Οι δυστυχίες, στην πραγματικότητα, είναι μια κοινή υπόθεση, αλλά δύσκολα τις πιστεύει κανείς όταν του πέσουν στο κεφάλι. Υπήρξαν στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και οι πόλεμοι. Και παρόλα αυτά οι πανούκλες και οι πόλεμοι πάντα βρίσκουν τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. Ο γιατρός Ριέ ήταν απροετοίμαστος, όπως και οι συμπολίτες μας και έτσι πρέπει να καταλάβουμε τους δισταγμούς τους. Και μ’ αυτόν τον τρόπο επίσης πρέπει να καταλάβουμε ότι μοιράστηκε ανάμεσα στην ανησυχία και την εμπιστοσύνη. Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος, οι άνθρωποι λένε: “Δεν θα διαρκέσει πολύ, είναι πολύ ανόητο”. Κι αναμφίβολα ένας πόλεμος είναι σίγουρα πολύ ανόητος, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να διαρκέσει. Η ανοησία επιμένει πάντα και θα μπορούσε κανείς να το διακρίνει αν δεν σκέφτονταν μόνο τον εαυτό του. Απ’ αυτή την άποψη οι συμπολίτες μας ήταν σαν όλο τον κόσμο, σκέφτονταν τους εαυτούς τους και για να το πούμε κι αλλιώς ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις δυστυχίες. Η δυστυχία δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου,επομένως λέμε ότι η δυστυχία δεν είναι πραγματική, είναι ένα κακό όνειρο που θα περάσει. Αλλά δεν περνάει πάντα και από κακό όνειρο σε κακό όνειρο, είναι οι άνθρωποι που περνάνε και πρώτα πρώτα οι ανθρωπιστές, γιατί δεν πήραν τις προφυλάξεις του. Οι συμπολίτες μας δεν ήταν πιο ένοχοι από άλλους, ξεχνούσαν να είναι μετριόφρονες, αυτό είναι όλο και σκέφτονταν ότι όλα είναι ακόμη δυνατά για αυτούς· πράγμα που σήμαινε ότι οι δυστυχίες είναι αδύναμες. Συνέχιζαν να κάνουν επιχειρήσεις, να ετοιμάζουν ταξίδια και να έχουν γνώμες. Πως θα μπορούσαν να σκεφτούν τη πανούκλα, που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Θεωρούσαν τους εαυτούς τους ελεύθερους και κανένας δεν θα είναι ποτέ ελεύθερος, όσο υπάρχουν δυστυχίες».