Βρήκαμε τη στάχτη / Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας
Γ. Σεφέρης
Όταν τον Φεβρουάριο του 2020 το πρώτο κρούσμα της covid-19 κατέληξε σε θάλαμο εντατικής θεραπείας, ολόκληρη η χώρα, επί ξυρού ακμής κρεμασμένη από τα τηλεοπτικά φιλιατρά, συγκλονιζόταν από το μέγεθος της επερχόμενης τραγωδίας. Ακολούθησαν τρία χρόνια μιας ανελέητης κρατικής θανατοπολιτικής, 35 χιλιάδες νεκροί και ένα κατακερματισμένο σύστημα υγείας, έρμαιο στις ορέξεις της αγοράς.
Εδώ και καιρό, κανένας δεν ενδιαφέρεται πια για τους νεκρούς της covid-19. Κι όμως, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, κάθε εβδομάδα, 150 επιπλέον άνθρωποι προστίθενται στη μεγάλη «στατιστική» των νεκρών. Ανά τρεις μέρες έχουμε μια τραγωδία εφάμιλλη αυτής των Τεμπών. Την ίδια στιγμή, η ανελέητη αντιμεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους και της Ευρώπης-φρούριο —μια πολιτική που συμπυκνώνει αριστοτεχνικά το όραμα του Ναζιστή στρατηγού Ρόμελ με την εκπεφρασμένη επιθυμία του Έλληνα ομοϊδεάτη του Υπουργού «Υγείας», γνωστού και ως ο κύριος «να έχουμε νεκρούς στα σύνορα»— οδηγεί σε ένα πολύνεκρο ναυάγιο κάθε λίγες μέρες. Είκοσι άνθρωποι πνίγονται στη Μεσόγειο, κατά μέσο όρο, κάθε μέρα. Κάθε δύο μέρες και μια τραγωδία εφάμιλλη αυτής των Τεμπών. Γι’ αυτά τα κρατικά εγκλήματα, όμως, με εξαίρεση μια μικρή μερίδα «ανθελλήνων», «αναρχικών» και «πρακτόρων του Ερντογάν», η ελληνική κοινωνία εν συνόλω, που σήμερα ζητά συγκλονισμένη (και δικαίως) να αποδοθούν ευθύνες, όχι μόνο αδιαφορεί, αλλά συναινεί σιωπηλά.
Δυστυχώς, και το έγκλημα των Τεμπών θα ξεχαστεί γρήγορα. Είναι ο μηχανισμός διαχείρισης του θεάματος, μια διαδικασία προβολής καταιγιστικών ειδήσεων-σοκ, που λειτουργεί ως η μεγάλη συγκάλυψη στη διαχείριση της εξουσίας. Είναι χρόνια τώρα που ο ηγεμόνας έμαθε να χειρίζεται καλά τη μεγάλη «τέχνη του αποπροσανατολισμού». Δεν κρύβει πια τα εγκλήματά του, όπως κάποτε οι Ανατολικοί στο Τσερνόμπιλ· αντίθετα, τα υπερ-προβάλλει, τα αναμοχλεύει σε έναν τεράστιο χυλό αλλεπάλληλων «συμβάντων», όπου το ουσιώδες, το ασήμαντο, η ατομική και η θεσμική ευθύνη, η οργή και η κριτική διαμαρτυρία, συγχέονται με τέτοιο τρόπο που καμία διέξοδος να μην διαφαίνεται στον ορίζοντα. Όλα ήταν, εξαρχής, μοιραία… Κισμέτ! Και κάπου εκεί, μέσα στον χαμό των ερειπίων μιας «φυσικής καταστροφής», εμφανίζεται ο ηγέτης-Μωυσής να δώσει τη λύση. Η εξουσία ως διαχείριση της τραγωδίας κυριαρχεί πάνω στο έδαφος μιας κατάστασης διαρκούς «εξαίρεσης».
Η κοινωνία εθίζεται στα αλλεπάλληλα σοκ που τρέφουν τον εσωτερικό σαδισμό της. Η εμμονή της στην τραγωδία συνοδεύεται από μια αδιόρατη αδιαφορία για την πρόληψη, αλλά και έναν τρόμο μπροστά στη λύτρωση. Όπως έλεγε ο Έριχ Φρομ, ο φόβος των ανθρώπων μπροστά στην προοπτική της συλλογικής τους απελευθέρωσης, μπροστά στην προοπτική της αυτοκυβέρνησής τους, χωρίς κράτος και κεφάλαιο, είναι ο φόβος της ευθύνης τους μπροστά σε μια εξουσία χωρίς «πατέρα». Και αυτή η σιωπηρή αποδοχή του «πατέρα-ηγέτη» που διοικεί το κράτος-Λεβιάθαν, οδηγεί στην αποδοχή της μοίρας. Η φράση «πάμε, κι όπου βγει…», που ένας επιβάτης του τρένου των Τεμπών άκουσε να λένε μέσω ασυρμάτου, συμπυκνώνει το πνεύμα της συλλογικής αδιαφορίας μας για τον όλεθρο.
