Το παρόν κείμενο του Γιώργου Λιερού “Ποιός είναι σήμερα στη Δύση ο αληθινός ιερόσυλος” δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή το 2006, με αφορμή τη δημοσίευση των πρώτων σκίτσων του Μωάμεθ. Υπό το φως των σημερινών γεγονότων στην Γαλλία, το κείμενο διατηρεί την επικαιρότητά του.
“Πολλά επιτεύχθηκαν όταν εντυπώθηκε τελικά στις μάζες (σε όλων των ειδών τα ρηχά πνεύματα και εκείνους που χωνεύουν βιαστικά) το αίσθημα ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να αγγίζουν, ότι υπάρχουν άγια βιώματα μπροστά στα όποια πρέπει να βγάζουν τα παπούτσια τους και να κρατούν μακριά τα ακάθαρτα χέρια τους – και αυτό είναι σχεδόν το μεγαλύτερο βήμα τους προς την ανθρώπινη ιδιότητα. Αντίστροφα, δεν υπάρχει ίσως τίποτε στους λεγόμενους καλλιεργημένους, τους πιστούς των «μοντέρνων ιδεών», που να προκαλεί τόση αηδία όση η έλλειψη ντροπής που έχουν, η αυτοϊκανοποιούμενη θρασύτητα του ματιού και του χεριού με την οποία αγγίζουν, γλείφουν και ψηλαφούν τα πάντα· και είναι δυνατό να βρίσκεται σήμερα περισσότερη σχετική ευγένεια του γούστου και τακτ του σεβασμού στο λαό, στον κατώτερο λαό, και ειδικά στους αγρότες, παρά στον αναγιγνώσκοντα εφημερίδες ημίκοσμο του πνεύματος, τους καλλιεργημένους.”
Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το Καλό και το Κακό.
Δώδεκα γελοιογραφίες του Μωάμεθ. Ο Μωάμεθ τρομοκράτης. Σε δανική εφημερίδα με σκοπό εκπαιδευτικό προκειμένου, όπως λέει θρασύτατα η ίδια η εφημερίδα, οι μουσουλμάνοι της χώρας «να μάθουν ότι ζώντας σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία [πρέπει] να είναι έτοιμοι να αποδεχθούν τον σαρκασμό και τη γελοιοποίηση». Η προσβολή, το καψόνι˙ έτσι μαθαίνει ο απαίδευτος και ανώριμος ανατολίτης.
Ελευθερία της έκφρασης; Μα ποιος περιόρισε ποτέ την ελευθερία της έκφρασης των προπαγανδιστών των ναζί όταν επρόκειτο να επιτεθούν στους αντιπάλους του καθεστώτος; Το μελάνι των Δανών σκιτσογράφων είναι το λίπος του γουρουνιού στο οποίο κάποτε οι αποικιοκράτες βούταγαν τις σφαίρες που θα ξέσκιζαν τα σώματα των μουσουλμάνων.
Θα ήμασταν αλληλέγγυοι σε θύματα θεοκρατικών καθεστώτων, σε εξεγερμένους που σπαν τις παλιές τις πλάκες και γκρεμίζουν από τα βάθρα τους τους παλιούς θεούς. Όμως η κοσμιότητα κατά τη συνάντηση με τον ξένο πολιτισμό, έθνος, οικογένεια επιβάλλει τον σεβασμό σε ό,τι θεωρεί ο ίδιος πολύτιμο.
Οι «τελευταίοι άνθρωποι» νομίζουν ότι μπορούν να κοροϊδεύουν ατέλειωτα. Όμως υπάρχουν όρια. Ορθά το ισραηλιτικό συμβούλιο δεν συμμερίστηκε την αίσθηση του χιούμορ του Θ. Αθανασιάδη για τα «γυμνά φούρνου» και ορθά με την σειρά τους οι ρηγάδες τον γιαούρτωσαν για τους δικούς τους λόγους. Δεν είναι υγιής η οργισμένη αντίδραση απέναντι σε κάποιον που νηφάλια και με επιχειρήματα ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξαν ποτέ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης;
Κάθε πολιτισμός αποδίδει τιμές, σέβεται, αντιμετωπίζει με δέος και έναν κάποιο φόβο, υπερασπίζεται με πάθος μια υπερβατική τάξη, σύμβολα, τελετουργίες, νοήματα, θεούς, μύθους. Δεν υπάρχει λαός χωρίς τα δικά του «ιερά» και «όσια». Η πλήρως εκκοσμικευμένη κοινωνία είναι μια φιλελεύθερη ουτοπία που αντιστοιχεί στη διάχυση του ιερού στην τρέχουσα καθημερινότητα, στις οικείες σχέσεις -μια διαδικασία που ξεκίνησε με τον προτεσταντισμό και συνεχίζεται στο σύγχρονο life style.
