Το πρόβλημα δεν είναι γενικά κι αόριστα “η βία”, αλλά ενάντια σε ποιον αυτή στρέφεται
Καταρχήν να ξεκαθαρίσω ότι μου ήταν πολύ δύσκολο ακόμη και σήμερα, μιάμιση μέρα μετά την στυγνή δολοφονία του νεαρού οπαδού του Άρη, του 19χρονου Άλκη, από χούλιγκανς της ομάδας του ΠΑΟΚ, να γράψω ένα κείμενο που αφορά έστω και εμμέσως την υπόθεση αυτή.
Δε είναι μόνο το γεγονός ότι στην θέση του Άλκη θα μπορούσε να βρεθεί ο μικρός αδερφός του καθενός από εμάς, αλλά κυρίως το ότι, όπως έχουν καταλήξει τα πράγματα στο στρατόπεδο του οπαδισμού-χουλιγκανισμού τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε να είναι και στην θέση του δολοφόνου ή των δολοφόνων κάποιος από τον ευρύ περίγυρό μας. Κάτι που θα ήταν σίγουρα πολύ λιγότερο τραυματικό, αλλά είναι, επίσης σίγουρα, εξίσου τρομακτικό.
Ο φίλαθλος, ο οπαδός, ο χούλιγκαν…
Πριν μπω στο κυρίως θέμα του άρθρου και εξηγήσω τον τίτλο του, να πω κάποια πράγματα που εγώ προσωπικά πιστεύω για τον οπαδισμό-χουλιγκανισμό, που ίσως δεν θα αρέσουν σε πολλούς -δεδομένα δηλαδή δεν αρέσουν, αφού τα έχω συζητήσει πολλάκις. Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη “ενασχόληση” αποτελεί ακόμη μια μορφή διαίρεσης της εργατικής τάξης, παρόμοια με αυτές που έχει επιβάλει ο καπιταλισμός και το κράτος του στις συνειδήσεις του μεγαλύτερου κομματιού της και αφορούν, π.χ., το χρώμα του δέρματος, την θρησκεία, την γλώσσα, το φύλο κλπ. Μπορεί η έκφραση αυτής της διαίρεσης να μην είναι το ίδιο απόλυτη και να μην πραγματώνεται με τους ίδιους όρους όπως όλες οι υπόλοιπες, μπορεί να μην έχει την ίδια ένταση τις περισσότερες φορές, όμως αφήνει πίσω της σημάδια και πληγές που πολύ δύσκολα επουλώνονται. Αφήνει μια ρήξη που σχεδόν ποτέ δεν γεφυρώνεται απόλυτα. Και ας νομίζουν οι πιο δικοί μας, οι πιο συνειδητοποιημένοι πολιτικά οπαδοί, οι σύντροφοί μας που πάνε οργανωμένα στο γήπεδο, πως “μπορούμε να είμαστε εχθροί για 90 λεπτά και αδέρφια για όλη την υπόλοιπη ζωή μας ενάντια στο σύστημα”. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο δυστυχώς στην ψυχοσύνθεση της μεγαλύτερης μερίδας των οπαδών-χούλιγκανς. Και αυτό το έχω βιώσει κι εγώ προσωπικά από ίδιες εμπειρίες, αλλά το βλέπουμε να συμβαίνει και καθημερινά τριγύρω μας: Ομάδες νεαρών οπαδών, που τις περισσότερες φορές ανήκουν στην εργατική τάξη, βγαίνουν παγανιά, διεκδικώντας ζωτικό χώρο, Lebesraum όπως τον έλεγαν οι Ναζί και οι πρόγονοί τους, από οπαδούς άλλων ομάδων της ίδιας πόλης, πολύ μετά τα 90 λεπτά, πολύ μετά το οποιοδήποτε μεταξύ τους ματς, ως μέρος της καθημερινότητάς τους.