Ποιος ζητά σήμερα να εφαρμοστούν, άμεσα και χωρίς καθυστερήσεις, τα πολεοδομικά σχέδια οικισμών, να ανοιχτούν οι παράνομοι αδιέξοδοι δρόμοι, ώστε να μην πεθαίνουν άνθρωποι σε περίπτωση πυρκαγιάς, όπως στο Μάτι; Ποιος ζητά να ελεγχθούν όλες οι επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος για το αν έχουν λειτουργικές εξόδους κινδύνου, ώστε να μην καίγονται άνθρωποι, όπως στη Μαρφίν; Ποιος (αλήτης ρουφιάνος) δημοσιογράφος ακούει την κραυγή των εργαζομένων στα τρένα, στα εργοστάσια, στα καράβια και στα εργοτάξια, που προειδοποιούν για τα ανύπαρκτα μέτρα ασφαλείας; Ποιος δήμαρχος (πορφυρογέννητος γόνος ή κομματικός επιτετραμμένος) ασχολείται με την τραγική κατάσταση των προσβάσεων για ΑΜΕΑ στις ελληνικές πόλεις, που αναγκάζονται να βγαίνουν με καροτσάκια μέσα στα αυτοκίνητα, με αποτέλεσμα εκατό από αυτούς να πεθαίνουν έτσι κάθε χρόνο; Πόσα και πόσα άλλα «Ποιος»;…
Όμως, υπάρχει και μια άλλη διάσταση της «μεγάλης τέχνης του αποπροσανατολισμού»: η μετατροπή των τεχνικών ζητημάτων σε πολιτικά (όταν όλα είναι πολιτικά, τίποτα δεν είναι πολιτικό). Είναι μια τεχνική που έχει το ιδεολογικό της συμπλήρωμα στην έντεχνη μεταστροφή των κατεξοχήν πολιτικών ζητημάτων σε τεχνικά. Με αυτή τη διπλή αντιστροφή, η εξουσία του συλλογικού κεφαλαίου μένει πάντα στο απυρόβλητο. Όταν η κοινωνία αντιμαχεί πολιτικά για τη χρήση των εμβολίων, για τη χρήση μάσκας σε κλειστούς χώρους, για το «διπλοπαρκάρισμα» (ναι, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, στην πόλη μου υπάρχουν πολιτευτές που υπερασπίζονται δημόσια τα διπλοπαρκάρισμα!), όταν η κοινωνία πολιτικοποιεί την ύπαρξη ή όχι συστήματος ασφαλείας στα τρένα, το αν θα πρέπει να λειτουργούν ή όχι τα νέα φανάρια σε μια πόλη (και αυτό είναι «πολιτικό ζήτημα» στην πόλη μου), όταν συζητάμε σοβαρά (ή έστω με σοβαροφάνεια) απόψεις όπως ότι «τα πρωτόκολλα ασφαλείας των μεταφορών αυξάνουν την καταστολή» ή πως «η φυσική δόμηση (με λάσπη και φύκια) είναι πιο αντισεισμική γιατί ο σεισμός είναι… φυσικό πράγμα», όταν το αν πρέπει ή όχι να κάνουμε ιατρικές εξετάσεις πρόληψης για μια σειρά από ασθένειες είναι πολιτικό ζήτημα, τότε τίποτα δεν είναι πολιτικό. Και φυσικά, τα κατεξοχήν πολιτικά ζητήματα, όπως η οικονομία και η διακυβέρνηση, η ελευθερία και η ιδιοκτησία, αφήνονται στην άκρη, στα χέρια των «ειδικών».
Σε δεκαπέντε μέρες η τραγωδία θα έχει ξεχαστεί. Ο Άρχων του τόπου θα πάει ήρεμα σε εκλογές, που με βεβαιότητα θα κερδίσει. Αυτό που είναι όμως το ουσιώδες σε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς-παρωδία, που έχει τόση σχέση με τη δημοκρατία όση ο Πούτιν με τον αντιπολεμικό ακτιβισμό, αυτό που είναι το ουσιώδες, δεν είναι ποιος μας κυβερνά αλλά το πώς θα αυτοκυβερνηθούμε.
Γιατί αν το καθεστώς της μονοπωλιακής οικονομίας και των συστημάτων ολιγαρχικής διακυβέρνησης δεν έχει να προσφέρει τίποτα παραπάνω από καταστολή, προπαγάνδα και διαχείριση του θανάτου, αν το καθεστώς της ιδιοκτησίας δεν έχει να προσφέρει τίποτα παραπάνω από αρπακτική συσσώρευση πλούτου, εθνικισμούς και πολέμους, αν το παγκόσμιο και ντόπιο (υπερ)κράτος και ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός του, την ώρα που αγωνιούν για να περισώσουν την κερδοφορία ενός συστήματος σε επιθανάτιο ρόγχο, δεν έχουν να προσφέρουν στην κοινωνική πλειοψηφία τίποτα πέρα από στάχτες, τότε εμείς πρέπει να θυμηθούμε εκείνα τα λόγια του ποιητή: «Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας».