David Graeber / Η Ανθρωπολογία Των Ανθρώπινων Δυνατοτήτων- της δρ. Ayça Çubukçu (LSE).
Αναδημοσίευση από το Κενό Δίκτυο.
Συνάντησα για πρώτη φορά τον David Graeber ένα ζεστό καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη την γεμάτη γεγονότα χρονιά του 2001 στις συναντήσεις του Δικτύου Άμεσης Δράσης (Direct Action Network). Εκείνη την εποχή, ο David ήταν ένας σαραντάρης καθηγητής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Yale που διεξήγαγε εθνογραφική έρευνα πεδίου για τον «ζωντανό ουτοπισμό» της αναρχικής δράσης. Ως νεαρή ακτιβίστρια εκπαιδευμένη από την ακαδημία σε ένα τρόπο μελέτης που σφετερίζεται την ιστορία1, ήμουν αρχικά καχύποπτη για το ανθρωπολογικό του βλέμμα, τη συνεχή λήψη σημειώσεων και τον παράξενο τρόπο που άκουγε με προσήλωση, πριν καταλήξω τελικά στο συμπέρασμα ότι ο Graeber ήταν ένας γνήσιος επαναστάτης. Το βιβλίο του Άμεση Δράση: Μια Εθνογραφία (Direct Action: An Ethnography), καταγράφει με λεπτομέρεια εκείνες τις μέρες και νύχτες που ζήσαμε «με συνεχή επίγνωση των δυνατοτήτων του επαναστατικού μετασχηματισμού, ανάμεσα στα άτομα που τον ονειρεύονται» (2009). Τις επόμενες δύο δεκαετίες, μέχρι τον αιφνίδιο θάνατό του το 2020, ο Graeber θα γινόταν πολύτιμος φίλος, σύντροφος και συνάδελφός μου στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (London School of Economics and Political Science) και θα καθιερωνόταν ως διανοούμενος παγκόσμιας εμβέλειας πέρα από τα όρια της ακαδημίας.
Διαβάζοντας το θεμελιώδες έργο του Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας (2004), μαζί με το μεταθανάτια δημοσιευμένο magnum opus του Η Αυγή Των Πάντων: Μια Καινούρια Ιστορία Της Ανθρωπότητας (2021), το οποίο έγραψε μαζί με τον αρχαιολόγο David Wengrow, θα ήθελα να ασχοληθώ με τον David Graeber ως έναν ανθρωπολόγο των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Ο Graeber δεν ήταν με καμία έννοια μελετητής του αναρχισμού, αλλά, με τα δικά του λόγια, «ένας μελετητής που προσυπογράφει τις αναρχικές αρχές και περιστασιακά ενεργεί σύμφωνα με αυτές, αν και συνήθως με αρκετά περιορισμένους τρόπους» (2020).
Η αφοσίωση του Graeber στις αρχές του αναρχισμού τροφοδότησε το ακαδημαϊκό του έργο μέσω της πεποίθησής του ότι τα ανθρώπινα όντα (θα) μπορούσαν να οργανώνουν συλλογικά την κοινωνική και πολιτική τους ζωή με διαφορετικό τρόπο – στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον – και ως μελετητής, επινόησε, αρχειοθέτησε και ανέλυσε αυτού του είδους τις ανθρώπινες δυνατότητες.
Αρχικά, ο Graeber εμπνεύστηκε να γίνει ανθρωπολόγος ακριβώς λόγω αυτών των δυνατοτήτων. Η ανθρωπολογία τον απορρόφησε, «επειδή το αντικείμενο ανοίγει παράθυρα σε άλλες μορφές κοινωνικής ύπαρξης· επειδή λειτούργησε ως μια συνεχής υπενθύμιση του ότι τα περισσότερα από αυτά που θεωρούμε ως αμετάβλητα, έχουν διευθετηθεί σε άλλους χρόνους και τόπους με αρκετά διαφορετικό τρόπο, και ότι ως εκ τούτου οι ανθρώπινες δυνατότητες είναι σχεδόν με κάθε τρόπο μεγαλύτερες από ό,τι συνήθως φανταζόμαστε» (2007). Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, προσέγγισα το ακαδημαϊκό έργο του Graeber ως μια ανθρωπολογία των ανθρώπινων δυνατοτήτων.
Οι Δυνατότητες μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας
Δημοσιευμένο το 2004 μέσα σε ένα εμπνευστικό πλαίσιο μιας πραγματικής έξαρσης του αναρχισμού σε όλο τον κόσμο, τα Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας του Graeber (θα αναφέρεται εδώ και στο εξής ως Αποσπάσματα) είναι ένα μικροσκοπικό και πανίσχυρο κείμενο που δύσκολα μπορεί να μπει σε κάποια κατηγορία συγγραφικού είδους. Ο Graeber το αποκαλεί μπροσούρα, «μια σειρά από σκέψεις, σχέδια ενδεχόμενων θεωριών και μικρά μανιφέστα» (33)2. Η μπροσούρα αυτή είναι αδύνατο να συνοψιστεί και να παρουσιαστεί πλήρως μέσα σε λίγες σελίδες, όχι μόνο λόγω της αποσπασματικής φύσης της, αλλά κυρίως επειδή φαίνεται εκ των υστέρων πως εμπεριείχε τους σπόρους πολλών από τα κύρια επιχειρήματα που ο Graeber επρόκειτο να αναπτύξει αργότερα στη ζωή του. Ως εκ τούτου, θα περιοριστώ στο να σκιαγραφήσω ορισμένα βασικά στοιχεία του είδους της κοινωνικής θεωρίας που προτείνει ο Graeber σε αυτό το ζωηρό κείμενο. Σε γενικές γραμμές, τα Αποσπάσματα επιδιώκουν να σκιαγραφήσουν ένα σώμα ριζοσπαστικής θεωρίας που, σύμφωνα με τα λόγια του Graeber, «θα μπορούσε πραγματικά να ενδιαφέρει αυτούς που προσπαθούν να βοηθήσουν στην ανάδυση ενός κόσμου στον οποίο οι άνθρωποι θα είναι ελεύθεροι να αυτοκυβερνώνται» (43). Αυτό είναι χαρακτηριστικό του Graeber: η επιθυμία να καταστεί η κοινωνική θεωρία – ιδιαίτερα η ανθρωπολογία – χρήσιμη για τα ριζοσπαστικά κινήματα, και αυτά με τη σειρά τους – ιδιαίτερα ο αναρχισμός – να καταστούν χρήσιμα και ενδιαφέροντα για την κοινωνική θεωρία.
