Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την πόλη. Δεν είναι όμως το φάντασμα τής κοινωνικής επανάστασης, που κάποτε έτρεμαν οι δυνάμεις τού παλαιού κόσμου, αλλά το φάντασμα τού σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Το κράτος Λεβιάθαν· ο Μόμπυ Ντικ που σαν ιπτάμενο Ζέπελιν επιτηρεί τον πλανήτη. Μπορεί να πέρασαν σχεδόν ογδόντα χρόνια από τον όλεθρο, όμως η κτηνώδης δύναμη του κρατικαπιταλιστικού τέρατος δηλώνει ακόμα παρούσα, σαν φάντασμα τής ιστορίας.
Ο Μαρξ αναστοχαζόμενος πάνω σε μια φράση του Χέγκελ έγραψε κάποτε σχολιάζοντας τη δικτατορία τού Λοδοβίκου Βοναπάρτη: η ιστορία (όντως) επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα. Η φράζει αυτή έχει πολλάκις λειτουργήσει ως καθησυχαστικό ανακουφιστικό: «ό,τι έγινε δεν μπορεί να επαναληφθεί». Κι όμως, με το τραγικό προνόμιο να ζούμε σχεδόν δυο αιώνες αργότερα και με τα γεγονότα του 20ου αιώνα μπροστά στα μάτια μας, η φράση θα πρέπει να διαβάζεται περισσότερο ως προειδοποίηση.
Μήπως η τραγωδία είναι ήδη εδώ και εμείς μάθαμε να την αντιλαμβανόμαστε ως φάρσα; Μήπως οι αρλεκίνοι ηγεμόνες που ορίζουν σήμερα τη μοίρα του κόσμου, ο life style οπτικός ρεαλισμός τού τίποτα, η φαρσοκωμωδία τής κοινοβουλευτικής οπερέτας και η δήθεν κανονικότητα τής αγοραίας τηλεοπτικής ευωχίας, δεν συγκαλύπτουν το γεγονός πως κάθε μέρα που περνάει 15 χιλιάδες παιδικά πεθαίνουν από την πείνα, πως κάθε λεπτό που περνάει 30 εκατομμύρια δολάρια περνούν από τους φτωχούς στους πλούσιους, πως το χάσμα ανισοκατανομής του πλούτου είναι το μεγαλύτερο στην παγκόσμια ιστορία, πως σε κάθε χτύπο του ρολογιού 3,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν με λιγότερο από 2 δολάρια τη μέρα, πως σε κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου μερικές χιλιάδες γεωδαιτικοί δορυφόροι ξέρουν τη θέση σχεδόν κάθε ανθρώπου στον πλανήτη, μήπως αυτή η φάρσα —τελικά— παρατράβηξε;
Το μικρό αυτό φιλμάκι του Άλεξ Πανίτσα άρχισε την πτήση του χτες το βράδυ, 53 χρόνια ακριβώς από εκείνη τη νύχτα που ο Στυλιανός Πατακός κατέβασε τα τανκς στους δρόμους. Οι άνθρωποι τότε ήξεραν πως η χούντα θα ερχόταν, το έγραφαν ακόμα και οι εφημερίδες. Όμως κανείς δεν αντέδρασε, είχαν όλοι (σχεδόν) αποδεχτεί το μοιραίο. Σαν τραγική ειρωνεία οι δρόμοι της πόλης είναι και σήμερα άδειοι ενώ οι άνθρωποι μοιάζουν να έχουν αποδεχτεί από καιρό τη διαρκή παρουσία μιας πανεπόπτριας εξουσία να τους πλημμυρίζει με φόβο και ενοχές για να ελέγχει κάθε τους κίνηση.
Το αμετάθετο ερώτημα που επικρέμαται αφορά τη μοίρα αυτού του βλέμματος: ως πότε θα μένει κενό, απαθές και άδειο;