Η διάχυση του ιερού στην εκκοσμικευμένη κοινωνία
Η μετανεωτερική αντίληψη, που επικεντρώνεται στην εμμένεια, ιεροποιεί το πρόσωπο ή καλύτερα τις ρέουσες προσωπικές εμπειρίες και αναφέρεται σ’ ένα κόσμο από φευγαλαίες στιγμιαίες εντυπώσεις που διαμεσολαβούνται από εμπορεύματα, τα σύγχρονα ιερά σκεύη. Λατρεύει τους σταρ, παραδίδεται στις χαρισματικές προσωπικότητες, αποζητά την ασφάλεια, την οικειότητα, τις μικρές ιδιωτικές στιγμές, υπερασπίζεται την αξία της ζωής και προπάντων τα ατομικά δικαιώματα που αναλύονται στο σεβασμό των σεξουαλικών προτιμήσεων, την ελευθερία των καταναλωτικών επιλογών, την άρση των περιορισμών στην προσωπική διάχυση, αλλά και τη χρήση μικρών πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων (εθνοτικών, θρησκευτικών, ιδεολογικών, ενδυματολογικών) ως κωδίκων ατομικής αναγνώρισης και «κοινοτικής» συσπείρωσης.
Στη σύγχρονη θρησκεία της εμμένειας συνυπάρχουν σ’ όλη την έκταση του κοινωνικού πεδίου ο διασυρμός των πάντων και η «πολιτικά ορθή» συμπεριφορά που διεκδικεί δικαιώματα πάνω στο οτιδήποτε. Κάθε κοινότητα, θραύσμα ενός κατακερματισμένου κόσμου, προσπαθεί να εξυψώσει και απαιτεί σεβασμό και πολιτικά ορθή στάση απέναντι στα μικρά προσωπικά γνωρίσματα που υψώνει σε ίδιους κώδικες αναγνώρισης. Όμως αυτή η προβολή στον κόσμο έχει να κάνει μάλλον με την εσωτερική κατανάλωση και συσπείρωση παρά με την άρθρωση ενός δημόσιου ηγεμονικού λόγου. Άλλωστε, αυτοί οι κωδικοί δεν έχουν κατά κανόνα να κάνουν με τους όρους μιας πραγματικής κοινωνικότητας· μπορεί να παίρνουν τους εαυτούς τους πολύ σοβαρά, ως το άπαν, (όπως ακριβώς κάνει κάθε εμπόρευμα με την εικόνα του) αλλά στην αγορά, τον κόσμο, αντιμετωπίζονται όπως όλα τα εμπορεύματα: είναι εφήμεροι και αναλώσιμοι. Ο διασυρμός, η βεβήλωση, η απαξίωση, η «ιεροσυλία» δεν είναι παρά ο τρόπος γρήγορης απόσυρσης των εν λόγω ιδιότυπων εμπορευμάτων.
Λες και έχει πραγματωθεί σ’ αυτήν την θρησκεία της εμμένειας η βουδιστική λατρεία του Κενού και του Τίποτα ως λατρεία του κενού και του τίποτα. Πρόκειται για μια ακραία θρησκευτική αρνησικοσμία και, καθώς, εν τέλει, ο κόσμος διαλύεται σε προσωπικά βιώματα, το μόνο που έχει σημασία είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα που καθιστούν δυνατά τέτοια βιώματα. Χάνεται ο σεβασμός· ο οργανωτικός ρόλος των απρόσωπων δημοσίων τελετουργικών, των υπερβατικών υποστάσεων περνάει σε δεύτερη μοίρα ή βρίσκεται εκτός της δημόσιας σφαίρας. Οι λέξεις που κάποτε κατά τον Cassirer ξεκίνησαν ως ονόματα στιγμιαίων θεοτήτων έχουν ξεπέσει σε χρηστικά μέσα, απλά σημαίνοντα. Ο συμβολικός πλούτος της κοινωνίας αποψιλώνεται, χάνει την λάμψη και τη μαγεία που του έδιναν κάποτε οι θυσίες των ιερέων. Και δεν πρόκειται μόνο για τον εξευτελισμό και την αποδυνάμωση θρησκευτικών συμβόλων αλλά και έργων τέχνης, αρχαιολογικών και ιστορικών τόπων δια της χρήσης τους από τη διαφήμιση, της εμπορευματοποίησής τους κ.τ.λ.
Ακόμα και τα πιο ανοιχτά μυαλά καταλαβαίνουν την «ιεροσυλία» με τα σκίτσα μόνο με όρους σεβασμού της προσωπικότητας (των μουσουλμάνων, των μεταναστών, των άλλων). Όχι με όρους σεβασμού προς μια απρόσωπη (θυσιαστική) τάξη, η οποία είναι ακριβώς αυτή που επιτρέπει στο εγώ να σκίσει τα ατέλειωτα μπερδεμένα νήματα του κουβαριού της αυτοναφορικότητάς του και ν’ ανοίξει μια διέξοδο προς το έξω, το άλλο, το μακρινό.
