Σκέψεις επάνω στην “παραβατικότητα των Ρομά” και το επαναστατικό κίνημα
Στο βιβλίο του “Soledad Brother: The Prison Letters of George Jackson“, το οποίο περιέχει γράμματά του μέσα από την φυλακή, ο George Jackson, μέλος των Μαύρων Πανθήρων και ένας εκ των λεγόμενων “Soledad Brothers”, αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής, μιλώντας για την σχέση επαναστατικού και περιθωριακού, παραβατικού υποκειμένου: “Γνώρισα τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Τρότσκι και τον Μάο όταν μπήκα στην φυλακή -και μου το εξαργύρωσαν. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια δεν διάβαζα τίποτα άλλο παρά οικονομικές θεωρίες και στρατιωτικές ιδέες. Γνώρισα μαύρους αντάρτες – τον George “Big Jake” Lewis και τον James Carr, τον W.L. Nolen, τον Bill Christmas, τον Torry Gibson…Προσπαθήσαμε να μεταμορφώσουμε την νοοτροπία του μαύρου εγκληματία, σε νοοτροπία του μαύρου επαναστάτη“.
Σκεφτόμουν πολύ την υπόθεση των Μαύρων Πανθήρων αυτές τις ημέρες που ακολούθησαν τον πυροβολισμό στο κεφάλι του 16χρονου Ρομά Κώστα Φραγκούλη από την αστυνομία. Το πως έδρασαν σε άμεση σύνδεση με την κοινότητά τους, αλλά κυρίως το ποιοι ήταν αυτοί οι ίδιοι οι ριζοσπάστες, πριν μετατραπούν σε σοσιαλιστές, μαρξιστές επαναστάτες. Ποιο ήταν το δικό τους backround ως μέλη της μαύρης κοινότητας, μιας κοινότητας ακόμη πολύ έντονα περιθωριοποιημένης την δεκαετία του ’60 και του ’70, που βίωνε τόσο τον συστημικό, όσο και τον κοινωνικό ρατσισμό -και συνεχίζει να τον βιώνει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, τις δεκαετίες που ακολουθούν, έως και σήμερα. Ποια η καθημερινότητα που βίωναν αυτοί οι άνθρωποι; Πως ήταν η ζωή τους στα ghetto; Ποιες οι ευκαιρίες για να ξεφύγουν από την μιζέρια και πως; Μπορεί να φανεί υπερβολικό σε κάποιους, αλλά, από την μεριά μου, ως λευκός, “προνομιούχος” σε σχέση με το λεγόμενο “κοινωνικό περιθώριο” και το “λούμπεν προλεταριάτο” -αν και κομμάτι της εργατικής τάξης ο ίδιος- μπορώ να φανταστώ μια κάποια σύνδεση ανάμεσα στις κοινότητες των αφροαμερικανών εκείνης της εποχής και των Ρομά του σήμερα.
Και επειδή πολύς λόγος γίνεται και πολλά megabyte, πολύ σάλιο και πολύ μελάνι ξοδεύονται από τον -αρκετά μεγάλο, δυστυχώς- συντηρητικό, ρατσιστικό πόλο της κοινωνίας -που έχει φυσικά ως “ναυαρχίδα” του τα συστημικά ΜΜΕ- της τελευταίες ημέρες, γύρω από την περιβόητη “εγκληματικότητα των Ρομά” και τον “τρόπο ζωής που οι ίδιοι έχουν επιλέξει”, είπα να γράψω δυο λόγια, όσο μου αναλογεί και όσο μπορώ εγώ να αντιληφθώ την κατάσταση, παρατηρώντας την “από έξω”.
Το έγκλημα και η παραβατικότητα των περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων, όπως π.χ. των Ρομά (αλλά και των μεταναστών κ.λπ), δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αντανάκλαση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που τους περιτριγυρίζουν από την γέννηση τους και του δομικού, συστημικού ρατσισμού τον οποίο βιώνουν καθολικά σαν κοινότητες. Η έντεχνη -από μεριάς κράτους και κεφαλαίου- στέρηση επιλογών, εναλλακτικών, εργασίας, παιδείας και εκπαίδευσης προς αυτές τις κοινότητες, τις κρατάει με ύπουλο τρόπο στον πάτο της κοινωνίας και στο περιθώριο, στα ghetto. Και από εκεί, στην παρανομία, την συνεπακόλουθη τιμωρία, την φυλάκιση κλπ. Και πάλι πίσω στα ghetto, τους καταυλισμούς. Επιπρόσθετα, η υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία και ο πλατύς κοινωνικός ρατσισμός απέναντί τους, δημιουργούν σε αυτές τις κοινότητες την αίσθηση του “μη – ανήκειν” σε αυτή την κοινωνία, κάτι που αποτυπώνεται και σε αυτή την περίφημη, φαινομενικά δική τους “θέληση και επιθυμία να συνεχίσουν να ζουν με αυτόν τον τρόπο“, που αποτελεί ίσως το πιο πολυχρησιμοποιημένο “επιχείρημα” του συντηρητισμού ενάντια στους Ρομά. Ουσιαστικά, αυτοί οι άνθρωποι είναι “παγιδευμένοι” σε αυτόν τον τρόπο ζωής, αν προβούμε και σε μια αναλογία με τα ghetto των μαύρων στις ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας το τραγούδι “Trapped” του ράπερ Tupac Shakur: “They got me trapped in this prison of seclusion/Happiness, living on tha streets is a delusion” (Με έχουν παγιδέψει σε αυτή την φυλακή της απομόνωσης/Η ευτυχία, όταν ζεις στους δρόμους, είναι μια αυταπάτη), που περιγράφει ακριβώς αυτή την συνθήκη, από την οπτική γωνία ενός αφροαμερικανού που έζησε τις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90.
