Davide “ZioFelp” Biscotti: Ο θάνατος ενός μετανάστη εργάτη και η σκληρή πραγματικότητα των σύγχρονων εποχιακών γκασταρμπάιτερ
Η αναζήτηση φτηνότερων εργατικών χεριών από το κεφάλαιο είναι υπόθεση τόσο παλιά, όσο και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Για την ακρίβεια, η υποτίμηση της αξίας της εργασίας είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες λειτουργίας του. Εξίσου παλιό είναι και το φαινόμενο της εργασιακής μετανάστευσης, το οποίο βέβαια κορυφώθηκε κατά την περίοδο των πρώτων δεκαετιών της βιομηχανικής επανάστασης, όταν εκατομμύρια ανειδίκευτοι εργάτες φτωχότερων χωρών συνέρρεαν στα νέα βιομηχανικά κέντρα των πλουσιότερων κρατών και απάρτιζαν ένα νεαρό (και πολλές φορές ατίθασο και επαναστατικό) βιομηχανικό προλεταριάτο. Το έργο επαναλαμβανόταν τακτικά σε περιόδους καπιταλιστικής ανοικοδόμησης, όπως π.χ. μετά από τους δυο Παγκόσμιους Πολέμους.
Από την μια, όπως είπαμε, βρίσκεται η ανάγκη του κεφαλαίου για φτηνότερα εργατικά χέρια, από την άλλη δε, η ανάγκη των ανθρώπων από φτωχές οικονομίες, οι οποίες σπαράσσονται από την ανεργία, να βρουν μια δουλειά με μεροκάματο καλύτερο από αυτό που θα έβρισκαν -αν έβρισκαν- στις χώρες τους, ώστε να συντηρήσουν τους εαυτούς τους, αλλά και τις οικογένειες που πολλές φορές άφηναν πίσω τους. Από τις καραβιές των μεταναστών του Ευρωπαϊκού Νότου (και όχι μόνο) στις ΗΠΑ των τελών του 19ου και των αρχών του 2ου αιώνα και τους γκασταρμπάιτερ (όπου γκασταρμπάιτερ, βλέπε gastarbeiter = φιλοξενούμενος, ξένος εργάτης) των ρημαγμένων κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, που έφευγαν από τα σπίτια τους για να ξαναχτίσουν την ηττημένη -αλλά πριμοδοτημένη- οικονομία της μεταπολεμικής Γερμανίας και άλλων χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, φτάσαμε στις εργάτριες από την Ν.Α. Ασία, που κατέφταναν στην Δύση κατά χιλιάδες, για να εργαστούν ως οικιακές βοηθοί (οι αποκαλούμενες με το ρατσιστικό χαρακτηρισμό “Φιλιππινέζες”, εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειοψηφία των γυναικών αυτών καταγόταν από την χώρα αυτή) και τους μετανάστες από χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, την Αλβανία κλπ, αλλά και την Αφρική, την Μέση Ανατολή, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν κλπ.
Όσο περνούσαν τα χρόνια και το δυτικό προλεταριάτο αποκτούσε μια κάποια άνεση και ένα καλύτερο επίπεδο ζωής σε σχέση με τις χώρες του λεγόμενου “Τρίτου Κόσμου”, εξαιτίας και της ανομοιογενούς ανάπτυξης του καπιταλισμού, του οικονομικού ιμπεριαλισμού κλπ, οι νέοι μετανάστες εργάτες ξεχώριζαν όλο και περισσότερο από τους ντόπιους, ως προς το γεγονός ότι αναλάμβαναν κυρίως δουλειές που αυτοί “δεν καταδέχονταν” να κάνουν, δηλαδή τις δουλειές των οποίων τα μεροκάματα ήταν πάρα πολύ χαμηλά, ώστε να αποκομίζει το κεφάλαιο το μάξιμουμ κέρδος. Έτσι, η εργασιακή μετανάστευση κατέστη κάτι το απαραίτητο, ένα δομικό στοιχείο της ίδιας της ύπαρξης και της επιβίωσης του καπιταλισμού, ένα αποτέλεσμα των συγκεκριμένων φάσεων ανάπτυξής του.