Στα Αποσπάσματα, ο Graeber διερευνά αυτό που ονομάζει «περίεργη συγγένεια» ανάμεσα στην ανθρωπολογία και τον αναρχισμό (46). Παρατηρεί ότι «υπήρχε κάτι στην ανθρωπολογική σκέψη, εν προκειμένω, η έντονη συναίσθησή της για το τεράστιο εύρος των ανθρώπινων δυνατοτήτων, που την έκανε να συγγενεύει με τον αναρχισμό από την αρχή κιόλας» (46). Ο ίδιος ο Graeber γοητεύτηκε από αυτό το εύρος των ανθρώπινων δυνατοτήτων στο παρελθόν και το παρόν, το οποίο θα μπορούσε να καταρρίψει το φαινομενικά αναπόφευκτο των σημερινών κοινωνικών και πολιτικών μας θεσμών, θεμελιώνοντας την ελπίδα για μια συλλογική ζωή με περισσότερη ελευθερία και με πιο ισότιμους τρόπους οργάνωσης.
Ο Graeber στα Αποσπάσματα είναι σε θέση να παρατηρήσει την παράξενη συγγένεια μεταξύ ανθρωπολογίας και αναρχισμού, επειδή στη δική του εκδοχή του ο αναρχισμός δεν είναι απλώς το πνευματικό παιδί συγκεκριμένων «ιδρυτικών μορφών» του δέκατου ένατου αιώνα όπως ο Μπακούνιν, ο Κροπότκιν και ο Προυντόν, και που κάποιος θα έπρεπε να υιοθετήσει εξολοκλήρου. Αντίθετα, πρόκειται περισσότερο για μια συγκεκριμένη στάση, ακόμη και μια πίστη που μοιράζονται μεταξύ τους τα άτομα στον αναρχικό χώρο (36). Ο αναρχισμός μπορεί να θεωρηθεί ως πίστη, ισχυρίζεται ο Graeber, στην οποία περιλαμβάνεται «η απόρριψη ορισμένων τύπων κοινωνικών σχέσεων, η πεποίθηση ότι κάποιες άλλες σχέσεις είναι καλύτερες για το χτίσιμο μιας βιώσιμης κοινωνίας, [και] η πίστη ότι μια τέτοια κοινωνία μπορεί πραγματικά να υπάρξει» (36). Ομοίως, οι «ιδρυτικές μορφές» του αναρχισμού δεν σκέφτονταν σαν να είχαν είχαν ανακαλύψει κάτι ιδιαίτερα καινούριο (35). Απλώς έκαναν μια υπόθεση καλή τη πίστει ότι, σύμφωνα με τα λόγια του Graeber, «οι βασικές αρχές του αναρχισμού, (αυτοοργάνωση, εθελοντικός συνεταιρισμός, αλληλοβοήθεια), αναφέρονταν σε μορφές της ανθρώπινης συμπεριφοράς που θεωρούνταν δεδομένο ότι υπήρχαν από τότε που υπήρχε και η ανθρωπότητα. Το ίδιο ισχύει και με την απόρριψη του κράτους και όλων των μορφών δομικής βίας, την ανισότητα ή την κυριαρχία» (36). Αναμφισβήτητα, είναι αυτή η υπόθεση περί της ανθρώπινης ιστορίας για την οποία το βιβλίο η Αυγή των Πάντων επιχειρεί να αποδείξει την εγκυρότητά της δεκαεπτά χρόνια αργότερα.
Σε κάθε περίπτωση, στο όραμα του Graeber η ανθρωπολογία ως αντικείμενο θα μπορούσε να ενισχύσει την πίστη στη δυνατότητα ενός άλλου κόσμου προσφέροντας ένα αρχείο εναλλακτικών τρόπων οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων, συνειδητής ανασύστασής τους ή πλήρους εγκατάλειψής τους. Αλλά για να μπορέσει να ενισχύσει αυτή την πίστη για τη δυνατότητα ύπαρξης ενός άλλου κόσμου απαλλαγμένου από «το κράτος, τον καπιταλισμό, τον ρατσισμό και την πατριαρχία» (43), η ίδια η κοινωνική θεωρία θα πρέπει να υποθέσει ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Στην πραγματικότητα, ο Graeber ισχυρίζεται ότι αυτό είναι η πρωταρχική υπόθεση που η κάθε ριζοσπαστική κοινωνική θεωρία οφείλει να κάνει. «Το να αφοσιωθεί κανείς σε μια τέτοια αρχή είναι σχεδόν μια πράξη πίστης», βρίσκει, «μιας και πώς μπορεί κάποιος να είναι σίγουρος για τέτοια ζητήματα; Μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί ότι ένας τέτοιος κόσμος δεν είναι εφικτός» (43). Σε μια κίνηση που μοιάζει με ένα εξελιγμένο θεολογικό επιχείρημα σχετικά με την ύπαρξη του Θεού, δηλώνει στη συνέχεια ότι «είναι αυτή ακριβώς η μη διαθεσιμότητα απόλυτης γνώσης που κάνει μια δέσμευση στην αισιοδοξία, ηθική αναγκαιότητα» (43). Ωστόσο, αναρωτιέμαι αν άλλοι ανθρωπολόγοι ή μη μπορούν να παρασυρθούν σε μια τέτοια καλή τη πίστει αισιοδοξία μέσω της επιχειρηματολογίας. Ίσως κάποιος θα μπορούσε να εμπνευστεί να έχει πίστη στη δυνατότητα ύπαρξης ενός άλλου κόσμου με τον ίδιο τρόπο που και ο David Graeber ενέπνευσε τα ριζοσπαστικά κινήματα που εκτιμούσε πολύ.
Η δεύτερη πρόταση του Graeber είναι ότι κάθε ριζοσπαστική κοινωνική θεωρία και ιδιαίτερα η αναρχική θα πρέπει να αποβάλλει συνειδητά οποιοδήποτε ίχνος πρωτοπορίας (45). Κατά τη γνώμη του, «η εθνογραφική πρακτική ως ανθρωπολογική μέθοδος παρέχει κάτι που μοιάζει με μοντέλο, αν και πολύ ακατέργαστο, πρωτόλειο, μοντέλο, για το πώς μια μη πρωτοποριακή, επαναστατική διανοητική πρακτική μπορεί να λειτουργήσει» (45). Ο στόχος μιας τέτοιας πρακτικής δεν θα ήταν να «καταλήξει στην ορθή στρατηγική ανάλυση και μετά να ηγηθεί των μαζών» (45), αλλά να συλλάβει πώς συνήθειες και πράξεις των ανθρώπων βγάζουν νόημα με τέτοιο τρόπο που ούτε οι ίδιοι δεν είχαν εντελώς συνειδητοποιήσει (45). Ο ευνόητος ρόλος για ένα ριζοσπάστη διανοούμενο είναι να κάνει ακριβώς αυτό», γράφει ο Graeber στα Αποσπάσματα, «να εξετάζει αυτούς που δημιουργούν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις, να προσπαθεί να υπολογίζει ποιες μπορεί να είναι οι ευρύτερες συνέπειες του τι (ήδη) πράττουν και ύστερα να προσφέρει αυτές τις ιδέες πίσω, όχι ως συνταγές, αλλά ως συνεισφορές, δυνατότητες – ως δώρα» (46). Όχι συνταγές, αλλά συνεισφορές, δυνατότητες, δώρα. Αυτά προσέφερε ο Graeber στο έργο του – ιδιαίτερα στα Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας (2004), Άμεση Δράση: Μια Εθνογραφία (Direct Action: An Ethnography) (2009) και Το Δημοκρατικό Σχέδιο: Ιστορία, Η Κρίση, Το Κίνημα (2013) – τα δώρα του είτε έγιναν αποδεκτά είτε όχι από αυτούς για τους οποίους έγραψε, από αυτούς που σκέφτηκε και έδρασε μαζί, ή από όσους τον διάβασαν. Εξάλλου, τα δώρα μπορούν και να απορριφθούν, και όπως αναγνώρισε ο Graeber, πολλά από αυτά που πρότεινε ή έκανε ως ανθρωπολόγος δεν είχαν «ιδιαίτερη σχέση με αυτό που υπήρξε η ανθρωπολογία, ακόμη και η ριζοσπαστική, τα τελευταία περίπου εκατό χρόνια» (46).