Και φυσικά δέχομαι ότι οι παραπάνω δεν είναι η πλειοψηφία των, φιλάθλων, ούτε και των οπαδών μιας ομάδας και θέλω να κάνω εδώ ένα ξεκαθάρισμα: Όταν αναφέρομαι στον οπαδισμό-χουλιγκανισμό ως πρόβλημα και ως διαίρεση της τάξης, δεν αναφέρομαι φυσικά σε όλους αυτούς που πάνε στο γήπεδο για να δουν την ομάδα τους -και δεν με αφορά αν είναι οικογένειες ή νεολαίοι, αν είναι καθωσπρέπει ή αν ξεγυμνώνονται στα πέταλα και λούζονται με μπύρα. Με ενοχλεί βέβαια αν βρίζουν λίγο παραπάνω, με τρόπο που δεν είναι “πολίτικαλι κορέκτ”, αλλά αν αυτό μένει μέσα στο γήπεδο, δεν θα το κάνω μείζον θέμα. Το γήπεδο είναι δικαίωμα του καθενός σαν ενασχόληση, σαν τρόπος διασκέδασης. Όπως εγώ μπορεί να έφαγα τα νιάτα μου σε live ή σε bar, άλλος σε cinema ή θέατρο, έτσι και ο μέσος φίλαθλος-οπαδός μιας ομάδας έχει κάθε δικαίωμα να πάει να δει την ομάδα του στο Χαριλάου, το Καυταντζόγλειο, την Τούμπα, την Φιλαδέλφεια, το Λα Μπομπονέρα και το Άνφιλντ. Και ούτε φυσικά θα παραγνωρίσω ότι σε συγκεκριμένες χρονικές συγκυρίες οπαδοί διαφορετικών ομάδων έχουν κάνει υπερβάσεις, έχουν παραγκωνίσει τα χρώματα και έχουν σταθεί μαζί στον δρόμο, έστω και για λίγο ή έχουν οργανώσει πραγματικά αξιέπαινες καμπάνιες κοινωνικής αλληλεγγύης.
Το ζήτημα ξεκινάει όταν η ομάδα γίνεται κάτι παραπάνω από αυτό, παραπάνω από ένα χρώμα που θα υποστηρίξεις μέσα στα “τσιμέντα” -και οκ, δεκτό, μια κουλτούρα που ο καθένας θεωρεί ότι πρεσβεύει η ομάδα του και για αυτό την αγαπά. Όταν η ομάδα και τα χρώματά της γίνονται ένας τρόπος όχι απλά να ΞΕΧΩΡΙΣΕΙΣ από τους υπόλοιπους οπαδούς μέσα στο γήπεδο ή έξω, αλλά ένας τρόπος να ΕΠΙΒΛΗΘΕΙΣ σε αυτούς. Ουσιαστικά, μια “πατρίδα” που πρέπει να υπερασπίσεις από “ξένους”, να την επεκτείνεις γεωγραφικά και πληθυσμιακά και να την κάνεις περήφανη, όχι όμως με βάση το κύριο ζήτημα που πραγματεύεται μια ποδοσφαιρική ομάδα -δηλαδή το ποδόσφαιρο και δεν μιλάω αποκλειστικά για τους τίτλους, αλλά και για την ατμόσφαιρα της κερκίδας κλπ- αλλά με βάση την ισχύ. Όταν αρχίζεις και βλέπεις τον εαυτό σου ως κάποιου είδους θεματοφύλακα. Τότε ξεκινάει το ζήτημα. Και φυσικά, εκεί είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα εμπλακεί και το μεγάλο επιχειρηματικό κεφάλαιο, γιατί εκεί υπάρχει “ψωμάκι”. Θα πάρει αυτόν τον κόσμο, θα τον ντοπάρει με όνειρα για δύναμη και τίτλους και θα δημιουργήσει κι άλλον τέτοιον, γιατί τον χρειάζεται. Και ίσως να τον πληρώσει κιόλας, γιατί τον χρειάζεται να είναι εκεί 24/7. Γιατί, για τον μεγαλοεπιχειρηματία, δεν είναι ουσιαστικά η κουλτούρα μιας ομάδας αυτό που θα διαφυλάξει ο χούλιγκαν, αλλά το δικό του επιχειρηματικό -και πολλές φορές πολιτικό- συμφέρον. Πρέπει να φτιαχτεί ένας στρατός.
Θέλω να επιστρέψω λίγο στην δολοφονία του Άλκη για να πω πως, φυσικά, όταν δημιουργούνται τέτοιοι συσχετισμοί, όταν το πράγμα ξεφύγει από την υποστήριξη της ομάδας και πάει στην φυσική επιβολή απέναντι στον ΑΛΛΟ, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα την πληρώσουν και αυτοί που, αν και αγαπούν μια ομάδα, δεν έχουν κάνει τέτοιες επιλογές. Τα πραγματικά αθώα θύματα. Είτε είναι ένα παιδάκι 12 χρονών που το ξεγυμνώνουν μες την μέση του δρόμου για να του πάρουν την μούφα νάυλον φανέλα που αγόρασε από το ψιλικατζίδικο για 10 ευρώ, είτε ένας πιτσιρικάς ποδοσφαιριστής παιδικού τμήματος κάποιας γνωστής ομάδας, που βλέπει ξαφνικά χούλιγκανς να μπουκάρουν στο γήπεδο εναντίον του, ενώ παίζει αγώνα ερασιτεχνικού επιπέδου, είτε είναι ένας 19χρονος που αράζει γύρω από το γήπεδο του Άρη με τους φίλους του και ξαφνικά, από την μια στιγμή στην άλλη, δεν υπάρχει πια. Μπορεί λοιπόν η δολοφονία του Άλκη να μην ήταν “οπαδικό σκηνικό”, αλλά ξεκάθαρη, ψυχρή εκτέλεση, από κάποιον που πήγε συνειδητά για να μαχαιρώσει, προς κάποιον που δεν είχε ιδέα τι του έμελλε, αλλά εντάσσεται σίγουρα στα πλαίσια αυτού του “πολέμου σε μικροκλίμακα” που ζουν οι οπαδοί-χούλιγκανς στην καθημερινότητά τους. Όπως σε κάθε άλλο πόλεμο υπάρχουν οι κυνικά αποκαλούμενες “παράπλευρες απώλειες”, έτσι και σε αυτόν. Ο Άλκης δεν ήταν η πρώτη τέτοια απώλεια και δυστυχώς, αν δεν αλλάξει κάτι ριζικά, δεν πρόκειται να είναι ούτε η τελευταία. Και αν νομίζει κάποιος ότι ένας αόρατος “ηθικός κώδικας” των χούλιγκαν μπορεί να περιορίσει την βία απέναντι σε “μη ενεργούς” φιλάθλους, είναι γελασμένος.
Για να μην προλάβουν κάποιοι να πουν πως μιλάω πολύ γενικά: Κατανοώ επίσης πως στην πόλη της Θεσσαλονίκης οι συσχετισμοί είναι τέτοιοι, αριθμητικά, χρηματικά κλπ, που οι οπαδοί-χούλιγκανς μιας συγκεκριμένης ομάδας είναι υπεύθυνοι για την πλειοψηφία των πιο ακραίων σκηνικών τα τελευταία χρόνια. Όταν μάλιστα μιλάμε για μια ομάδα της οποίας ο πρόεδρος έχει και την μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια ως επιχειρηματίας σε όλη την πόλη και ασκεί τόσο μεγάλη πολιτική επιρροή, ενώ έχει συνταχθεί πολλές φορές και με το σκοταδιστικό μπλοκ (π.χ. στα Μακεδονικά), τότε τα πράγματα μιλάνε από μόνα τους σε σχέση με ποιο είναι το ΑΜΕΣΟ ζήτημα και στο εσωτερικό ποιων διεργασιών πρέπει αυτό να πρώτα απ’όλα να (υπάρχει θέληση να) επιλυθεί. Ωστόσο, το ΣΥΝΟΛΙΚΌ πρόβλημα δεν είναι ο χουλιγκανισμός-οπαδισμός ενός χρώματος, δηλαδή το “περιεχόμενο”. Το πρόβλημα είναι η “δομή”. Η δομή που, ακόμη και να μην έχει καμία σχέση με τέτοιου είδους ιδεολογίες, προσιδιάζει απίστευτα πολύ στον μιλιταρισμό -και τολμώ να πω και στον φασισμό- με την πειθαρχεία, την πίστη στην “Ιδέα”, την υπακοή στον αρχηγό κλπ.