Οι σύγχρονοι εποχιακοί γκασταρμπάιτερ
Μια ξεχωριστή κατηγορία εργασιών στις Κεντροευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες απασχολούνται παραδοσιακά μετανάστες εργάτες είναι οι εποχιακές, κυρίως αγροτικές, εργασίες, όπως το μάζεμα των σταφυλιών, των φραουλών κλπ. Μιλάμε για ένα είδος εργασίας πολύ απαιτητικό ως προς την σωματική καταπόνηση, κάτι που αποτρέπει τους ντόπιους εργάτες και τους νεολαίους από το να το επιλέξουν, εκτός κι αν βρίσκονται σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, αφού και αναλογικά δεν προσφέρει τεράστια μεροκάματα σε σχέση με τα οικονομικά δεδομένα των χωρών αυτών. Ωστόσο, για τους ανειδίκευτους εργάτες από την Νότια Ευρώπη, την Αφρική κλπ, χώρες στις οποίες τα μεροκάματα είναι σαφώς χαμηλότερα από την Κεντρική Ευρώπη, ενώ και η ανεργία θερίζει, η εποχιακή εργασιακή μετανάστευση για τέτοιου είδους δουλειές είναι μια εναλλακτική, πολλές φορές όμως και μονόδρομος.
Πέρα από τους Αφρικανούς μετανάστες, που είναι τα συχνότερα θύματα αυτής τη κατάστασης, νεαροί εργάτες από την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα επιλέγουν πολύ συχνά να περάσουν έναν ή δυο μήνες στα χωράφια της Γαλλίας π.χ., στους αμπελώνες, μαζεύοντας σταφύλια για το ξακουστό, ακριβό, γαλλικό κρασί, προκειμένου να αποκομίσουν ένα εισόδημα. Το νεαρό αυτό αγρο-προλεταριάτο φτάνει στο σημείο να αποδεχθεί την άγρια υποτίμηση όχι μόνο της εργασίας του, αλλά και της ποιότητας ζωής στο υπόλοιπο της ημέρας του, προκειμένου, έχοντας για σύντομο χρονικό διάστημα από μηδενικά έως ελάχιστα έξοδα διαβίωσης, να εξοικονομήσει ένα πόσο που στην Γαλλία μπορεί να αποτελεί απλά το αντίστοιχο ενός καλού μηνιάτικου, αλλά στις δικές τους χώρες αρκεί για να τους συντηρήσει ίσως και για μισό χρόνο.
Ως μορφή εργασίας μοιάζει πολύ με την γνωστή σε εμάς στην Ελλάδα “σεζόν”, μια άλλου τύπου εργασιακή “μετανάστευση”, εσωτερική αυτή την φορά, κατά την οποία νεαροί κυρίως προλετάριοι απασχολούνται τους καλοκαιρινούς μήνες σε τουριστικά καταλύματα σε νησιά και άλλους δημοφιλείς προορισμούς, δουλεύοντας ασταμάτητα για τέσσερις-πέντε μήνες, σκληρά ωράρια, με ελάχιστα ρεπό, προκειμένου να βγάλουν την άλλη μισή χρονιά με τα λεφτά που εξοικονομούν. Ωστόσο, η διαφορές με τους εποχιακούς γκασταρμπάιτερ έγκεινται στο χρονικό διάστημα της εργασίας -που στο εξωτερικό είναι συνήθως πολύ μικρότερο- στους μισθούς και τα μεροκάματα -που στο εξωτερικό είναι πολύ μεγαλύτερα, καθώς μιλάμε με νούμερα Κεντρικής Ευρώπης, αν και επιχειρείται να περάσει η συνθήκη της αμοιβής “με το κιλό”, που συνιστά περαιτέρω υποτίμηση, τόσο της εργασίας,όσο και του μισθού- στην ένταση της εργασίας -που αν και σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι αυξημένη, ωστόσο, όταν μιλάμε για χειρωνακτική εργασία στα χωράφια, κάτω από τον καυτό ήλιο, καταλαβαίνουμε πως είναι ένα επίπεδο παραπάνω από την κουζίνα ενός εστιατορίου ή ενός ξενοδοχείου π.χ.- και στην ποιότητα ζωής στο υπόλοιπο της ημέρας. Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το τελευταίο.