Από την άλλη μεριά, σε πολύ κόσμο, θεωρητικά πιο “προοδευτικό” και “μποέμ”, μπορεί να φαίνεται “ειδυλλιακή” η εικόνα της “ελεύθερης” ζωής των Ρομά, της περιφρόνησης των καθιερωμένων κοινωνικών συμβάσεων, της “ζωής πέρα από τους νόμους”. Αυτή η εικόνα όμως είναι αρχικά εν πολλοίς επίπλαστη, δημιουργημένη μέσα από την μαζική κουλτούρα, τον κινηματογράφο κλπ -προνόμιο των λευκών πάντα. Από την άλλη, όσο, όπως και αν ισχύει, αποτελεί μονάχα τη μία πλευρά του νομίσματος. Και θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι όποιος ωραιοποιεί ή ρομαντικοποιεί την καθημερινότητα των ανθρώπων αυτών, διαπράττει ένα είδος “οριενταλισμού”. Ότι και να λέμε από την μεριά μας όμως, όσες αναλύσεις και να κάνουμε, μόνο οι ίδιοι οι Ρομά μπορούν με σαφήνεια να μας περιγράψουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, τις αιτίες που τους ωθούν σε συγκεκριμένες αποφάσεις και επιλογές και, κυρίως, το πως αντιλαμβάνονται την στάση της υπόλοιπης κοινωνίας απέναντί τους.
Πως όμως μπορεί κάτι τέτοιο να συμβεί με ειλικρίνεια ανάμεσα σε αυτό το πιο “αποκλεισμένο” κομμάτι των από-τα-κάτω και την εργατική τάξη, χωρίς κοινωνικές προκαταλήψεις και καχυποψία από την μία και άλλη πλευρά, ώστε να συσφίξουμε τις σχέσεις μας απέναντι στον κοινό μας εχθρό;
Χρειάζονται σήμερα, περισσότερο από ποτέ, εκείνες οι σχέσεις και οι τριβές ανάμεσα στο επαναστατικό κίνημα -ιδιαίτερα το αναρχικό/ελευθεριακό, καθότι θεωρώ πως πλέον δεν υπάρχει άλλο κίνημα που να μπορεί να κάνει αυτή την σύνδεση, καθώς όλα τα άλλα είναι λίγο πολύ εγκλωβισμένα στην αστική νομιμότητα- που θα (ξε)γεννήσουν τους επαναστάτες μέσα από τους “παραβατικούς” των κοινοτήτων αυτών, όπως προέκυψαν κάποτε οι Μαύροι Πάνθηρες, ως γέννημα της μαύρης κοινότητας, της καθημερινότητάς της και των αναγκών της, σε διαλεκτική σχέση με τις ριζοσπαστικές ιδέες. Να μην ξεχνάμε ότι στο παρελθόν, σε άλλα μέρη του κόσμου, η κοινότητα των Ρομά και των τσιγγάνων είχε συνδεθεί πολύ στενά με το επαναστατικό κίνημα. Στην Ισπανία, την εποχή του Εμφυλίου μάλιστα, η μεγαλύτερη επαναστατική οργάνωση της εργατικής τάξης, η ηρωική αναρχοσυνδικαλιστική CNT, είχε για αρκετά μεγάλο διάστημα έναν τσιγγάνο αναρχικό για Γενικό Γραμματέα, τον Mariano Rodríguez Vázquez, γνωστό και ως Μαριάνετ.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν μιλάω εδώ για την ανάγκη κάποιου είδους “επαναστατικής κατήχησης” στους Ρομά από-τα-έξω-προς-τα-μέσα. Για κάποια “λευκή καθοδήγηση”. Μιλάω, αντίθετα, για ανθρώπους που θα είναι σάρκα από την σάρκα αυτών των κοινοτήτων, και όχι για “μπαλαμούς” επαναστάτες και αλληλέγγυους, σαν τα μούτρα μας, που, όσο κι αν ταξικά είμαστε κοντά τους περισσότερο από τον κάθε άλλο, κοινωνικά οι καθημερινότητές μας απέχουν αισθητά. Εμείς δηλαδή, μπορούμε και πρέπει απλά να τους φέρουμε σε επαφή με τις ριζοσπαστικές ιδέες, αλλά σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσουμε το ίδιο το υποκείμενο στην προσπάθειά του για χειραφέτηση.
Δυστυχώς, εκτός από ελάχιστες, φωτεινές εξαιρέσεις, η επαφή μας ως το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του προλεταριάτου με το υποκείμενο αυτό των Ρομά γίνεται είτε όχι ως ίσοι προς ίσους και διαμεσολαβημένα, είτε μέσα σε συνθήκες έντασης, “στον δρόμο”, επ’ αφορμής τέτοιων τραγικών περιστατικών όπως ο πυροβολισμός του Κώστα Φραγκούλη ή η δολοφονία του Νίκου Σαμπάνη από το Κράτος και την αστυνομία του. Ποτέ δεν είναι αργά για να δημιουργήσουμε τις απαραίτητες συνδέσεις και η έμπρακτη αλληλεγγύη πάντα βοηθάει στην σύσφιξη των ήδη υπαρχουσών σχέσεων. Αλλά μια πιο σταθερή, τουλάχιστον, επικοινωνία και ανταλλαγή εμπειριών είναι ένα απαραίτητο πρώτο βήμα.
Να το πράξουμε αύριο κιόλας.