Ένας μπάτσος πάνω στο κομοδίνο μας και η ανάγκη για οργάνωση
Αυτό το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την γνωστοποίηση από συντροφικό μου πρόσωπο ακόμη μιας -πολλοστής- μπούκας αστυνομικών σε κάποιο σπίτι στα Εξάρχεια, μιας μπούκας που δεν έμαθε ποτέ κανείς, όπως κανείς δεν θα δώσει και πολύ μεγάλη σημασία στις τόσες άλλες που έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα, καθώς αυτή είναι μια κατάσταση που έχει συστηματοποιηθεί και κινδυνεύει να μετατραπεί σε κανονικότητα, αφορά γεγονότα που σχεδόν ποτέ δεν λαμβάνουν την απαραίτητη έκταση και την σωστή κάλυψη από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, ενώ όταν εν τέλει αυτό συμβαίνει, γίνεται με σκοπό και τρόπο που θα ευνοήσει τα σχέδια της ΕΛΑΣ και του Κράτους ή θα συγκαλύψει τις παράνομες -ακόμη και με βάση τον αστικό νόμο- και μαφιόζικες μεθόδους τους. Ο τίτλος είναι παρμένος από την φράση ενός άρθρου που είχα γράψει κοντά μια δεκαετία πριν σε κινηματικό έντυπο αντιπληροφόρησης, σχετικά με την οξυμένη αστυνομική καταστολή και τις συνεχείς προσλήψεις μπάτσων κάθε είδους, τους οποίους σε λίγο θα βρίσκαμε ακόμη και κάτω από τα κρεβάτια μας, μέσα στις ντουλάπες μας ή και επάνω στο κομοδίνο μας, δίπλα από το λαμπατέρ. Μια πρόβλεψη που επαληθεύτηκε, μια συνθήκη που συνεχίζεται αμείωτα μέχρι και σήμερα. Τέλος, αυτό το άρθρο είναι (ακόμη) μια έκκληση για οργάνωση.
Τα παλιά τα χρόνια, όταν στην χώρα είχαμε ολοκληρωτικά ή ημι-ολοκληρωτικά καθεστώτα και κυβερνήσεις (χούντες, μετεμφυλιακά χρόνια κλπ), αποτελούσε κανόνα να μπουκάρουν οι μπάτσοι με το έτσι θέλω και για ψύλλου πήδημα στα σπίτια αγωνιστών – τότε κυρίως κομμουνιστών και μελών διαφόρων αριστερών οργανώσεων και κομμάτων, αλλά ακόμη και απλών “συμπαθούντων” δημοκρατικών πολιτών. Την εποχή εκείνη υπήρχαν ολόκληροι κομματικοί μηχανισμοί που κινητοποιούσαν και μαζικοποιούσαν τα κοινωνικά – ταξικά αντανακλαστικά, έβγαζαν κόσμο στους δρόμους, υπήρχε αναταραχή, γράφονταν βιβλία, τραγούδια και ποιήματα. Με λίγα λόγια, παρά τις αντίξοες συνθήκες -ή μάλλον σε πείσμα αυτών και σε διαλεκτική σχέση μαζί τους- υπήρχε μια σχετική πολιτική ηγεμονία των επαναστατικών-προοδευτικών ιδεών στην κοινωνία και την τάξη, μια ηγεμονία που έπαιζε σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια των αγωνιστών να υψώσουν ανάχωμα σε αυτή την συνθήκη. Η ηγεμονία αυτή χτίστηκε με το αίμα και την αξιοπρέπεια αγωνιστών μέσα στα κελιά, στα ξερονήσια, στους δρόμους και στα βουνά.
Για να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα, μη νομίζετε ότι και τότε οι μπάτσοι έμπαιναν σε σπίτια των αγωνιστών μόνο για μπόμπες και όπλα, για τίποτα φοβερές και τρομερές ενέργειες. Το αντίθετο μάλλον: Και για έντυπα έμπαιναν, για προκηρύξεις, ακόμη και με βάση σταμπαρίσματα των συμπεριφορών νεολαίων και εργατών ως “αποκλείνουσες” από τους ασφαλήτες.