Και το γεγονός ότι σε ομάδες με μικρότερη οπαδική βάση ή σε αυτές που απουσιάζει για αρκετά χρόνια ένας οικονομικός “σωτήρας”, τα πιο “προοδευτικά” στοιχεία στην κερκίδα μπορούν να έχουν μεγαλύτερη επίδραση, αυτό δεν καθιστά σίγουρο πως κάτι τέτοιο θα συμβαίνει εφ’ όρου ζωής, καθώς οι συσχετισμοί αυτοί μπορούν να αλλάξουν πολύ ριζικά και σε μικρό χρονικό διάστημα. Δεν είναι τυχαίο πως και στην εν λόγω κερκίδα για την οποία μιλάμε, αυτή του ΠΑΟΚ, μια από τις μεγαλύτερες στην χώρα και με έντονο έρεισμα στα λαϊκά στρώματα, σε πιο “πέτρινα” -από άποψη τίτλων και δυναμικής χρόνια- επικρατούσε ένα πιο ριζοσπαστικό, αντιρατσιστικό και εμμέσως “αντιεξουσιαστικό” κλίμα. Πιο παλιά ακόμη, την δεκαετία του ’80 για παράδειγμα, μπορούσε μέχρι και “Ριζοσπάστη” να μοιράσει κάποιο μέλος του ΚΚΕ, χωρίς να φάει ξύλο, ίσως μάλιστα να έβρισκε και ευήκοα ώτα στους νεαρούς της εργατικής τάξης και του λούμπεν προλεταριάτου. Δεν νομίζω ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί με τα σημερινά δεδομένα. Το ίδιο ακριβώς μπορούμε να πούμε και για τον Ολυμπιακό, που από ομάδα της εργατικής τάξης και του “κόκκινου” Λιμανιού του Πειραιά, η οποία έδωσε τόσους οπαδούς αλλά και παίκτες στους εργατικούς αγώνες, στο Αντάρτικο, στην Αριστερά κλπ, κατέληξε να είναι τις τελευταίες δυο δεκαετίες σύμβολο της “αδιαφάνειας”, του “στησίματος” και πραγματικό “κόκκινο πανί” για όλες τις υπόλοιπες ομάδες, ενώ οι οργανωμένοι οπαδοί της ουσιαστικά εισήγαγαν το πολύ επικίνδυνο “No Politica”, που τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως προγεφύρωμα για τον εκφασισμό της κερκίδας. Πιστεύω πως είναι εύκολη η σύνδεση των παραπάνω με τις οικονομικές μεταλλάξεις που συνέβησαν στην εκάστοτε ομάδα, μέσω προέδρων και μεγαλομετόχων.