Από την παθιασμένη συμμετοχή στην σιωπηλή θέαση
Οι θρησκείες, μέρη εκμεταλλευτικών και εξουσιαστικών κοινωνιών, χειραγωγούσαν τους πιστούς, συσκότιζαν την ταξική συνείδηση των από κάτω και εξασφάλιζαν την ηγεμονία των κρατούντων. Όμως το θρησκευτικό τελετουργικό επέτρεπε ορισμένους τρόπους παθιασμένης έκφρασης των πιστών, ενώ η ιεροποιημένη εμμένεια στερεί από τους ανθρώπους τα εκφραστικά μέσα και τους καθηλώνει σε ρόλους σιωπηλού θεατή και αυτά παρά τις διακηρύξεις για την ελευθερία της έκφρασης. Η εμμονή στην αμεσότητα, η θρησκευτική απολυτοποίηση του προσωπικού βιώματος, που ενισχύεται από όλη την κουλτούρα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, επιτρέπει στον ηγέτη να αποφεύγει τη δέσμευση σε πρόγραμμα ή θέσεις· έτσι κρίνεται μόνο δίνοντας μια παράσταση για την καθημερινή του ζωή, την υποτιθέμένη ειλικρίνεια και αυθεντικότητα του, την προθυμία του να μοιραστεί τα προσωπικά του βιώματα. Έτσι οι Αμερικανοί ή οι Άγγλοι πολίτες θα απέπεμπαν τον Μπλερ ή τον Μπους αν τους έλεγαν ψέματα για τη συζυγική τους ζωή αλλά ανέχονται το ότι τους εξαπάτησαν προκειμένου να ξεκινήσουν τον πόλεμο στο Ιράκ. Ούτε η ορθολογικότητα φαίνεται να κερδίζει κάτι στη μετανεωτερική αυτή μορφή θρησκευτικότητας.
Το Ισλάμ εδώ και δώδεκα αιώνες, από την εποχή του Αλ Χαλάτζ, έχει γνωρίσει στις τάξεις του πολλούς θαρραλέους αμφισβητίες-ανανεωτές της ιερής του τάξης, που τα ιερατεία του καιρού τους τους κατεδίωξαν και τους θανάτωσαν ως βλάσφημους, εγκληματίες και ιερόσυλους.
Ο Παύλος γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή: «την αμαρτία δεν θα είχα γνωρίσει χωρίς τον νόμο… διότι χωρίς τον νόμο η αμαρτία είναι νεκρή». Πράγματι, η ιεροσυλία δεν υφίσταται χωρίς την ιερή τάξη που προσβάλλει, δεν είναι η πράξη ενός ποταπού προπαγανδιστή, προϋποθέτει μια εσωτερική σχέση με το ιερό/ανίερο και ο ιερόσυλος δε μπορεί να επιτελέσει το ιστορικό του έργο χωρίς να έχει απέναντί του τον ιεροεξεταστή. Ή αλλιώς η αμφισβήτηση της ιερής σφαίρας ενός πολιτισμού, δηλαδή του σκληρού πυρήνα των κοσμοαντιλήψεων και του συμβολικού του εξοπλισμού, έχει ένα δραματικό-συγκρουσιακό χαρακτήρα. Οι οριακές στάσεις στις οποίες οδηγούνται οι αμφισβητίες τούς χαρακτηρίζουν βέβηλους και ιερόσυλους και προκαλούν εναντίον τους τις διώξεις και την ενδεχόμενη θανάτωση τους. Και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο διατηρείται, ζωογονείται, ανανεώνεται ή αντίθετα πεθαίνει και αναγεννάται η ιερή τάξη ενός πολιτισμού – θυσιαστική αποκαλούσε ορθά ο Ρενέ Ζιράρ αυτή την τάξη.
Απατώνται οι ισλαμιστές· η «Γιούλαντς Πόστεν» είναι πολύ πιθανόν να δημοσιεύσει τις γελοιογραφίες για το ολοκαύτωμα ή για το οτιδήποτε. Είπαμε η γρήγορη απαξίωση είναι μέρος της λειτουργίας του συστήματος. Ο σκληρός πυρήνας της δυτικής μετανεωτερικότητας είναι η οικονομία της αγοράς, ο φετιχισμός του εμπορεύματος, η διάλυση της δημόσιας ζωής, η κοινωνία του θεάματος· η υλική προσβολή τους εξαντλεί τα όρια της ανεχτικότητας του συστήματος. Αυτοί είναι οι θεοί που πρέπει να γκρεμιστούν από τα βάθρα τους. Είναι μέσα από τις φλόγες αυτής της αναμέτρησης που ελπίζουμε να γεννηθεί ένας νέος κόσμος πλήρης νοήματος, μια λαμπρή συμβολική τάξη και ίσως νέες μορφές διαμεσολάβησης της ανθρωπότητας με το «όλως άλλο» της.