Το μεγάλο φαγοπότι. Αναδημοσίευση από την εφημερίδα για τη διάδοση της αναρχικής σκέψης και δράσης Ζερμινάλ.
Τέσσερις μεσήλικες, εντιμότατα μέλη της αστικής τάξης, αποφασίζουν να οργανώσουν ένα τριήμερο οργιαστικό φαγοπότι με σκοπό έναν ηδονικά χορταστικό θάνατο. Στα μελαγχολικά σκηνικά εκείνης της εξοχικής βίλας, με τα λουκούλλεια τραπέζια και τις ηδονιστικές παρουσίες, προαναγγέλλεται αλληγορικά η κρισιακή πορεία του σύγχρονου καπιταλισμού. Η αδηφαγία του οδηγεί σε αποπνικτική συσσώρευση και αυτή σε εξαθλίωση. Ο καπιταλισμός θα αυτοκτονήσει τρώγοντας μέχρι θανάτου, η επιθανάτια αγωνία του θα έχει τη γεύση του εμετού.
Το κλασικό κινηματογραφικό αριστούργημα του Μάρκο Φερέρι μας έρχεται πάλι στο μυαλό αυτές τις μέρες που ένα ζωντανό «μεγάλο φαγοπότι» βρίσκεται σε εξέλιξη. Μόνο που τους ρόλους του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, του Ούγκο Τονάτσι, του Μισέλ Πικολί και του Φιλίπ Νουαρέ, παίζουν οι αξιότιμοι κύριοι Βαρδινογιάννης, Μυτιληναίος, Λάτσης και Περιστέρης, με σκηνοθέτη τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η τεράστια αναδιανομή πλούτου που συντελείται μπροστά στα μάτια μας, αποτελεί για κάποιους έναν δομικό παραλογισμό. Μέσω του χρηματιστηρίου ενέργειας, η τρέχουσα λιανική τιμή του ρεύματος είναι 14 φορές μεγαλύτερη από το κόστος λιγνιτικής παραγωγής, 20 και πλέον φορές μεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής και συντήρησης των ΑΠΕ. Με μια απλή κυβερνητική απόφαση αναστολής του χρηματιστηρίου, με μια απόφαση δραστικής μείωσης εισφοράς του φυσικού αεριού και αύξησης του λιγνίτη, το κόστος θα έπεφτε αυτομάτως στο 10% της σημερινής του τιμής και το κερδοσκοπικό παιχνίδι τεχνητής σπάνης, θα έπεφτε στο κενό. Είναι άλλωστε εμφανές σε όλους το ολιγοπωλιακό παιχνίδι των τραστ, αφού από τη στιγμή που έσπασε το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ και επικράτησε ο «ελεύθερος» ανταγωνισμός, η τιμή της κιλοβατώρας έχει ανέβει σχεδόν 1000%.
Κι όμως, σε συνθήκες άγριας κρίσης του καπιταλισμού, διαρκούς πτώσης του ποσοστού κέρδους, αυτός ο τερατώδης παραλογισμός ξεδιαλύνεται αυτοστιγμεί αν σκεφτεί κανείς πως το κράτος λειτουργεί διαχρονικά ως το «κόμμα των αφεντικών», πως οι εγχώριοι πάροχοι ενέργειας καθώς και οι μεγαλύτεροι μεταφορείς φυσικού αερίου στον πλανήτη (οι Έλληνες εφοπλιστές) είναι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες του ελληνικού κράτους, οι ουσιαστικοί εντολείς κάθε κυβέρνησης μέσα στον καπιταλισμό. Οι εγχώριοι ιδιώτες πάροχοι κερδίζουν καθημερινά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ με τις πλάτες του κράτους που, σε ένα απίστευτο ράλι αναδιανομής, μεταφέρει μεγάλο μέρος του κοινωνικού πλούτου στα χέρια μιας δράκας ολιγαρχών. Η ταχύτητα και το μέγεθος αυτής της κοινωνικής ληστείας συγκαλύπτεται εν μέρει από το γεγονός πως το κράτος, δανειζόμενο αγρίως, επιδοτεί το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους, γνωρίζοντας πως το νέο χρέος θα φορτωθεί ξανά στους φτωχούς στο επερχόμενη κρισιακό κύκλο.