Παρ ‘όλα αυτά, στα Αποσπάσματα ο Graeber στρέφεται σε ανθρωπολόγους και κυρίως στον Marcel Mauss για να ασχοληθεί με την επιρροή του στους αναρχικούς, παρά το γεγονός ότι ο Mauss δεν είχε τίποτα καλό να πει γι’ αυτούς. «Τελικά, παρόλα αυτά», γράφει ο Graeber σαν να μιλάει και για τον εαυτό του, «ο Marcel Mauss είχε πιθανότατα μεγαλύτερη επιρροή στους αναρχικούς απ’ ό,τι όλοι οι άλλοι [ανθρωπολόγοι] μαζί. Αυτό διότι ενδιαφερόταν για μια εναλλακτική ηθική, πράγμα το οποίο τον οδήγησε να σκεφτεί ότι οι κοινωνίες χωρίς κράτη και αγορές υπήρχαν, έτσι όπως υπήρχαν, επειδή οι άνθρωποι ενεργά επιθυμούσαν να ζουν με αυτόν τον τρόπο. Όπερ σημαίνει: επειδή ήταν αναρχικοί. Στο βαθμό που τα αποσπάσματα μιας αναρχικής ανθρωπολογίας υπάρχουν, κατά ένα μεγάλο μέρος προέρχονται απ’ αυτόν» (56). Κατά τη γνώμη μου, το ενδιαφέρον του ίδιου του Graeber για την ανάπτυξη μιας αναρχικής ανθρωπολογίας δημιουργήθηκε επίσης από την εκτίμηση που έτρεφε για την «εναλλακτική ηθική» και για τη γοητεία που αυτή του ασκούσε, ηθική που στηρίζει την αυτοσυνείδητη αποφασιστικότητα των ανθρώπων να ζουν διαφορετικά – στην αναρχική περίπτωση, ελεύθεροι από τον καπιταλισμό και την πατριαρχία, ελεύθεροι από το κράτος, τη δομική βία, την ανισότητα και την κυριαρχία.
«Αυτό είναι, λοιπόν, που εννοώ λέγοντας εναλλακτική ηθική», εξηγεί ο Graeber σε ένα κριτικό τμήμα των Αποσπασμάτων, όπου θεωρητικοποιεί την επαναστατική αντιεξουσία και προαναγγέλλει ένα βασικό επιχείρημα που θα συνυπογράψει στην Αυγή των Πάντων: «Οι αναρχίζουσες κοινωνίες δεν αγνοούν περισσότερο τις ανθρώπινες ικανότητες για απληστία και ματαιοδοξία από ό,τι οι σύγχρονοι Αμερικανοί την ανθρώπινη ικανότητα για φθόνο, λαιμαργία ή οκνηρία. Θα τις έβρισκαν εξίσου ακατάλληλες ως βάση για τον πολιτισμό τους. Στην πραγματικότητα, αντιλαμβάνονται τα φαινόμενα αυτά ως ηθικούς κινδύνους τόσο τρομερούς, ώστε καταλήγουν να οργανώνουν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής τους ζωής γύρω απ’ το να τα περιορίζουν» (59). Αυτή είναι μια αξιοσημείωτη πρόταση. Πρώτον, ορίζει με αποφασιστικότητα το ήθος και την ηθική ως τις καταστατικές βάσεις της ενσυνείδητης κοινωνικής οργάνωσης. Δεύτερον, αφήνει να εννοηθεί ότι οι κοινωνίες οργανώνονται με αυτόν τον τρόπο σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, «σύγχρονη» ή «παλαιότερη».
Στην πραγματικότητα, ο Graeber υποστηρίζει ότι «κάθε πραγματικά πολιτικά ενημερωμένη ανθρωπολογία θα πρέπει να αρχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρά το ζήτημα του πώς, αν μη τι άλλο, χωρίζεται πραγματικά αυτό που μας αρέσει να αποκαλούμε ‘σύγχρονος’ κόσμος από το υπόλοιπο της ανθρώπινης ιστορίας» (73). Στα Αποσπάσματα, καθώς και στην Αυγή των Πάντων, ο Graeber απορρίπτει με πάθος τους μέχρι τώρα δεδομένους τρόπους οργάνωσης της ιστορίας σε περιόδους και εξελικτικά στάδια, έτσι ώστε ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία – μαζί με κάθε κοινωνία, λαό και πολιτισμό σε όλο το χρόνο και το χώρο – να κατοικείται από παραδείγματα ανθρώπινης δυνατότητας που θεσπίζονται από αποφασιστικά και ευφάνταστα, έξυπνα, παιχνιδιάρικα, πειραματικά, στοχαστικά, δημιουργικά και ενσυνείδητα πολιτικά πλάσματα.
Για τον Graeber, η ανθρώπινη ιστορία δεν αποτελείται από μια σειρά από ‘επαναστάσεις’ (82) – είτε πρόκειται για τη Νεολιθική Επανάσταση, την Αγροτική Επανάσταση, τη Γαλλική Επανάσταση ή τη Βιομηχανική Επανάσταση – που εισάγουν σαφείς κοινωνικές, ηθικές ή πολιτικές ρήξεις στη φύση της κοινωνικής πραγματικότητας, ή, όπως προτιμά να τη σκέφτεται, στην «ανθρώπινη κατάσταση». Αν συμβαίνει αυτό, και αν ο αναρχισμός είναι κατά βάση μια ηθική της πρακτικής (143), όπως ισχυρίζεται, μια τέτοια ηθική γίνεται διαθέσιμη για ανθρωπολογική μελέτη και πολιτική έμπνευση σε ολόκληρη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας.
