Το Συνέδριο της Αναρχικής Διεθνούς στο Saint Imier (1872)
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1872, εκπρόσωποι της Α’ Διεθνούς (γνωστής και ως Διεθνούς Ένωσης Εργατών) συναντήθηκαν για ένα έκτακτο συνέδριο στην πόλη Saint-Imier, της Ελβετίας. Το Συνέδριο συγκλήθηκε από την Ομοσπονδία Jura της Ελβετίας, που αποτελούσε το επίκεντρο του αντιεξουσιαστικού σοσιαλισμού. Καλέστηκε κόντρα στο κατάμεστο Συνέδριο της Χάγης, το οποίο είχε πάρει την απόφαση να διαγράψει τους ελευθεριακούς Τζέϊμς Γκιγιώμ και Μιχαήλ Μπακούνιν με κατασκευασμένες κατηγορίες.
Το Συνέδριο της Χάγης είχε διακηρύξει επίσης ότι η εξουσία θα είναι συγκεντρωμένη στα χέρια του Γενικού Συμβουλίου που ήταν ευθυγραμμισμένο με τον Μαρξ, ότι η έδρα του Γενικού Συμβουλίου θα μεταβιβαζόταν στη Νέα Υόρκη και ότι η συμμετοχή στο κοινοβούλιο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη νίκη της εργατικής τάξης. Αυτές οι αποφάσεις και ο τρόπος με τον οποίο πάρθηκαν, απομάκρυναν σημαντικές πτέρυγες της Α’ Διεθνούς. Όχι μόνο τους ελευθεριακούς, αλλά και μια σειρά άλλων τμημάτων που στεκόντουσαν κατηγορηματικά στις συγκεντρωτικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Οι ιδρυτικοί εκπρόσωποι, εκπροσώπησαν τις Γαλλικές, Ιταλικές, Ισπανικές και Jurassienne (Ελβετικές) Ομοσπονδίες, καθώς και ένα από τα Αμερικανικά τμήματα. Πριν από το Συνέδριο της Χάγης οι Αμερικανοί είχαν διχαστεί, με τη μια μεριά να ενστερνίζεται τις θέσεις του Μαρξ και την άλλη να αποτελεί μια χαλαρή Ομοσπονδία που συμπεριλάμβανε διάφορες τάσεις ριζοσπαστών. Οι εκπρόσωποι κηρύξανε άκυρα τα ψηφίσματα του Συνεδρίου της Χάγης και αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το Γενικό Συμβούλιο, κρίνοντας το παράνομο.
Σε αντίθεση με την Μαρξιστική Διεθνή που έδρευε στη Νέα Υόρκη, εξέφρασαν την αναγκαιότητα της ομοσπονδιοποίησης και της αυτονομίας σε μια οργάνωση, έχοντας για συνδετικό κρίκο την αλληλεγγύη και όχι την εξουσία.
Όσον αφορά το πολιτικό σκέλος, το Συνέδριο τάχθηκε υπέρ της αρχής των «διαφόρων δρόμων για τον σοσιαλισμό». Απέρριψε την ιδέα μιας ενιαίας γραμμής λειτουργίας ή ενός πολιτικού προγράμματος, ως του μοναδικού δρόμου που θα μπορούσε να οδηγήσει τους εργαζόμενους στην απελευθέρωση τους. Αυτή η θέση θα φαινόταν τόσο παράλογη όσο και αντιδραστική. Οι Ομοσπονδίες από μόνες τους, αποφάσισαν τις δικές τους στρατηγικές, σε συνεργασία με τα υπόλοιπα τμήματα.
Η κοινή αρχή των Ομοσπονδιών ήταν η διακήρυξη ότι ο στόχος της Διεθνούς είναι η ίδρυση μιας ελεύθερης και ισότιμης οικονομικής συνομοσπονδίας, «ανεξάρτητης από κάθε πολιτική κυβέρνηση» και η αυτοδιεύθυνση των εργαζομένων. Η Διεθνής ειδώθηκε ως μια οικονομική ένωση, οργανωμένη στη βάση των ταξικών συμφερόντων. Απέρριψε τις πολιτικές οργανώσεις, ως φορείς που επιδιώκουν την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας. Το Συνέδριο δήλωσε ότι «η καταστροφή της πολιτικής εξουσίας είναι το πρώτο καθήκον του προλεταριάτου».
Ενάντια σε αυτή τη μορφή πολιτικής, πρότειναν τη δημιουργία ελεύθερων Ομοσπονδιών για όλες τις ομάδες παραγωγών. Αυτή η ιδέα δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αλλά συμπληρώθηκε από την τελική απόφαση του Συνεδρίου που ήταν η επιλογή των απεργιών ως όπλου αντίστασης των εργαζομένων στον καπιταλισμό. Η θέση αυτή έχει ερμηνευτεί από ορισμένους ως ένα είδος πρώιμου συνδικαλισμού, ή αλλιώς ως μια παραλλαγή των θέσεων του Προυντόν.
Η Διεθνής στη Νέα Υόρκη που παρέμεινε ο προμαχώνας των συμμάχων του Μαρξ και κάποιων ακόμα, σύντομα θα καταρρεύσει. Η Διεθνής στο Saint Imier συνέχισε να υφίσταται, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη των τμημάτων του Βελγίου, της Αγγλίας και της Ολλανδίας στο επόμενο Συνέδριό της. Ωστόσο, η Διεθνής αυτή θα έφθινε και το ελευθεριακό κίνημα σταδιακά θα διαλυόταν. Κάποιοι έγιναν πιο δεκτικοί στο ρεφορμισμό, ενώ άλλοι ανέπτυξαν αδιάλλακτες θέσεις ενάντια στις εκλογές και υπέρ της έμπρακτης προπαγάνδας, στοιχεία που θα χαρακτήριζαν τη φυσιογνωμία του αναρχικό κίνημα για τις επόμενες δεκαετίες. Η τελευταία τάση έγινε κυρίαρχη καθώς η Διεθνής παρήκμαζε, απομακρύνοντας ακόμη περισσότερο τους ρεφορμιστές και άλλους επαναστάτες.