Είναι πραγματικά πολύ λίγες οι εξαιρέσεις των κερκίδων ομάδων που θα κρατήσουν μια συγκεκριμένη πολιτική στάση για πάντα. Τις περισσότερες φορές αυτό έχει να κάνει με επαρχιακές ομάδες, που δεν έχουν τον άμεσο γεωγραφικό ανταγωνισμό καμίας άλλης και έτσι δεν αναπτύσσουν το φαινόμενο του “πολέμου σε μικροκλίμακα”, του θεματοφύλακα και του Lebensraum. Άλλες φορές πάλι μιλάμε για ομάδες που δεν έχουν εδώ και πολλά χρόνια μεγάλες αγωνιστικές επιτυχίες, ούτε και κάποιον επιχειρηματία με μεγάλη επιφάνεια για να προωθήσει τέτοια φαινόμενα υπέρ του. Τέλος, μπορεί να μιλάμε για κερκίδες, συνδέσμους και οπαδούς που δημιουργήθηκαν επί τούτου, με συγκεκριμένο ιδεολογικό περιεχόμενο εξαρχής και κάνουν και αυτή την σημαντική δουλειά του ριζοσπαστισμού, του αντιφασισμού και της ανεκτικότητας ή βρίσονται σε πόλεις και περιοχές που αποτελούν προπύργια τέτοιων ιδεολογιών ιστορικά. Στο εξωτερικό αυτό συμβαίνει κατά κόρον σε ομάδες όπως η Λιβόρνο στην Ιταλία, η Ράγιο Βαγεκάνο στην Ισπανία, η Ζανκτ Πάουλι στην Γερμανία κ.ο.κ., ενώ στον αντίποδα της διαχρονικής “πιστής στράτευσης” στην ακροδεξιά ιδεολογία βρίσκουμε την κερκίδα της Λάτσιο. Δυστυχώς όμως, στις μεγάλες μητροπόλεις, όπου υπάρχει ο οπαδικός ανταγωνισμός μεγάλων ομάδων, οι συσχετισμοί διαμορφώνονται αλλιώς και σχεδόν ΠΑΝΤΑ ως αντίθεση στον κύριο οπαδικό αντίπαλο. Κανείς δεν πρόκειται να παραβλέψει τις εσωτερικές αντιστάσεις, τους αντιφασίστες οπαδούς μέσα σε κερκίδες που τείνουν να φασιστικοποιηθούν, καθώς και την δουλειά που μπορεί να κάνουν εκεί μέσα. Αλλά πλέον μιλάμε για τις κύριες, επικρατούσες τάσεις ή τουλάχιστον αυτές που είναι βουτηγμένες περισσότερο σε αυτόν τον σκληρό, αιματοβαμμένο “πόλεμο σε μικροκλίμακα”.
Όχι γενικά κι αόριστα “η βία”, αλλά η βία απέναντι σε ποιον…
Με αφορμή όλα τα παραπάνω και μετά την δολοφονία του Άλκη, είδα αρκετές προσπάθειες συγκάλυψης, καθυστέρησης για ανάληψη δράσης, θολώματος των νερών κλπ, τόσο από τον Τύπο, όσο και φυσικά από το βαθύ κράτος και την ΕΛ.ΑΣ. Δεν θα μείνω σε αυτά, γιατί χρίζουν πολύ βαθιάς ανάλυσης σχετικά με το τι μπορεί να συμβαίνει πραγματικά, ποιοι μπορεί να εμπλέκονται, ποια νήματα να κινήθηκαν. Και ήδη έχω γράψει πάρα πολλά πριν καν αναλύσω τον τίτλο του άρθρου μου και το σκεπτικό πίσω από αυτόν. Κάτι που είδα να επιχειρείται όμως και είναι το πιο επικίνδυνο, γιατί τέτοιες ώρες χτυπάει και στο θυμικό και στο συναισθηματικό, είναι η καταδίκη της “βίας”. Έτσι αόριστα.