Μιλήσαμε παραπάνω για την ακραία υποτίμηση της ποιότητας ζωής των εποχιακών γκασταρμπάιτερ, τόσο εν ώρα εργασίας, όσο και εκτός αυτής. Η πραγματικότητα ενός νεαρού εποχιακού μετανάστη εργάτη, που μαζεύει σταφύλια στην Γαλλία π.χ., έχει διακυμάνσεις, ανάλογα με την περίπτωση του εργοδότη, αλλά πάντως είναι σίγουρα ακραία σκληρή. Μπορεί να μιλάμε για διαμονή σε ένα κατάλυμα, το οποίο μοιράζονται πολλοί εργαζόμενοι, κάτι που θεωρείται μεγάλη τύχη. Μπορεί όμως και να μιλάμε για εργοδότες οι οποίοι δεν παρέχουν καν κατάλυμα, κάτι που τείνει να γίνει και ο κανόνας. Σε αυτή την περίπτωση, οι εργαζόμενοι, προκειμένου όπως είπαμε να εξοικονομήσουν το μάξιμουμ των χρημάτων, ώστε να βγάλουν την υπόλοιπη χρονιά στην πατρίδα τους, μένουν σε σκηνές και λοιπά πρόχειρα καταλύματα, τροχόσπιτα κλπ, χωρίς τρεχούμενο νερό, ρεύμα, κλπ -και φυσικά ούτε λόγος για κλιματιστικά την ημέρα ή θέρμανση την νύχτα και άλλα τέτοια κομφόρ.
Είμαι σίγουρος ότι πολλοί από τους εργαζόμενους των τουριστικών “σεζόν” θα αισθανθούν ταύτιση με όλα τα παραπάνω, αλλά τουλάχιστον εγώ, αν και έχω ακούσει τρομερές ιστορίες για προκάτ “σπίτια” χωρίς παράθυρα, με ράτζα, που τα χτυπάει ο ήλιος όλη μέρα και η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, δεν γνωρίζω πολλές περιπτώσεις που οι εργαζόμενοι των “σεζόν” να μένουν σε σκηνές καθ’ όλη την διάρκεια της εργασιακής τους εμπειρίας. Εκτός πάλι κι αν δουλεύουν σε κάμπινγκ, που και πάλι είναι πιο οργανωμένα, τις περισσότερες φορές, από αυτό που βιώνουν οι σύγχρονοι εποχιακοί γκασταρμπάιτερ: Πολλές φορές, τα μέσα που χρησιμοποιούν για να ζεσταθούν -αν ο καιρός είναι κρύος ή μιλάμε για χειμερινή σεζόν- είναι πολύ επικίνδυνα, όπως θερμάστρες πετρελαίου, ακόμη και υπαίθριες φωτιές. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που συμβαίνουν ατυχήματα, καθώς το να μένει κανείς σε σκηνές ή πρόχειρα καταλύματα και να προσπαθεί να ζεσταθεί με αυτοσχέδια μέσα είναι μια μεγάλη πρόκληση και ένα ρίσκο.