Σήμερα, το αστικοδημοκρατικό καθεστώς στην Ελλάδα βρίσκεται σε μια πορεία προς την πλήρη απολυταρχικοποίησή του, με νόμιμα ή μη μέσα, χωρίς να θεωρώ προσωπικά πάντως ότι έχει ακόμη συντελεστεί κάποια “αλλαγή πολιτεύματος”. Κάτι που ίσως βεβαία να μην συμβεί με τον τυπικό τρόπο που γνωρίζουμε μέσα από την ιστορία, δηλαδή μέσα από κάποια στρατιωτική δικτατορία που θα ανατρέψει την πολιτική άρχουσα τάξη. Κάτι τέτοιο πιθανότατα ακόμη και να μην χρειαστεί ποτέ, αν τα πράγματα συνεχίσουν να βαδίζουν προς την ίδια κατεύθυνση μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή με τις μαζικές κοινωνικές αντιστάσεις να βρίσκονται στα τάρταρα και μειοψηφίες μόνο να αντιστέκονται συνολικά. Εν μέσω αυτής της πορείας προς την απολυταρχικοποίηση λοιπόν, συμβαίνουν παρόμοια περιστατικά βίας και κατάχρησης εξουσίας στον δρόμο, βασανισμοί σε Α.Τ., μπούκες σε σπίτια με αφορμή απλά κάποια αντικρατικά αυτοκόλλητα ή κείμενα, καθώς και άλλες “παρεκτροπές”, όπως αθωώσεις κάθε είδους υμετέρων αποβρασμάτων: (παιδο)βιαστών, πολιτικών με αίμα αθώων στα χέρια τους, μαφιόζων μπάτσων κλπ.
Ωστόσο, δεκαετίες πλέον μετά την ολοκληρωτική ενσωμάτωση των μεγαλύτερων κομμάτων της αριστεράς στην αστική νομιμότητα και στους θεσμούς του κράτους, αλλά και την δημιουργία ενός τεράστιου “πλεονάζοντος πληθυσμού” από μετανάστες, άστεγους κλπ, έχει αλλάξει παντελώς το υποκείμενο που δέχεται (σε καθημερινή βάση και όχι μόνο σε ακραίες “ειδικές περιστάσεις” ή μεμομένα) αυτή την ακραία βία. Το υποκείμενο αυτό δεν είναι πλέον το κομματικό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος ή ο αγωνιστής της αριστεράς, αλλά, από την μία, ο ευρύτερος αναρχικός χώρος – σε πολιτικό επίπεδο- και από την άλλη οι μετανάστ(ρι)ες -σε κοινωνικό.
Από αυτό το νέο υποκείμενο – αποδέκτη της ωμής κρατικής βίας, οι μεν αναρχικοί/ες, δεν διαθέτουν το “πλεονέκτημα” της πρόκλησης του κοινωνικού θυμικού όταν στοχοποιούνται βάναυσα, ωστόσο είναι συνήθως σε πιο ευμενή κοινωνική-ταξική θέση σε σχέση με τους/τις μετανάστ(ρι)ες και έχουν μια κάποια πολιτική “πλάτη” μέσω του υπερ-δραστήριου σε θέματα αλληλεγγύης α/α χώρου. Οι μετανάστ(ρι)ες δε από την μεριά τους, μπορούν -ακόμη- να προσελκύσουν πιο εύκολα την κοινωνική αλληλεγγύη, καθώς και την στήριξη των οργανώσεων της αριστεράς, ακόμη και των πιο μαζικών και ρεφορμιστικών, κυρίως με βάση τον ανθρώπινο παράγοντα και δευτερευόντως τον ταξικό. Ωστόσο, όταν κοπάσει η αλληλεγγύη, συνεχίζουν να μην έχουν στον ήλιο μοίρα. Είναι πάλι στο σημείο μηδέν.