Είναι σημαντικό ωστόσο να σημειωθεί ότι ο Graeber διαφωνεί έντονα με τους πρωτογονιστές αναρχικούς που εμπνέονται από το σημαντικό δοκίμιο του ανθρωπολόγου μέντορά του Marshall Sahlins, The Original Affluent Society (Η Αυθεντική Κοινωνία της Αφθονίας) (1968), αναρχικούς που προτείνουν ότι «υπήρχε μια εποχή όπου η αλλοτρίωση και η ανισότητα δεν υπήρχαν, τότε που ο καθένας ήταν κυνηγος-τροφοσυλλέκτης αναρχικός, και ως εκ τούτου η πραγματική απελευθέρωση μπορεί να επέλθει μόνο αν εγκαταλείψουμε τον “πολιτισμό”» (93). Στα Αποσπάσματα, καθώς και στην Αυγή των Πάντων, αφηγείται μια πιο περίπλοκη ιστορία ατελείωτης ποικιλίας όπου, για παράδειγμα, «υπήρξαν κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες με ευγενείς και δούλους, (αλλά) υπήρχουν (και συνεχίζουν να υπάρχουν) αγροτικές κοινωνίες που είναι σε μεγάλο βαθμό εξισωτικές» (94).
Ο Graeber επιμένει, πρώτα στα Αποσπάσματα και στη συνέχεια ξανά στην Αυγή των Πάντων, ότι «οι άνθρωποι ποτέ δεν έζησαν πραγματικά στον κήπο της Εδέμ» (94). Η σημασία αυτού του ευρήματος είναι πολλαπλή. Μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι μπορούμε να δούμε «την ιστορία ως μια πηγή με πολύ πιο ενδιαφέροντα για εμάς τρόπο» (94) και ότι «οι ριζοσπάστες θεωρητικοί δεν χρειάζεται να μελετούν συνέχεια πάνω στην ίδια ανεπάρκεια διακοσίων χρόνων επαναστατικής ιστορίας» (95).
Γράφοντας στα Αποσπάσματα για την επανάσταση, ο Graeber απορρίπτει τον κοινότοπο ορισμό ο οποίος «πάντοτε υπονοούσε κάτι στη φύση της μεταβολής του παραδείγματος [paradigm]: μια καθαρή τομή, μια θεμελιώδης ρήξη στη φύση της κοινωνικής πραγματικότητας, ύστερα από την οποία όλα λειτουργούν διαφορετικά, και οι προηγούμενες κατηγορίες δεν ισχύουν πλέον» (79). Αντ’ αυτού, μας προτρέπει «να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε την επανάσταση ως ένα πράγμα – ‘η’ επανάσταση, η μεγάλη κατακλυσμιαία ρήξη – και αντ’ αυτού να αναρωτηθούμε ‘τι είναι επαναστατική δράση;’» (83). Τονίζει ότι «επαναστατική δράση είναι κάθε συλλογική δράση που απορρίπτει, και γι’αυτό αντιμετωπίζει, κάποια μορφή εξουσίας ή κυριαρχίας και καθώς κάνει κάτι τέτοιο, επαναθεσμίζει τις κοινωνικές σχέσεις – ακόμη και μέσα στη συλλογικότητα – υπ’ αυτό το φως» (83), χωρίς απαραίτητα να στοχεύει στην ανατροπή μιας κυβέρνησης ή, επί τούτου, την ανατροπή του επικεφαλής ενός τμήματος ανθρωπολογίας.
Αναφέρω αυτή τη δυνατότητα, στο ίδιο παιχνιδιάρικο πνεύμα με αυτό του Graeber, για να επιστρέψουμε στο εδώ και τώρα και στο τελευταίο τμήμα των Αποσπασμάτων με τίτλο «Ανθρωπολογία», στο οποίο ο Graeber «δαγκώνει κάπως διστακτικά το χέρι που τον ταΐζει» (143). Ο Graeber παρατηρεί πώς, αντί να υιοθετήσουν οποιοδήποτε είδος ριζοσπαστικής πολιτικής, οι ανθρωπολόγοι κινδυνεύουν να γίνουν «ένας ακόμα τροχός στην παγκόσμια άμαξα της ‘μηχανής της ταυτότητας’, έναν πλανητικό μηχανισμό θεσπίσεων και υποθέσεων», στον οποίο όλες οι διαμάχες σχετικά με τη φύση των πολιτικών ή οικονομικών πιθανοτήτων φαίνεται να έχουν τελειώσει και «ο μόνος τρόπος να κάνει κάποιος έναν πολιτικό ισχυρισμό είναι υποστηρίζοντας κάποια συλλογική ταυτότητα∙ με όλες τις υποθέσεις για το τι είναι ταυτότητα» (150). Και δηλώνει σαρκαστικά ότι, «η διαφορά στην οπτική γωνία του ανθρωπολόγου και του στελέχους του διεθνούς μάρκετινγκ μετά βίας διακρίνεται» (149).
Αλλά τι προτείνει ο Graeber για την ανθρωπολογία; Παρατηρώντας ότι «οι ανθρωπολόγοι κάθονται, κυριολεκτικά, πάνω σ’ ένα αχανές αρχείο ανθρώπινης εμπειρίας, κοινωνικών και πολιτικών πειραμάτων για τα οποία κανείς άλλος δεν γνωρίζει πραγματικά τίποτα», λυπάται που το αρχείο αυτό της ανθρώπινης εμπειρίας αντιμετωπίζεται από τους ανθρωπολόγους ως «το μικρό βρώμικο μυστικό μας» (144). Φυσικά, ήταν η αποικιακή βία που κατέστησε δυνατό ένα τέτοιο αρχείο, όπως αναγνωρίζει ο Graeber χωρίς δισταγμό: «ο επιστημονικός κλάδος που γνωρίζουμε σήμερα έγινε εφικτός μέσω φρικιαστικών συνδυασμών κατάκτησης, αποικιοποίησης και μαζικών δολοφονιών – όπως συμβαίνει στους περισσότερους σύγχρονους ακαδημαϊκούς κλάδους» (144). Παρ ‘όλα αυτά, ο Graeber κάνει την τολμηρή πρόταση ότι «οι καρποί της εθνογραφίας – και οι τεχνικές της εθνογραφίας – μπορούν να βοηθήσουν εξαιρετικά» τα ριζοσπαστικά κινήματα σε όλο τον κόσμο, «αν οι ανθρωπολόγοι καταφέρουν να ξεπεράσουν τον – κατανοητό παρόλα αυτά – δισταγμό τους (το οφείλουν στη συχνά βρώμικη αποικιακή τους ιστορία) και να δουν σε τι θησαυρό πραγματικά κάθονται, όχι σαν κάποια μορφή ένοχου μυστικού (το οποίο είναι παρόλα αυτά το δικό τους ένοχο μυστικό και κανενός άλλου) αλλά ως την κοινή περιουσία της ανθρωπότητας» (142). Ξεπερνώντας αυτόν τον δισταγμό, πολλά χρόνια αργότερα, οι Graeber και Wengrow προσφέρουν για δια-επιστημονικό έλεγχο και έμπνευση ένα αχανές αρχείο ανθρώπινων δυνατοτήτων στο Η Αυγή Των Πάντων: Μια Καινούρια Ιστορία Της Ανθρωπότητας (2021).