Κι όμως οι καπιταλιστές, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, δεν είναι απλά μια χούφτα από αδηφάγα καθάρματα, είναι α ν α γ κ α σ μ έ ν ο ι σε αυτό το φαγοπότι. Πολλά χρόνια πριν τον Μαρξ, οι κλασικοί αστοί οικονομολόγοι είχαν διαπιστώσει πως η φυσική τάση της αγοράς οδηγεί στην πτωτική τάση του κέρδους. Ήξεραν, κι ας το αρνούνται σήμερα οι φιλελεύθεροι και αριστεροί τους επίγονοι, πως το μόνο που παράγει αξία είναι η ανθρώπινη εργασία, αφού τα μηχανήματα μπορεί να «έχουν αξία», όμως δεν «παράγουν αξία». Ο Μαρξ απλά έβαλε κάτω την «εξίσωση» και είδε πως οι κεφαλαιοκράτες είναι υποχρεωμένοι εξαιτίας τού ανταγωνισμού τους να επενδύουν διαρκώς σε σταθερό κεφάλαιο (μηχανήματα και καινοτόμες υποδομές), και έτσι, μειώνοντας διαρκώς την εξάρτησή του από την ανθρώπινη εργασία, πετώντας όλο και περισσότερους εργάτες εκτός παραγωγής, να αυξάνουν εκείνη την περίφημη Οργανική Σύνθεση του Κεφαλαίου, που με τη σειρά της, μοιραία και παράδοξα ταυτόχρονα, αποσαθρώνει τον ίδιο τον καπιταλισμό, αφού βρίσκεται στον παρονομαστή του κλάσματος της κερδοφορίας του. Ο Μαρξ απέδειξε τη νομοτελειακή πορεία προς την κρίση. Όσο η αγορά λειτουργεί «κανονικά», όσο δηλαδή ο νόμος της συσσώρευσης εκτρέπει τον πλούτο στα χέρια όλο και λιγότερων, τόσο τα ποσοστά κέρδους θα μειώνονται ασφυκτικά, παραλύονται το ίδιο το «κίνητρο» επένδυσης, την ίδια την αγορά.
Από την εποχή του Μαρξ ο καπιταλισμός μηχανεύτηκε πολλούς τρόπους για να υπερβεί την πτώση του ποσοστού κέρδους, τον βέβαιο θάνατό του. Με την αποικιοκρατία προσπάθησε να διευρύνει τις αγορές σε όλο τον πλανήτη, με τους παγκόσμιους πολέμους προτίμησε να καταστρέψει υποδομές, σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, για να μπολιάσει εκ νέου την κερδοφορία πάνω στα ερείπια. Μετά επιχείρησε τον εσωτερικό αποικισμό, εμπορευματοποιώντας κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Με την Τρίτη βιομηχανική επανάσταση ενέταξε τον αυτοματισμό στην παραγωγή ελπίζοντας σε ένα άλμα παραγωγικότητας και κερδοφορίας, που όμως, οδηγώντας σε μαζική ανεργία, πριόνισε ταχύτατα την κερδοφορία και βάθυνε την κρίση. Μην έχοντας άλλη στρατηγική, εδώ και δυο δεκαετίες, αποικιοποιεί το μέλλον, δανείζεται μανιωδώς, εξαργυρώνοντας στο σήμερα τους καρπούς μιας υποτιθέμενης μελλοντικής αξίας, που μόνο στην φαντασία του υπάρχει. Όσες στρατηγικές κι αν ακολούθησε, καμία δεν του βγήκε. Κι όμως συνεχίζει, σαν ημιθανής υπέρβαρος ήρωας του Φερέρ. Θα προτιμήσει την αυτοκτονία από το να αμφισβητηθεί η ιδιοκτησία του.