Η καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται είναι ένα ιδεολόγημα της αστικής τάξης και του κεφαλαίου, του κόσμου της εξουσίας, Κι αυτό γιατί τις περισσότερες φορές υπονοεί την καταδίκη κάθε βίας, πέραν αυτής του καταπιεστή και του εκμεταλλευτή. Δηλαδή μιλάμε για την καταδίκη της βίας των καταπιεσμένων (μεταξύ τους ή απέναντι στους καταπιεστές). Γιατί, το έχουμε ξαναπεί πολλές φορές, το Κράτος είναι μέρος ενός υποτιθέμενου “κοινωνικού συμβολαίου”, που θεωρητικά έχουν υπογράψει μεταξύ τους οι πολίτες και έχουν εκχωρήσει το δικαίωμα του μονοπωλίου της βίας σε αυτό -ουσιαστικά σε αυτούς που διαχειρίζονται το Κράτος και στα όργανά του- με αντάλλαγμα την “κοινωνική ειρήνη”, την “ασφάλεια” κλπ. Σε ένα καπιταλιστικό Κράτος βέβαια, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν αντικρουόμενα ταξικά συμφέροντα, ενώ τα ηνία του κρατάει πάντα μια συγκεκριμένη τάξη, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Γιατί, βία -και μάλιστα η μεγαλύτερη- είναι και η πείνα, η φτώχεια, η εξαθλίωση. Βία είναι ο θεσμικός ρατσισμός -και όχι απλά οι ρατσιστικές επιθέσεις από φασίστες σε μετανάστες. Βία είναι η πατριαρχία ως αόρατος θεσμός και πυλώνας αυτού του συστήματος -και όχι απλά τα περιστατικά έμφυλης βίας. Βία είναι η καταστολή της αστυνομίας απέναντι στους αγώνες των εργαζομένων, των φοιτητών, της νεολαίας. Βία είναι τα pushbacks και ο εγκλεισμός των μεταναστών. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι θεσμικοί παράγοντες, αλλά και μερίδα της κοινωνίας, που “καταδικάζουν την βία απ’ όπου κι αν προέρχεται”, δεν τα θεωρούν όλα αυτά βία. Αντίθετα, τα θεωρούν είτε δικαίωμα του Κράτους με βάση τον Νόμο να επιβάλει την τάξη, είτε “φυσικά φαινόμενα”, για τα οποία ευθύνονται κυρίως τα ίδια τα καταπιεζόμενα υποκείμενα και η ικανότητά τους ή μη να επιβιώνουν. Και αν ακόμη μπορεί κάποια από αυτά, τα πιο εξόφθαλμα, να εξωραϊστούν με κάποιους πρόχειρους τρόπους, ώστε να προστατευθεί η κοινωνική ειρήνη, ωστόσο η ρίζα που τα προκαλεί, δηλαδή η ίδια η βία του Καπιταλιστικού Συστήματος, δεν πρόκειται να θιχτεί ποτέ από τους από-τα-πάνω. Μόνο από τους ίδιους τους καταπιεσμένους, την εργατική τάξη, την νεολαία δίχως αύριο.
Αυτό το γνωρίζει πάρα πολύ καλά η Εξουσία και το Κεφάλαιο. Και ξέρει πολύ καλά πως, ιστορικά, η βία, ιδιαίτερα η μαζική και οργανωμένη, ήταν πάντα το μόνο μέσο που είχαν στην διάθεσή τους οι καταπιεσμένες τάξεις προκειμένου να διεκδικήσουν καλύτερους όρους ζωής. Από την πιο μικρή κοινωνική αλλαγή, μέχρι την μεγαλύτερη επανάσταση, ένα συγκεκριμένο, ελάχιστο έστω, ποσοστό βίας από μεριάς των από-τα-κάτω ήταν απαραίτητο. Γι’ αυτό ακριβώς και συμφέρει τρομερά την εξουσία να θολώνει τα νερά και να “καταδικάζει την βία”, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί και το αντίστοιχο κλίμα στην κοινωνία, σε περιόδους οξυμένων κοινωνικών αντιστάσεων ή μετά από τέτοιου είδους περιστατικά όπως η δολοφονία του Άλκη.