Ανθρωπότητα και Ελευθερία στην Αυγή των Πάντων
Το βιβλίο Η Αυγή των Πάντων ξαναγράφει την ιστορία της ανθρωπότητας ως μια αλληλουχία τολμηρών κοινωνικών πειραμάτων που υλοποιούνται σε «ένα καρναβάλι πολιτικών μορφών» (Graeber and Wengrow, 2021). Καλύπτοντας χιλιάδες αιώνες σε όλο τον κόσμο σε περίπου εξακόσιες σελίδες, το βιβλίο αμφισβητεί γνωστές εξελικτικές θεωρίες της ανθρώπινης ιστορίας, οι οποίες υποθέτουν ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες περιορίζονταν σε μικρές εξισωτικές ομάδες πριν από την εμφάνιση της γεωργοκτηνοτροφίας, ότι η γεωργία σήμανε την επινόηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και σηματοδότησε ένα αμετάκλητο βήμα προς την ανισότητα, και ότι η εμφάνιση των πόλεων παγίωσε τις ταξικές διαφορές και οδήγησε στην ανάγκη για αυταρχικούς άρχοντες, πολεμιστές-πολιτικούς, και δεσποτικούς γραφειοκράτες (19)3. Σύμφωνα με τους Graeber και Wengrow, η ανθρώπινη ιστορία έχει μεγαλύτερη ποικιλία και είναι περισσότερο ενδιαφέρουσα και «ελπιδοφόρα» από ό,τι προτείνουν τέτοιες τελεολογικές αφηγήσεις (24). Ενώ για παράδειγμα υπήρχαν κοινωνίες τροφοσυλλεκτών κυνηγών με ευγενείς και σκλάβους, πολλές από τις πρώτες γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες ήταν σχετικά απαλλαγμένες από βαθμούς και ιεραρχίες και οι κάτοικοι των πρώτων πόλεων του κόσμου ήταν οργανωμένες σε στιβαρή εξισωτική βάση χωρίς να έχουν ανάγκη από αυταρχικούς άρχοντες και γραφειοκράτες (19).
«Σε αυτό το βιβλίο όχι μόνο θα παρουσιάσουμε μια νέα ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά επίσης θα προσκαλέσουμε τον αναγνώστη σε μια νέα επιστήμη της ιστορίας, η οποία θα επαναφέρει τους προγόνους μας στην πλήρη ανθρώπινη φύση τους» (44), γράφουν οι Graeber και Wengrow. «Αυτό το βιβλίο προσπαθεί να θέσει τα θεμέλια», ισχυρίζονται, «για μια νέα παγκόσμια ιστορία» (45). Στην εκδοχή των συγγραφέων, η παγκόσμια ιστορία είναι μια θεατρική σκηνή πάνω στην οποία διάφορες κοινωνίες, λαοί και πολιτισμοί εμφανίζονται διαμέσου του χρόνου και του χώρου ως παραδείγματα ενσάρκωσης των «δυνατοτήτων που έχουμε» (40), ως αναμφισβήτητα ευφάνταστες, πειραματικές, δημιουργικές και πολιτικά αυτοσυνείδητες συλλογικότητες. Οι Graeber και Wengrow επιμένουν ότι οι ερωτήσεις που έχουμε συνηθίσει να θέτουμε σχετικά με την ουσία της ανθρωπότητας («ως είδος, είμαστε εκ φύσεως συνεργατικοί ή ανταγωνιστικοί, καλοσυνάτοι ή εγωιστές, καλοί ή κακοί;») μας τυφλώνουν «ως προς το τι πραγματικά μας καθιστά στην ουσία ανθρώπους, που είναι η ικανότητά μας – ως ηθικών και κοινωνικών όντων – να διαπραγματευόμαστε μεταξύ αυτών των εναλλακτικών» (159). Αντίστοιχα, οι συγγραφείς παρουσιάζουν στην Αυγή των Πάντων πολιτισμούς και κοινωνίες που έχουν να προσφέρουν αμέτρητα παραδείγματα τέτοιων «διαπραγματεύσεων» που συμβαίνουν από την Εποχή Των Παγετώνων.
Οι Graeber και Wengrow δηλώνουν αποφασιστικά ότι Η Αυγή Των Πάντων είναι ένα βιβλίο που «αφορά κυρίως την ελευθερία» (267). «Αυτό που έχει εντέλει σημασία», γράφουν κατά την εισαγωγή αυτού του συναρπαστικού βιβλίου, «είναι αν μπορούμε να ανακαλύψουμε εκ νέου τις ελευθερίες που μας κάνουν πρωτίστως ανθρώπους» (25). Ποιες είναι αυτές οι ελευθερίες που μας κάνουν πρωτίστως ανθρώπους; Μήπως δεν είμαστε πλέον «πλήρως ανθρώπινοι» αν αυτές οι ελευθερίες έχουν πια χαθεί – ακόμη και από τη φαντασία μας – όπως επανειλημμένα θρηνούν οι συγγραφείς; Οι Graeber και Wengrow ορίζουν τρεις ελευθερίες που «φαίνεται πως θεωρούνταν δεδομένες μεταξύ των μακρινών προγόνων μας, έστω και αν οι περισσότεροι σήμερα μόλις που τις διανοούνται» (177). Αυτές οι τρεις ελευθερίες είναι «η ελευθερία να εγκαταλείψει κάποιος την κοινότητά του, ξέροντας ότι θα είναι ευπρόσδεκτος σε μακρινές χώρες· η ελευθερία να πηγαίνει από τη μια κοινωνικά δομή στην άλλη, ανάλογα με την εποχή του χρόνου· [και] η ελευθερία να απειθαρχεί στην εξουσία χωρίς συνέπειες» (177). Εάν συμβαίνει αυτό, εμφανίζεται αμέσως ένα αμείλικτο ερώτημα: πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ποιες ελευθερίες οι πρόγονοί μας θεωρούσαν δεδομένες; Θέτοντας αυτό το ερώτημα, δεν υπαινίσσομαι ότι «οι πρόγονοί μας» μας είναι ουσιαστικά άγνωστοι επειδή είναι πολύ διαφορετικοί (οντολογικά διαφορετικοί, θα μπορούσε κανείς να πει), αλλά ότι ακόμη και αν η αρχαιολογία και η ανθρωπολογία, και οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες ευρύτερα, μπορεί να έχουν ως σκοπό τους «το να αναδιαμορφώσουμε τις απόψεις μας για το τι είμαστε και τι μπορούμε να γίνουμε» (659), παραμένει ασαφές εάν έχουν την ικανότητα να το κάνουν αυτό χωρίς να αναπτύξουν κάποιο είδος «μύθου» – συμπεριλαμβανομένων νέων μύθων σχετικά με το «τι σημαίνει πραγματικά να είσαι sapiens (έμφρων)» (159). Παρ’ όλα αυτά, στο βαθμό που οι μύθοι είναι απαραίτητοι για να δώσουν στην ανθρώπινη ζωή ένα κοινό – δηλαδή κοινωνικό – νόημα, οι Graeber και Wengrow αναφερόμενοι σε νέα αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ευρήματα επινοούν μύθους που μπορεί να αποδειχθούν πιο εμπνευσμένοι στο να γίνουν «πιστευτοί», σε αντίθεση με τις τελεολογικές θεωρίες της κοινωνικής εξέλιξης που επικυρώνουν τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές ρυθμίσεις ως αδιάψευστη «πρόοδο». Εξάλλου, η «ανθρωπότητα» η ίδια ως ένα φαινομενικά ξεχωριστό είδος, ως ιδανικό, ως κοινότητα, ως πρωταγωνιστής, μπορεί να απαιτεί έναν νέο μύθο, μια «νέα επιστήμη της ιστορίας» για να φέρει όλα τα μέλη της κοντά και να τα ενώσει. Με την Αυγή των Πάντων, ο Graeber και ο Wengrow πρωτίστως καλούν την ανθρωπότητα να υπάρξει γράφοντας η ίδια την ιστορία της, εξερευνώντας το πιθανό παρελθόν και μέλλον της, καθιστώντας «την» ένα επιστημονικό αλλά και όχι λιγότερο μεταφυσικό γεγονός.