O θάνατος του Davide Biscotti
Μια παρόμοια περίπτωση ήταν και αυτή του Davide Biscotti, 35χρονου Ιταλού εποχιακού μετανάστη εργάτη γης στο Saint-Pierre-d’Albigny, στην Σαβοΐα της Γαλλίας. Σύμφωνα με τα ιταλικά Μέσα, ο Davide, γνωστός και ως ZioFelp, όνομα το οποίο χρησιμοποιούσε ως ράπερ, βρισκόταν στην περιοχή για να εργαστεί τους τελευταίους μήνες, με το σκυλί του Nemesi και το τροχόσπιτό του, το οποίο είχε αγοράσει και επισκευάσει ο ίδιος με τους κόπους της εργασίας του κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Ο Davide είχε ζητήσει πολλές φορές από τον εργοδότη του να του επιτρέψει να παρκάρει το τροχόσπιτό του στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο πάρκινγκ της δουλειάς, όπου υπήρχε ρεύμα και τρεχούμενο νερό. Ωστόσο, ο εργοδότης του το αρνήθηκε, προφανώς επειδή δεν ήθελε να επωμιστεί τα ελάχιστα έξτρα έξοδα, αλλά και για να μην χαλάσει η “μόστρα” της επιχείρησης του από ένα ανακαινισμένο παλιό τροχόσπιτο και έναν εργάτη με “ακραία” εξωτερική εμφάνιση και σκύλο. Έτσι, ο Davide πάρκαρε το τροχόσπιτο όπου μπορούσε, μέσα στον οικισμό.
Χωρίς άλλο μέσο για να ζεσταθεί αυτός και το σκυλί του, ο Davide χρησιμοποιούσε μια σόμπα πετρελαίου στο εσωτερικό του τροχόσπιτου. Στις 14 του Γενάρη, αργά το βράδυ, μια πυρκαγιά, η οποία προκλήθηκε πιθανότατα από αυτή την σόμπα, έκαψε ολοσχερώς το όχημα-κατάλυμα του Davide, το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο στο κέντρο του Saint-Pierre-d’Albigny, απανθρακώνοντας τον ίδιο αλλά και τη Nemesi. Περαστικοί αντιλήφθηκαν την φωτιά κοντά στα μεσάνυχτα και κάλεσαν την πυροσβεστική, αλλά το τροχόσπιτο είχε ήδη καεί ολοσχερώς και το σώμα του Davide βρέθηκε δίπλα σε αυτό του σκυλιού του. Χρειάστηκε να περάσουν μέρες προτού ταυτοποιηθεί η σωρός, αφού μέχρι και η πινακίδα του τροχόσπιτου είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά. Προφανώς η φωτιά ξέσπασε ενώ οι δυο φίλοι κοιμόντουσαν και δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν.
Τα μηνύματα θρήνου αλλά και συμπαράστασης στην οικογένειά του κατέκλυσαν τα social media, ενώ κανείς δεν μπορούσε να αντιληφθεί πως είναι δυνατόν να χαθεί με τέτοιο τρόπο ένας νεαρός άνθρωπος. Στο σημείο όπου πέθανε ο Davide και η Nemesi, φίλοι και γνωστοί του -πολύ δημοφιλούς και αγαπητού στην πόλη του Τerlizzi- ράπερ άφησαν λουλούδια, αλλά και μια πινακίδα στα Γαλλικά, που ζητάει δικαίωση για τον 35χρονο εργάτη γης, “το αφεντικό του οποίου δεν του έδωσε ποτέ μια θέση να παρκάρει το τροχόσπιτο και να έχει τρεχούμενο νερό και ρεύμα“.
Η πινακίδα αυτή θα πρέπει να μείνει εκεί για να μας θυμίζει πως, για τα αφεντικά, η ζωή των εποχιακών μεταναστών εργατών, των σύγχρονων γκασταρμπάιτερ, όπως άλλωστε και της πλειοψηφίας των εργατών, “ντόπιων” ή “ξένων”, μετράει λιγότερο από μερικές κιλοβατώρες ρεύματος και μερικά λίτρα νερό.