Οι λόγοι που μισώ το Κράτος
Άρθρο που μας έστειλε ο αναγνώστης του site μας, Αντώνης Γκαιρώ.
Βοηθάει να παρακολουθείτε το κανάλι της βουλής που και που, για να καταλαβαίνετε τι εστί πολιτική στην Ελλάδα και όχι μόνο.
Ζούμε στην αιώνια δημοκρατία του τίποτα, εκεί που οι ουσιαστικές αλλαγές μετατρέπονται σε ευκαιρίες ψηφοθηρίας, κι αναπαράγονται μέσα σε ένα ανταγωνιστικό πεδίο δίχως τέλος. Ο ένας κατηγορεί τον άλλον, κι η συζήτηση δεν πάει πουθενά, κανένα θέμα δεν συζητιέται διεξοδικά και επί τούτου. Το ζήτημα δεν είναι η κοινωνία, οι άνθρωποι, η ευημερία. Το ζήτημα μετατρέπεται σε παιχνίδι εξουσίας και επιρροής. Ένα πινγκ-πονγκ αναμασημένης φρασεολογίας πλημμυρίζει τις συζητήσεις, “εσείς φταίτε”, “όχι εσείς φταίτε”. Το πραγματικό θέμα/αίτημα παραμερίζεται και δίνει χώρο στις διακομματικές κόντρες και αφηγήσεις, “τόσα χρόνια εσείς τι κάνατε”, “εμείς έτσι τα βρήκαμε από σας” κτλπ. Οι κόντρες ύστερα γίνονται προσωποκεντρικές, κι αρχίζουμε κι ασχολούμαστε με τα πρόσωπα, Μητσοτάκης, Τσίπρας, Γεωργιάδης, Κουτσούμπας τα πλάθουμε ως “φίλους” ή “εχθρούς” αγνοώντας την μέθοδο ενός συστήματος που συσσωρεύει την ευθύνη των αποφάσεων σε μερικά μόνο πρόσωπα μετατρέποντάς τα σε ηγετικές φυσιογνωμίες…
Παρακολουθώ χρόνια το κανάλι της βουλής, κι αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι, σε επίπεδο συζήτησης, οι αντιπαραθέσεις δεν είναι ποτέ γόνιμες, δεν γεννούν ευημερία, ούτε πρόοδο, όπως δηλαδή φανταζόμαστε ότι κάνει το πολίτευμα μας. Μιλάνε τα προσωπεία δεν μιλάνε τα πρόσωπα. Η προσέγγιση δεν είναι ολιστική και η βουλή δεν αντιπροσωπεύει εμάς, τον λαό, τα κατεξοχήν πολιτικά όντα. Αντιπροσωπεύει εσωτερικά συμφέροντα της ίδιας της δημοκρατικής διαδικασίας όπως αυτή παρουσιάζεται σήμερα. Δεν υπάρχει πολιτική αναθεώρηση, ούτε δυναμική, κάθε αναστοχασμός παρουσιάζεται ως ήττα. Και δεν εννοώ αναστοχασμός ως προοδευτικότητα, εννοώ ουσιαστικό επαναπροσδιορισμό θεσμικών πρακτικών με βάση τις άμεσες ανάγκες των πολιτών, κάτι ανύπαρκτο δηλαδή.
Το ΕΣΥ είναι σε άθλια κατάσταση αυτήν την στιγμή. Τι χρειάζεται; Χρηματοδότηση! Είναι τόσο απλό; Η απάντηση είναι: θα έπρεπε. Κι όμως η βουλή δεν μπορεί σύσσωμη να το αποφασίσει. Δεν φτάνει ως εκεί! Βλέπουμε πιο καθαρά από ποτέ τα ιδιωτικά συμφέροντα να ξετυλίγονται εις βάρος του συλλογικού καλού. Αντί να εξοπλίζονται οι υποδομές της υγείας, αγοράζουμε πολεμικά εφόδια και μπατσικά. Το κοινοβούλιο δείχνει έτσι να μην έχει την παραμικρή επαφή με τις άμεσες ανάγκες του πληθυσμού. Τα πάντα αλέθονται από την εκάστοτε γραφειοκρατία και γίνονται ένας κιμάς χρονοβόρας πολυπλοκότητας.
Και για να τα κάνω πιο λιανά, δεν μιλάω μόνο για νέο-φιλελεύθερες πολιτικές, μιλάω γενικότερα για κοινοβουλευτικές πολιτικές. Το ότι ο κομμουνισμός αποφάσισε να ασχοληθεί με την σύγχρονη αστική κοινοβουλευτική διαδικασία – η οποία από τα μέσα του 17ου αιώνα, ξεκινώντας από την Αγγλία, μετασχημάτισε την δημοκρατία των πολλών σε ένα κατασκεύασμα για τους λίγους – είναι και η μεγαλύτερη του ήττα.