Από τα δύο υποκείμενα, μπορώ να μιλήσω πιο εύκολα για τον αναρχικό χώρο. Όταν λοιπόν κάθε μέρα μπαίνουν με το έτσι θέλω οι μπάτσοι σε σπίτια αναρχικών ή τους την έχουν στημένη κάτω από αυτά… Όταν η πολιτική τους ταυτότητα αρκεί για να φτιαχτεί -μέσω της συνδρομής των ΜΜΕ- μια αρχική τουλάχιστον εικόνα “ενοχής” για το οτιδήποτε (όπως άλλωστε γινόταν και παλιότερα με τους κομουνιστές), χωρίς καν αυτό το “οτιδήποτε” να χρειαστεί να ξεκαθαριστεί ποτέ, μια εικόνα “ενοχής” που μπορεί να τους στερήσει μέρες, μήνες ή και χρόνια από την ελευθερία τους χωρίς καμία απόδειξη… Ε λοιπόν πλέον, σε σχέση τα παλαιότερα χρόνια για τα οποία μιλήσαμε, δεν υπάρχει κανένας οργανωτικός φορέας που να μπορεί να σηκώσει επαρκώς το βάρος της γνωστοποίησης, της αλληλεγγύης, της αντίστασης, να κινητοποιήσει τις μάζες, να ασκήσει την πολιτική ηγεμονία των επαναστατικών ιδεών στην κοινωνία.
Αυτό συμβαίνει κυρίως για δύο λόγους, ένας εκ των οποίων αφορά άμεσα τον ίδιο τον αναρχικό χώρο ενώ ο άλλος μόνο έμμεσα και ως αποτέλεσμα της δικής του ανεπάρκειας για κάποιο διάστημα να σταθεί μαζικά στην πρώτη γραμμή των αγώνων, αφήνοντας χώρο στην σοσιαλδημοκρατία.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι αναρχικοί, δυστυχώς, ως πολιτικός χώρος στην Ελλάδα, είμαστε κατακερματισμένοι και βαθιά πληγωμένοι από την αρρώστια του αφορμαλισμού και του αντι-οργανωτισμού. Έτσι μάθαμε να δρούμε εδώ και δεκαετίες. Μικρές ομάδες με μίνιμουμ πολιτικές συμφωνίες, αλλά μάξιμουμ κριτήρια για την συνεργασία με τις υπόλοιπες και η λέξη οργάνωση να ταυτίζεται με την ιεραρχία. Μετατράπηκε αυτή η αρρώστια από ξενιστής στο σώμα του αναρχικού κινήματος σε (σχεδόν) ταυτοτικό στοιχείο της σύγχρονης υπόστασης του. Αυτό μπορεί διακηρυκτικά να μην αφορά όλες τις ομάδες και τις οργανώσεις, ωστόσο όταν ένας ολόκληρος χώρος έχει δομηθεί έτσι εδώ και δεκαετίες, η συνθήκη αυτή επηρεάζει ακόμη και όσους θέλουν να κινηθούν -και κάποιοι κινούνται όντως- σε πιο οργανωμένα πλαίσια, καθώς τους βάζει ντε φάκτο εμπόδια στην μαζικοποίηση και τις συνεργασίες.
Ο δεύτερος λόγος είναι πως εδώ και περίπου μια δεκαετία, μερίδα της “αριστεράς”, αυτή που μαζικοποιήθηκε τόσο πολύ (με γνώμονα τα εκλογικά ποσοστά και όχι απαραίτητα οργανικά) ώστε να κυβερνήσει την χώρα, κατόρθωσε με την εμετική της στάση να χαθεί μέσα στην κοινωνία ακριβώς αυτή η ηγεμονία των ιδεών της αλληλεγγύης, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης. Εκχώρησε μέσα σε λίγα χρόνια αυτό το περίφημο “ηθικό πλεονέκτημα”, που όπως ανέφερα και παραπάνω, ήταν κερδισμένο μέσα από σκληρές μάχες και αγώνες, από την στάση ζωής και την αξιοπρέπεια των επαναστατ(ρι)ών εργατ(ρι)ών στην χώρα αυτή εδώ και έναν αιώνα τουλάχιστον. Εξίσωσε πρακτικά τις έννοιες “αριστερά” και “δεξιά” στα μάτια των πολλών (και δυστυχώς ο αναρχικός χώρος δεν είναι ιστορικά όσο διακριτός όσο θα έπρεπε από την αριστερά στα μάτια της κοινωνίας, ειδικά από την ελληνική Αριστερά και ειδικότερα την αισχρή σοσιαλδημοκρατία, οπότε συμπαρέσυρε κι αυτόν). Έδωσε χώρο στην ματαιότητα και στο “όλοι ίδιοι είναι”, ιδεολογήματα και στάσεις που πάντα θα ευνοούν τον ατομικό δρόμο.