Όταν διατυπώνουν τις τρεις ελευθερίες της ανθρωπότητας, οι Graeber και Wengrow τις τοποθετούν ως «βασικές αρχές» (362): «Μιλήσαμε ήδη για τις θεμελιώδεις, ακόμη και πρωταρχικές, μορφές ελευθερίας», γράφουν, «την ελευθερία της μετακίνησης· την ελευθερία ανυπακοής σε διαταγές· την ελευθερία επαναοργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων» (460). Εδώ, εμφανίζεται ένα άλλο ερώτημα: Με ποια έννοια είναι αυτές οι μορφές ελευθερίας «θεμελιώδεις» και «πρωταρχικές» – είναι μήπως ιστορικά γεγονότα ή είναι ηθικές και πολιτικές συνταγές σχετικά με τις μορφές ελευθερίας που θα πρέπει να συνεπάγεται η ανθρώπινη ύπαρξη, συμπεριλαμβανομένου αυτού που οι συγγραφείς αποκαλούν «το βασικότερο στοιχείο όλων των ανθρώπινων ελευθεριών, η ελευθερία να δίνουμε υποσχέσεις και να αναλαμβάνουμε δεσμεύσεις, άρα να χτίζουμε σχέσεις» (539); Μου φαίνεται ότι οι τρεις ελευθερίες της ανθρωπότητας δεν είναι ούτε αδιαμφισβήτητα γεγονότα που έρχονται από το παρελθόν, ούτε πολιτικές συνταγές για το μέλλον, αλλά κάτι πιο ελπιδοφόρο: είναι δυνατότητες που μπορούμε συλλογικά να υλοποιήσουμε. Οι Graeber και Wengrow θέτουν την εξής ρητορική ερώτηση «μήπως η ίδια η ικανότητα να πειραματιζόμαστε με διαφορετικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης δεν είναι αναπόσπαστο τμήμα αυτού που μας κάνει ανθρώπους; Δηλαδή, όντα με την ικανότητα της αυτοδημιουργίας, ακόμα και της ελευθερίας;» (24). Προσέξτε πώς, σε τέτοιες διατυπώσεις, αυτό που μοιράζονται όλοι οι άνθρωποι στο χρόνο και το χώρο είναι η ικανότητα να πειραματίζονται με διαφορετικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης – δηλαδή, η ανθρωπότητα έχει τη δυνατότητα για αυτοδημιουργία και ελευθερία, αλλά όχι απαραίτητα και για την ίδια την ελευθερία. Το τελευταίο απαιτεί περισσότερη φαντασία από ό,τι οι περισσότεροι σύγχρονοι άνθρωποι μπορούν να διαθέσουν μέσα στα «εννοιολογικά δεσμά» τους (9).
Οι Graeber και Wengrow ισχυρίζονται ότι «τα ανθρώπινα όντα [είναι] θεμελιωδώς ευφάνταστα πλάσματα», στη ρίζα των οποίων βρίσκεται η τάση μας για υπερβολή. «Ένα από τα πράγματα που μας ξεχωρίζουν από τα ζώα είναι ότι τα ζώα παράγουν ακριβώς και μόνο ό,τι χρειάζονται· οι άνθρωποι απαρέγκλιτα παράγουν περισσότερα. Είμαστε πλάσματα της υπερβολής, και αυτό που μας κάνει ταυτόχρονα το πιο δημιουργικό, και το πιο καταστροφικό από όλα τα είδη» (171), γράφουν. Αυτό το συλλογικά δημιουργούμενο πλεόνασμα, παρατηρούν οι συγγραφείς, θέτει «θεμελιώδη ερωτήματα για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος» (171), ακόμη και όταν οι άρχουσες τάξεις προσπαθούν αδιάκοπα να κλείσουν αυτό το ζήτημα και να οργανώσουν την κοινωνία «με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να αποσπούν για τον εαυτό τους τη μερίδα του λέοντος από αυτό το πλεόνασμα, είτε με φόρους υποτέλειας, δουλεία, φεουδαρχικούς δασμούς είτε με τη χειραγώγηση των διευθετήσεων της κατ’ επίφαση ελεύθερης αγοράς» (171). Αλλά δεν υπάρχει σε όλα αυτά τίποτα το αναπόφευκτο. Οι Graeber και Wengrow προσφέρουν στην Αυγή των Πάντων ένα πλήθος παραδειγμάτων που επιδεικνύουν εναλλακτικές κοινωνικές διευθετήσεις σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, κοινωνικές διευθετήσεις που δίνουν προτεραιότητα στην αλληλοβοήθεια και τη συλλογική φροντίδα. Στην πραγματικότητα, οι συγγραφείς τολμούν να θέσουν ως πιθανότητα πως μπορεί «η αλληλοβοήθεια, η κοινωνική συνεργασία, ο ακτιβισμός, η φιλοξενία ή απλώς η έγνοια για τους άλλους να είναι τα πράγματα που αποτελούν τους πολιτισμούς» (546).4
Σύμφωνα με τους Graeber και Wengrow, πρόκειται για ένα είδος κομουνισμού που γίνεται κατανοητός «ως προσδοκία κοινοχρησίας, ότι οι άνθρωποι που δεν είναι πραγματικά εχθροί αναμένεται να ανταποκριθούν ο ένας στις ανάγκες του άλλου» (96) – ένας κομουνισμός επί της αρχής, «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» – που αποτελεί το θεμέλιο της ανθρώπινης κοινωνικότητας (72). Ενώ αυτό που αντιλαμβάνονται οι Graeber και Wengrow ως «βασικό κομουνισμό»5 είναι ένα καθολικό χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπινων κοινωνιών μέσα σε όλη την ιστορία, «αυτό που ποικίλλει είναι μέχρι ποιο σημείο πιστεύεται ότι θα έπρεπε να επεκταθεί αυτός ο βασικός κομουνισμός» (72). Ενώ η ευρωπαϊκή αντίληψη της ατομικής ελευθερίας καταλήγει να «είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ιδέες της ιδιωτικής ιδιοκτησίας», η κριτική των ευρωπαϊκών κοινωνιών που αναπτύχθηκε από τους αυτόχθονες Αμερικανούς διανοούμενους όπως ο Καντιαρόνκ κατά την αποικιακή συνάντηση καταδεικνύει το πώς η άσκηση της ελευθερίας του ατόμου προϋπέθετε ένα συγκεκριμένο επίπεδο βασικού κομουνισμού (96).