Όταν μπαίνεις στο κτίριο της βουλής, μπαίνεις στον χώρο των συμφερόντων και των επιρροών, μπαίνεις στην διευθέτηση οικονομικών συμβολαίων τεράστιων μεγεθών, φεύγεις από την σφαίρα των απλών ανθρώπων και μπαίνεις στα πλαίσια της σύγχρονης καπιταλιστικής κυριαρχίας. Μπαίνεις σε ένα καθαρά οχυρωμένο θεσμικό όργανο φτιαγμένο και εδραιωμένο πάνω στα μέτρα και τα σταθμά της επιχειρηματικής νοοτροπίας και της βιομηχανικής παραγωγής. Με το που τα κοινωνικά αιτήματα διασχίσουν το κατώφλι της βουλής φιλτράρονται και μεταφράζονται σε οικονομικό συμφέρον, χάνοντας έτσι την κοινωνική τους αξία και απεύθυνση.
Στην δεκαετία του εβδομήντα και πιο νωρίς, παρατηρούμε πολιτικούς να μιλάνε σαν τραπεζίτες, σαν μάνατζέρ μιας επιχείρησης (το κράτος) που η μόνη του ασχολία και έγνοια είναι πως θα ισορροπήσει τα κέρδη με τις ζημιές. Ένα παζάρι, μια αγορά, ένας τόπος υλικοτεχνικής θεώρησης του κόσμου μέσα στον οποίο η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ιδωμένη ως μια αναγκαία θυσία, μια ζημιά στην οποία πρέπει να αντισταθμίσουμε ένα κέρδος. Με άλλα λόγια, στα μάτια των αντιπροσώπων μας, το κοινωνικό αίτημα γίνεται μια ευκαιρία!
Η πραγματική δημοκρατία είναι η συν-έλευση ενός αιτήματος στο σώμα των πολιτών, είναι μια άμεση διαδικασία, είναι η αρτηρία της κοινωνίας, ο θεσμός που καθορίζει την καθημερινότητα μας, την ζωή μας. Δημοκρατία είναι να αναγεννάς τα πλαίσια της συζήτησης.
Η σημερινή βουλή από την άλλη είναι ένα θέατρο, μια παράσταση στην οποία σεναριογράφοι και διάφοροι λομπίστες έχουν κάνει επάγγελμα τους την υποκριτική, το φαίνεσθαι και την επιρροή. Οι σύγχρονοι κοινοβουλευτικοί πρωταγωνιστές ανταγωνίζονται διηνεκώς, μέσα στα αυστηρά πλαίσια κανόνων που έχει θεσπίσει η σύγχρονη οικονομική ανάπτυξη και θεωρία.
Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις.
Η ουσιαστική πολιτική αλλαγή δεν συμβαίνει μέσα στο σύγχρονο κοινοβούλιο, συμβαίνει έξω από αυτό, στα πλαίσια μιας κοινωνίας που αυτο-θεσμίζεται ως ο βασικός πρωταγωνιστής, ως ένα σώμα ανθρώπων με αξία, κι όχι ως ένα εξάρτημα συμφερόντων και επιρροών. Η ουσιαστική αλλαγή είναι, σήμερα περισσότερο από ποτέ, μια αντίσταση, ένας αγώνας ανατροπής απέναντι στην απόλυτη εξάλειψη της ανθρώπινης υπόστασης, υποκειμενικότητας και επικοινωνίας.
Αυτή η αλλαγή δεν θα έρθει από κανένα κοινοβούλιο, αυτή η αλλαγή θα εκφραστεί στον τρόπο που δρούμε μεταξύ μας, στις συζητήσεις και τις διαδράσεις με τα άτομα γύρω μας. Κι αν δεις τον κάθε άνθρωπο, όχι ως εργαλείο, όπως το κράτος, αλλά ως ένα ανοιχτό πεδίο συζήτησης και υποκειμενικότητας, η αλλαγή αυτή θα γεννήσει, σταδιακά, νοοτροπίες αλληλεγγύης, κατανόησης και συλλογικότητας, με βάση τις συναντήσεις μας. Με βάση αυτές τις άμεσες ανάγκες που συναντάμε ως εμπόδια στον δρόμο προς την επικοινωνία, όχι εκείνες που εργαλειοποιούνται και καταλήγουν να ευτελίζονται μέσω των “αντιπροσώπων” μας.
Άρα:
Μισώ το κράτος γιατί δεν με αντιπροσωπεύει. Μισώ το κράτος γιατί θεωρεί δεδομένη την αντιπροσώπευση μου από αυτό.
Μισώ το κράτος γιατί μπορώ να αντιπροσωπεύσω τον εαυτό μου, τις ανάγκες μου και τις απόψεις μου δίχως φόβο, πλάι σε ανθρώπους με ίδια ή διαφορετικά αιτήματα.
Μισώ το κράτος γιατί είμαι ανοιχτός να συζητήσω με όλους, εκτός από το κράτος και τα τσιράκια του, γιατί το κράτος είναι για κάψιμο και αν δεν το κάψουμε δεν θα μάθουμε ποτέ να συζητάμε, και κάπως έτσι θα μας κάψει αυτό.