Όσο λοιπόν η πρώτη συνθήκη συνεχίζει να υπάρχει, τόσο θα συνεχίζει να υπάρχει και η δεύτερη: Όσο οι αναρχικοί -τουλάχιστον αυτοί που πιστεύουμε στην κοινωνική και ταξική επανάσταση, στον ελευθεριακό κομμουνισμό- συνεχίζουμε να μην μπορούμε να βρούμε τους τρόπους, τους δρόμους και τις συμφωνίες που θα οδηγήσουν σε μια μαζική μαχητική οργάνωση, όσο κυριαρχούν στο εσωτερικό μας ο αφορμαλισμός, ο ωχαδερφισμός, η αντίληψη της αντίστασης ως χόμπι και διασκέδαση, αλλά και οι έριδες και οι αντιδικίες που δεν εκκινούν από αμιγώς πολιτικά ζητήματα (γιατί τα πολιτικά μπορούν να επιλυθούν με την κουβέντα ή έστω να αποτελέσουν αφορμή για αυτήν), τόσο οι ιδέες της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας, της συλλογικότητας, της ελευθερίας δεν θα βρίσκουν γνήσιο εκφραστή ανάμεσα στην κοινωνία και την τάξη. Τόσο θα αφήνονται στην παραμόρφωσή τους από την ενσωματωμένη αριστερά και την σοσιαλδημοκρατία. Και έτσι με την σειρά τους τα ιδεολογήματα του ατομικισμού, της ανέλιξης, του κοινωνικού κανιβαλισμού, αλλά και οι κοινωνικές διακρίσεις με βάση το φύλο και την φυλή θα κερδίζουν έδαφος στην κοινωνία και την τάξη, θα τσιμεντώνουν την ήδη υπάρχουσα νεοφιλελεύθερη, αστική ιδεολογική ηγεμονία.
Και τότε φυσικά, όχι απλά δεν θα υπάρχει καμία οργάνωση και κανένας φορέας που να μπορεί αναδείξει και να καταπολεμήσει την κρατική ασυδοσία και την επέλαση των συμφερόντων του Κεφαλαίου με μαζικούς όρους, αλλά οι πρακτικές αυτές θα επιδοκιμάζονται κιόλας φανερά. Είμαστε, θεωρώ, ένα βήμα πριν από αυτό. Εκφάνσεις αυτού του μοντέλου και αυτού του πιθανού μέλλοντος είναι ήδη υπαρκτές και φανερές στην ιδεολογία και τον τρόπο σκέψης σημαντικού κομματιού της κοινωνίας. Και η αντίσταση σε όλο αυτό είτε υπάρχει μονάχα σε μοριακό επίπεδο, είτε κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, είτε φιλοδοξεί να γίνει ακολουθητής δοκιμασμένων, ηττημένων και ενσωματωμένων συνταγών.
Η οργάνωση δεν είναι ούτε φετίχ, ούτε κάποιο αφηρημένο ιδεολογικό σχήμα που προκύπτει από θεωρητικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις. Η οργάνωση είναι όπλο, είναι εργαλείο. Είναι ένα “κλειδί” που μπορεί να ξεκλειδώσει κινηματικές και ταξικές δυνατότητες, τρόπους δράσης και αντίστασης. Η οργάνωση είναι ανάγκη που μένει να καλυφθεί.