Γιατί στη βάση όλης αυτής της αυτοκτονικής αδηφαγίας, αυτής που νομοτελειακά τον οδηγεί στον θάνατο δια πνιγμού, είναι η ιδιοκτησία τού κεφαλαίου. Όσο η ιδιοκτησία παραμένει ο θεμελιώδης θεσμός τής κοινωνικής μηχανικής, όσο η παραγωγή βασίζεται ακόμα στον ανταγωνισμό, τόσο θα γίνεται περισσότερο παρόντας και ασφυκτικά ανυπέρβατος εκείνος ο παλαιός νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Όσο ο κόσμος αρνείται τη σωτηρία του και ο συλλογικός λυτρωτής απουσιάζει, τόσο οι επενδύσεις θα δίνουν ασύμφορες (έως αρνητικές) αποδόσεις και οι τράπεζες θα τυπώνουν χρήμα πάνω στο χρήμα: εικονική επέκταση της πίστωσης, μια μελλοντική προσδοκία που έχει την αφέλεια να θεωρεί πως εξαργυρώνεται στο παρόν.
Στο περιβάλλον αυτής της οριακής κρίσης, με τους καπιταλιστές πιο αδηφάγους από ποτέ, με την αναδιανομή πλούτου να τρέχει με πρωτοφανείς ρυθμούς στην ανθρώπινη ιστορία, κάτω από την επίκληση μια διαρκούς (πραγματικής) κρίσης του κεφαλαίου, οι όποιες μεταρρυθμιστικές ή «φιλολαϊκές» πολιτικές εντός του συστήματος, που κάποτε υπόσχονταν μια ζούγκλα με «ανθρώπινο πρόσωπο», μοιάζουν με σαχλαμάρες εγχειριδίων «αυτοβελτίωσης».
Εγκλωβισμένη στο παλαιό σχήμα της ήττας, αποδεχόμενη εδώ και δεκαετίας το there is no alternative (ΤΙΝΑ) του καπιταλιστικού τρόπου, καμία σοσιαλδημοκρατική, εναλλακτική ή ριζοσπαστική πολιτική δεν έχει κατανοήσει (ή δεν θέλει να κατανοήσει) το μέγεθος της κρίσης, σε τι τερατώδες αδιέξοδο βρίσκεται ο παγκόσμιος καπιταλισμός και πως προσπαθεί να συγκαλύψει μια ολοκληρωτική κατάρρευση σωρεύοντας δυσθεώρητα χρέη. Καμία τέτοια δεν έχει κατανοήσει τι φτώχεια και εξαθλίωση περιμένει την εργατική τάξη τα ερχόμενα χρόνια και τον πολιτικό ολοκληρωτισμό που εγκυμονεί για να τη διαχειριστεί, έναν πολιτικό ολοκληρωτισμό που προκύπτει ως «φυσικό εποικοδόμημα» μιας όλο και μονοπωλιακότερης αγοράς.
Καμία μεταρρυθμιστική πολιτική δεν έχει κατανοήσει (ή δεν θέλει να κατανοήσει) όλα τα παραπάνω, γιατί αν τα κατανοούσε θα μιλούσε για απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής εδώ και τώρα, για κοινωνική αυτοδιαχείριση παντού εδώ και τώρα, για μηδενισμό των εξοπλιστικών δαπανών, για ριζική μείωση των ωρών εργασίας, μηδενισμό της ανεργίας, για έναν ενιαίο μισθό και μία σύνταξη για όλους, για κοινωνική απαλλοτρίωση του αμύθητου ολιγαρχικού πλούτου και του κεφαλαίου ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, και όχι για «επιδόματα», «κοινωνικό (παρα)κράτος», «φιλολαϊκή στροφή», για 13ο δρόμο προς τον σοσιαλισμό, για «μετα-καπιταλισμό» και διάφορες άλλες τέτοιες αβυθομέτρητες μπαρούφες.