Η Εξουσία και το Κεφάλαιο, ωστόσο, δεν είναι μονάχα υπεύθυνα για την βία που προκαλούν τα ίδια. Αντίθετα, οι κοινωνικές συνθήκες που αυτά δημιουργούν και καθορίζουν, είναι ο κυριότερος παράγοντας και για την ίδια την βία μεταξύ των καταπιεσμένων, την αντικοινωνική, ενδοταξική βία. Η εξαθλίωση, η πείνα, η κλοπή του μέλλοντος από την νεολαία, οδηγούν σε φαινόμενα όπως αυτή η ακραία οπαδική βία που σκότωσε τον Άλκη. Οι πεταμένοι στο περιθώριο νέοι της εργατικής τάξης κυρίως -και σε αυτό έχει εν μέρει ευθύνη και το επαναστατικό κίνημα που δεν μπορεί να τους πείσει- ψάχνουν κάπου να ανήκουν, κάπου που, σε συνεργασία με άλλους ανθρώπους θα νιώσουν δυνατοί, ότι η ζωή τους έχει έναν σκοπό. Για να μην στρατευτούν όμως στις επαναστατικές ιδέες, χρειάζεται να δημιουργηθεί η διχόνοια ανάμεσά τους, να δημιουργηθεί ένας πιο “ορατός” εχθρός, ένας που να μπορούν να αντιληφθούν στην καθημερινότητά τους. Έτσι δημιουργείται ο οπαδικός στρατός. Είναι ακριβώς η ίδια διαδικασία, όπως αναφέραμε παραπάνω, με την επίπλαστη διαίρεση με βάση το χρώμα, την φυλή, την θρησκεία, το φύλο, που επιβάλλει στις συνειδήσεις της εργατικής τάξης το Κεφάλαιο.
Σκεφτείτε τώρα, μέσα σε όλο αυτό, να υπάρξει και υλική, χρηματική πριμοδότηση από το Κεφάλαιο, από τον Πρόεδρο. Εκεί λοιπόν δημιουργείται και μια απτή, φυσική εξάρτηση από την ομάδα (νομίζουν, όμως είναι από τον χρηματοδότη στην ουσία). Στην ακραία οπαδική στράτευση που φέρει η ψευδής συνείδηση και η αντίθεση σε έναν “εχθρό”, μπλέκεται και το υλικό στοιχείο, κάτι που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, καθώς ο οπαδός τώρα μπορεί να μην στραφεί απλά απέναντι σε άλλους οπαδούς, άλλων ομάδων, αλλά απέναντι σε όσους αντιστέκονται στα συμφέροντα του προέδρου-χορηγού. Άλλο ένα στοιχείο που συνδέει τον φασισμό με τον χουλιγκανισμό και τους στρατούς των προέδρων είναι η φυσική υπεράσπιση των καπιταλιστικών συμφερόντων και η έμπρακτη δυνητική εναντίωση στην εργατική τάξη και τα κινήματα.
Η ενδο-οπαδική βία, λοιπόν, είναι ενδο-ταξική βία. Είναι αντικοινωνική βία. Στρέφεται από ένα μέρος της εργατικής τάξης και της νεολαίας, προς ένα άλλο. Και όπως είπαμε παραπάνω, παρ’ όλες τις περιπτώσεις που οι οπαδοί-χούλιγκαν βάζουν τα χρώματα στην άκρη για να ενωθούν βραχυπρόθεσμα σε έναν κοινό σκοπό (ακόμη και στην εξέγερση του Δεκέμβρη το είδαμε αυτό), οι πληγές του διχασμού είναι τόσο βαθιές που, μια σύμπλευση των οπαδών όλων των ομάδων σε πιο σταθερή βάση ενάντια στην Εξουσία, το Κεφάλαιο, το Κράτος, φαντάζει ουτοπική, αν και θα ήταν επιθυμητή από όλους μας. Γιατί αυτό που πρέπει να αλλάξει, όπως είπα και παραπάνω, δεν είναι το περιεχόμενο, αλλά η δομή του φαινομένου. Να διαλυθούν όλες εκείνες οι δομές που μετατρέπουν τον φίλαθλο, υποστηρικτή-οπαδό, μιας ομάδας σε οπαδό-χούλιγκαν μιας αφηρημένης “ιδέας”, αλλά ουσιαστικά σε εργαλείο ενός μηχανισμού, ο οποίος μπορεί να ελέγχεται ή να κατευθύνεται (αλλά μπορεί και όχι) από κάποιον επιχειρηματία, Πρόεδρο κλπ, χωρίς πολλές φορές αυτό να γίνεται αντιληπτό από τον ίδιο τον οπαδό. Με απώτερο σκοπό το “διαίρει και βασίλευε” ανάμεσα σε δυνητικά μαχητικά και ζωντανά κομμάτια της εργατικής τάξης.