Ιστορικά, παρατηρούν οι συγγραφείς, η κατανόηση ότι οι αυτόχθονες Αμερικανοί ζούσαν σε «κοινωνίες εν γένει ελεύθερες, και οι Ευρωπαίοι όχι, ποτέ δεν ήταν θέμα αντιπαράθεσης» στις επαφές μεταξύ εποίκων στη Βόρεια Αμερική, αυτόχθονων διανοουμένων και, έμμεσα, στοχαστών του Διαφωτισμού όπως ο Ρουσσώ (63). Είναι εντυπωσιακό ότι οι Graeber και Wengrow υποστηρίζουν περαιτέρω ότι «υπάρχει λόγος που τόσοι εξέχοντες στοχαστές του Διαφωτισμού επέμεναν ότι τα ιδανικά τους περί ατομικής ελευθερίας και πολιτικής ισότητας ήταν εμπνευσμένα από πηγές και παραδείγματα ιθαγενών Αμερικανών. Επειδή αυτό ήταν αλήθεια» (59). Φυσικά, αυτοί οι στοχαστές του Διαφωτισμού και κυρίως ο Ρουσσώ, υιοθέτησαν μια διαφορετική φιλοσοφική ανθρωπολογία από αυτή που αναπτύσσουν οι Graeber και Wengrow στην Αυγή των Πάντων. Ο Ρουσσώ εφηύρε μια καθαρά φανταστική εποχή της Φυσική Κατάστασης, με τους ελεύθερους και αθώους «αγρίους» της – «στην οποία κάθε άτομο περιπλανιόταν μονάχο μέσα στα δέντρα» έως ότου η γη χωρίστηκε σε ιδιωτικά οικόπεδα, τα οποία στη συνέχεια μας έδωσαν, έτσι λέει η αφήγηση, τους νόμους μας που ρυθμίζουν την ιδιωτική ιδιοκτησία και το ίδιο το κράτος (97).
Για τους Graeber και Wengrow, ωστόσο, το πραγματικό «τοξικό στοιχείο» στη σκέψη του Ρουσσώ ήταν η προώθηση του «μύθου του ανόητου αγρίου – έστω και αν τον θεωρούσε ευτυχισμένο μέσα στην ανοησία του» (104). Είναι αυτός ο μύθος που δημιούργησε τον εννοιολογικό χώρο (που αγκαλιάστηκε από φωνές που προπαγάνδιζαν τον ιμπεριαλισμό του δέκατου ένατου αιώνα, τον δαρβινικό εξελικτισμό και τον «επιστημονικό» ρατσισμό), όπου οι κρίσεις των αυτόχθονων λαών δεν φαίνονταν πια απειλητικές (104). Στην πραγματικότητα και ενάντια στο ρεύμα της ιστορία της ευρωπαϊκής διανόησης, οι Graeber και Wengrow προτείνουν ότι «οι θεωρίες της κοινωνικής εξέλιξης – πλέον τόσο γνώριμες ώστε σπανίως αναρωτιόμαστε για την προέλευσή τους – πρωτοδιατυπώθηκαν στην Ευρώπη ως άμεση απάντηση στη δύναμη της κριτικής των αυτοχθόνων» (89), μια διαπεραστική κριτική που τόνισε την έλλειψη ελευθερίας και αλληλοβοήθειας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Παρ’ όλα αυτά, οι Graeber και Wengrow επιμένουν ότι «ο Ρουσσώ δεν έκανε εντελώς λάθος», καθώς «κάτι έχει όντως χαθεί». Καταλήγοντας, λοιπόν, οι συγγραφείς διατυπώνουν τι συνεπάγεται αυτή η απώλεια: «Είναι σαφές ότι εδώ πράγματι έχει αλλάξει κάτι σχετικό με τις ανθρώπινες κοινωνίες, και με πολύ βαθύ τρόπο. Οι τρεις βασικές ελευθερίες σταδιακά υποχώρησαν, σε σημείο που η πλειονότητα των ανθρώπων σήμερα μετά βίας αντιλαμβάνεται πώς θα ήταν να ζουν σε μια κοινωνική τάξη που θα βασιζόταν σε αυτούς» (632). Και πώς συνέβη αυτό, ρωτούν επανειλημμένα οι συγγραφείς, πώς «οι άνθρωποι καταλήξαμε να χάσουμε σε μεγάλο βαθμό την ευελιξία και την ελευθερία που κάποτε φαίνεται ότι χαρακτήριζαν τις κοινωνικές διευθετήσεις μας, και βρεθήκαμε κολλημένοι σε μόνιμες σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής»; (186) Οι απαντήσεις τους είναι ταυτόχρονα υποθετικές και προκλητικές, ιδίως όταν διερευνούν «τη σύγκλιση μεταξύ συστημάτων βίας και συστημάτων φροντίδας» (650) ως την κρίσιμη, ακόμη και αιτιατή εξήγηση αυτής της απώλειας. Οι Graeber και Wengrow προτείνουν ότι το πράγμα «ίσως ξεκίνησε να στραβώνει ακριβώς όταν οι άνθρωποι άρχισαν να χάνουν την ελευθερία να φαντάζονται και να υλοποιούν άλλες μορφές κοινωνικής ύπαρξης» (630). Αν είναι ορισμένες ελευθερίες που μας κάνουν ανθρώπους εξαρχής, τι λέει για αυτές τις ελευθερίες το γεγονός ότι χρειάζονται «να ανακαλυφθούν εκ νέου», και τι λέει αυτό για εμάς τους σύγχρονους ανθρώπους; Μήπως δεν είμαστε πλέον «πλήρως ανθρώπινοι» αν αυτές οι ελευθερίες σήμερα χάνονται, όπως επανειλημμένα δηλώνουν οι συγγραφείς; Με την Αυγή Των Πάντων, οι David Graeber και ο David Wengrow δημιουργούν ένα θεαματικό πλαίσιο για να σκεφτούμε τις ανθρώπινες δυνατότητες και να δράσουμε στις «πρωταρχικές» ελευθερίες μας για μετακίνηση, για απείθεια και για αναδιάταξη των κοινωνικών σχέσεων στο σήμερα.