Και στην αντι-κοινωνική, ενδο-οπαδική βία λοιπόν αντιτασσόμαστε. Όχι όμως επειδή είναι “βία”. Αλλά επειδή είναι αντικοινωνική και διχαστική για την τάξη. Όπως είχε πει μέσες άκρες και η Αφροαμερικανίδα φεμινίστρια και κομμουνίστρια Άντζελα Ντέιβις σε δημοσιογράφο που, ενόσω ήταν πολιτική κρατούμενη μάλιστα, την ρώτησε αν ασπάζεται την βία ως μέσο για την επαναστατική αλλαγή: Το ζήτημα δεν είναι η ίδια η βία, η οποία ενυπάρχει διάχυτη μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, αλλά από που προέρχεται αυτή, οι μηχανισμοί, το σκεπτικό και οι αρχές που την παρακινούν. Είναι ειρωνικό να ζητάς από ένα υποκείμενο που καταπιέζεται επί δεκαετίες με βίαια μέσα από το ίδιο το κράτος και τους θεσμούς του, να αποκηρύξει την βία. Είναι σαν να του ζητάς να μείνει άπραγο απέναντι στην καταπίεσή του, απέναντι στον δυνάστη του. Ακριβώς γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό για το Κεφάλαιο και το Κράτος η βία των καταπιεσμένων, η οποία συσσωρεύεται και ξεσπά λόγω των συνθηκών διαβίωσής τους, να μην στρέφεται ενάντια στον πραγματικό υπαίτιο, δηλαδή το καπιταλιστικό Σύστημα, αλλά ενάντια σε άλλους καταπιεσμένους διαφορετικού χρώματος, θρησκείας, γλώσσας, φυλής, φύλου και -στην τελική- ομάδας.
Δεν είναι η βία αυτή καθαυτή λοιπόν αυτό που αποκηρύσσουμε. Την στιγμή που θα το κάνουμε αυτό, θα έχουμε χάσει κάθε ελπίδα για την κοινωνική επανάσταση, για να δημιουργήσουμε έναν κόσμο χωρίς καταπιεστές-εκμεταλλευτές και καταπιεζόμενους-εκμεταλλευόμενους. Θα έχουμε συναινέσει στην διατήρηση του υπάρχοντος “Κοινωνικού Συμβολαίου”, της αιώνιας επιβολής της κρατικής και καπιταλιστικής εξουσίας επάνω μας.
Αντίθετα, εχθρευόμαστε την βία της καπιταλιστικής κοινωνίας και του Κράτους απέναντι στη εργατική τάξη και τους από-τα-κάτω, καθώς και την ενδο-ταξική βία που προωθείται από τους εχθρούς μας, ώστε να μας κρατά διαιρεμένους. Οι επαναστάτες όλων των τάσεων γνωρίζουν -και αυτό πρέπει να γίνει κτήμα όλης της εργατικής τάξης- πως “η βία είναι η μαμή της ιστορίας” κατά τους Μαρξ-Ενγκελς, αλλά και κατά τους αναρχικούς θεωρητικούς φυσικά. Την στιγμή που θα μας πείσουν για το αντίθετο, έχουμε χάσει.