Επιστρέφοντας από εκεί που ξεκίνησα, θα ήθελα να υποστηρίξω ότι ο αναρχισμός και η ανθρωπολογική γνώση της αναρχικής ηθικής και των αναρχικών πρακτικών και φαντασιακών σε όλη την ανθρώπινη ιστορία αποτελούν μέρος της «κοινής περιουσίας της ανθρωπότητας» (Graeber 2004: 142), η οποία περιλαμβάνει τώρα τις συνεισφορές του ίδιου του Graeber στην αναρχική θεωρία και πρακτική μαζί με την εκπληκτική φαντασία του για το πιθανό παρελθόν και μέλλον τους. Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω με ένα εντυπωσιακά ευφάνταστο κομμάτι από τα Αποσπάσματα, το οποίο θα μπορούσαμε να λάβουμε ως κάλεσμα να σκεφτούμε και να δράσουμε προς την κατεύθυνση της δυνατότητας ενός αναρχικού μέλλοντος:
…οι αναρχικές μορφές οργάνωσης δεν θα μοιάζουν καθόλου με το κράτος. …θα αφορούν μια ατελείωτη ποικιλία κοινοτήτων, οργανώσεων, δικτύων, εγχειρημάτων, σε κάθε νοητή κλίμακα, που θα συμπλέκονται και θα τέμνονται με κάθε τρόπο που θα μπορούσαμε να φανταστούμε, και πιθανόν με πολλούς που δεν μπορούμε. Κάποιες μορφές θα είναι αρκετά τοπικές, άλλες παγκόσμιες. Ίσως το μόνο που θα είχαν κοινό είναι ότι σε καμιά από αυτές δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί κάποιος με όπλα και να πει σε όλους τους άλλους να το βουλώσουν και να κάνουν ό,τι τους λέει. Και από τη στιγμή που οι αναρχικοί δεν προσπαθούν στην πραγματικότητα να καταλάβουν την εξουσία μέσα στα πλαίσια οποιουδήποτε εθνικού εδάφους, η διαδικασία κατά την οποία ένα σύστημα αντικαθιστά το άλλο δεν θα πάρει τη μορφή κάποιου ξαφνικού επαναστατικού κατακλυσμού – την έφοδο σε μια Βαστίλη, ή την κατάληψη κάποιου Χειμερινού Ανακτόρου – θα είναι απαραίτητα σταδιακή∙ η δημιουργία εναλλακτικών μορφών οργάνωσης σε παγκόσμια κλίμακα, νέων μορφών επικοινωνίας, νέων, λιγότερο αλλοτριωμένων, τρόπων οργάνωσης της ζωής, που θα κάνουν τις σύγχρονες μορφές της εξουσίας να δείχνουν, τελικά, ηλίθιες και ασήμαντες. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι υπάρχουν ατελείωτα παραδείγματα βιώσιμου αναρχισμού: σχεδόν κάθε μορφή οργάνωσης θα μετρούσε ως ένα τέτοιο παράδειγμα, από τη στιγμή που δεν θα επιβαλλόταν από κάποια υψηλότερη εξουσία.
(Graeber 2004: 77)
Στο Αποσπάσματα Μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας, γράφοντας για τη Μαδαγασκάρη, ο Graeber γράφει: «φαίνεται συχνά πως κανείς δεν αναλαμβάνει πλήρως την εξουσία μέχρις αφότου έχει πεθάνει» (Graeber 2004: 101). Κατά τη γνώμη μου, πρέπει τώρα να αντιμετωπίσουμε την «πλήρη αυθεντία»6 του Graeber με ένα αναρχικό πνεύμα. Το έργο που έχουμε μπροστά μας δεν μπορεί να είναι η απολίθωση μέσω της ειδωλοποίησης ή της αγιοποίησης, αλλά η προέκταση μιας πρόσκλησης για να σκεφτούμε, να παίξουμε και να πειραματιστούμε με τις συνεισφορές του στην Ανθρωπολογία και τον Αναρχισμό.
____
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
David Graeber(2004) Fragments of an Anarchist Anthropology. Chicago: Prickly Paradigm Press.
- Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας. Στάσει Εκπίπτοντες, 2019
David Graeber(2007) Possibilities: Essays on Hierarchy, Rebellion and Desire. California: AK Press.
- Στις Απαρχές Του Σύγχρονου Αδιεξόδου – Σκέψεις Για Την Ιεραρχία, Την Κατανάλωση, Τον Φετιχισμό, Την Αξία, Τους Τρόπους Παραγωγής. Στάσει Εκπίπτοντες, 2019
- Στο Λυκόφως Των Πρωτοποριών – Η Ανάδυση Των Σύγχρονων Κοινωνικών Κινημάτων. Στάσει Εκπίπτοντες, 2012
David Graeber(2009) Direct Action: An Ethnography. California: AK Press.
David Graeber(2011) Debt: The First 5,000 Years. New York:Melville House Publishing.
- Χρέος (Τα πρώτα 5.000 χρόνια). Στάσει Εκπίπτοντες, 2013
David Graeber(2013) The Democracy Project: A History. A Crisis. A Movement. New York: Spiegel & Grau, a publishing imprint of Penguin Random House.
David Graeber(2020) Anarchy—In a Manner of Speaking. Zurich-Paris-Berlin: Diaphanes.
David Graeberand David Wengrow (2021) The Dawn of Everything: A New History of Humanity. London: Allen Lane, an imprint of Penguin Books.
- Η Αυγή Των Πάντων – Μια Καινούρια Ιστορία της Ανθρωπότητας. Διόπτρα, 2023
Marshall Sahlins (1968) “Notes on the Original Affluent Society.” In Man the Hunter: The First Intensive Survey of a Single, Crucial Stage of Human Development—Man’s Once Universal Hunting Way of Life, Lee and DeVore (eds), pp. 85-9. Chicago: Aldine.
David Wengrow (2018) “A history of true civilisation is not one of monuments,” in Aeon. https://aeon.co/ideas/a-history-of-true-civilisation-is-not-one-of-monuments
Πηγή: https://www.academia.edu/
Η Ayça Çubukçu είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Συνδιευθύντρια του Τμήματος Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (London School of Economics and Political Science).
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Νίκος Γκατζίκης