Πιστεύουμε ότι στους διάφορους κύκλους των σοσιαλιστών στην Ευρώπη η διένεξη για τη Συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ και τη συνθηκολόγηση της Σοβιετικής Δημοκρατίας μαίνεται μόνο ανάμεσα στους μπολσεβίκους από τη μία πλευρά και στους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες από την άλλη. Για την Ευρώπη, είτε των εχθρών είτε των φίλων μας, το κόμμα των μπολσεβίκων είναι ενωμένο και ομόφωνο, ενώ όλοι οι οπαδοί του ανεξαιρέτως αποδέχονται τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ και επιδοκιμάζουν την πορεία της κυβερνητικής πολιτικής που ακολούθησε τη Συνθήκη αυτή. Οι ηγέτες του μπολσεβικικού κόμματος θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο έχουν εδραιώσει στην κοινή γνώμη της Ευρώπης την πίστη στην ισχύ και τη στιβαρότητα του σοβιετικού καθεστώτος· δεν αντιλαμβάνονται όμως ότι με τέτοιες μεθόδους δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να συνεχίζουν τη συνηθισμένη τακτική των αστικών κυβερνήσεων που υποκρίνονται, για τα μάτια των ξένων, ότι χαίρουν μίας «ιερής σύμπνοιας» εντός τους.
Από την άλλη πλευρά, πολλοί από τους σοσιαλιστές της Ευρώπης, οι οποίοι είναι ειλικρινά αφοσιωμένοι στην υπόθεση της Σοβιετικής Δημοκρατίας στη Ρωσία, αλλά σε πολλά σημεία δεν μπορούν να εγκρίνουν την πολιτική της, ούτε κυρίως την πορεία που αυτή ακολούθησε μετά τη συνθηκολόγηση του Μπρεστ-Λιτόφσκ, έχουν ενδοιασμούς να εκφράσουν ανοικτά την άποψή τους.
Εκκινούν από την εκτίμηση ότι η διεθνής κατάσταση των Σοβιέτ είναι ακόμα τόσο ασταθής που κάθε κριτική μπορεί να τα βλάψει, ή ίσως από την εκτίμηση ότι οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές, οι οποίοι μέχρι τώρα δεν ήξεραν να στηρίξουν ουσιαστικά τα Σοβιέτ, δεν έχουν το δικαίωμα να κρίνουν τις μεθόδους της δράσης τους. Όποια κι αν είναι η ηθική αξία αυτών των τελευταίων εκτιμήσεων, δεν νομίζουμε αντιθέτως ότι μπορούμε να τις δικαιολογήσουμε πολιτικά.
Διότι η αποσιώπηση της κριτικής στη Ρωσία και της κριτικής των σοσιαλιστών της Ευρώπης τείνει να δώσει στην επανάσταση και την εξέλιξή της μία ολοσχερώς διαφορετική διάσταση από την πραγματικότητα.
Αντί για μία κοινωνική δράση συλλογικής δημιουργίας και κριτικής, βλέπουμε να κάνει την εμφάνισή της μία επίσημη πράξη, η οποία κρίνεται ως στεγνή και μονομερής, ακόμη κι αν προέρχεται από μία σοσιαλιστική κυβέρνηση.
Θεωρούμε ωστόσο ότι ούτε το καθήκον ούτε επίσης η συνείδηση δεν μπορούν να προστάξουν τους συντρόφους μας στην Ευρώπη να τηρήσουν ενώπιον της Σοβιετικής Δημοκρατίας μία στάση σεβασμού και σιωπής.
Τουναντίον, η ακριβής γνώση όλων των αποτυχιών και όλων των επιτυχιών αυτής της δημοκρατίας και η δημόσια εξέτασή τους στο Σοσιαλιστικό Συνέδριο της Ευρώπης αποτελούν το πρώτο καθήκον και το πρώτο δικαίωμα των Ευρωπαίων συντρόφων μας.
Στο εσωτερικό του μπολσεβικικού κόμματος δεν υπάρχει μία ενιαία άποψη αναφορικά με ό,τι άπτεται των κρίσιμων ζητημάτων της επικαιρότητας.
Την προηγούμενη μέρα της σύναψης της Συνθήκης ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, η πλειοψηφία των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος αυτού ήταν ακόμη προσδεδεμένη στο επαναστατικό ρεύμα εντός του. Μόνο μετά τη νέα γερμανική εισβολή, η οποία ξεκίνησε στα τέλη Φεβρουαρίου, υπερίσχυσε η τάση του Λένιν που υποστήριζε την αναγκαιότητα να συναφθεί συμφωνία ειρήνης.
Συνεπεία της νίκης αυτού του ρεύματος, ο Τρότσκι παραιτήθηκε από τη θέση του Επιτρόπου Εξωτερικών. Τα μέλη του κόμματος που ανήκαν στη μειοψηφία έφυγαν από την Κεντρική Επιτροπή.
Οι μπολσεβίκοι που παρέμειναν στη μειοψηφία ονομάστηκαν «αριστεροί μπολσεβίκοι» και συνέχισαν να αντιμάχονται την τάση του Λένιν. Επικεφαλής τους είναι οι Μπουχάριν, Ράντεκ και Κολοντάι.
Στο 4ο Συνέδριο των Σοβιέτ, το οποίο θα αποφάσιζε για την επικύρωση της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, οι αντιπρόσωποί τους (που έφταναν τους εβδομήντα) δεν υπερασπίστηκαν ανοικτά τη θέση τους, αλλά απλώς απείχαν από την ψηφοφορία, αφού έκαναν μία αποφασιστική δήλωση.
Αυτό επίτασσε η κομματική τους πειθαρχία, της οποίας η καταστροφική επίδραση έκανε εδώ για πρώτη φορά την εμφάνισή της. Από τη στιγμή αυτή, η πάλη ενάντια στη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ και στις συνέπειές της, δηλαδή η πάλη που διεξάγεται από τη σκοπιά της Σοβιετικής Δημοκρατίας και του επαναστατικού σοσιαλισμού, κατέστη υπόθεση μόνο του κόμματος των αριστερών σοσιαλεπαναστατών.
Ως προς τους αριστερούς μπολσεβίκους, αυτοί αρκέστηκαν απλώς να εκθέσουν και να εξηγήσουν τη θέση τους εντός του κόμματός τους. Ίδρυσαν την εφημερίδα Ο Κομμουνιστής που προσέλκυσε γύρω της τη συντριπτική πλειοψηφία των διακεκριμένων επιστημόνων που αναφέρθηκαν πριν και επιπλέον τους Ποκρόφσκι, Λόμοφ, Ομπολένσκι, Μπρόντσκι, Πρεομπραζένσκι. Η θεωρητική τους κριτική, ακόμη πιο εκτεταμένη, ξεπέρασε τα πλαίσια της εξωτερικής πολιτικής, διότι η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ εγκαινίασε μία εποχή συμβιβασμών ανάμεσα στη σοβιετική εξουσία και την ξένη και εθνική αστική τάξη.
Θα παραθέσουμε εδώ ένα τμήμα των θέσεων του 1ου τεύχους του Κομμουνιστή, για να περιγράψουμε μία οπτική γωνία, η οποία, μολονότι μπολσεβίκικη, διαφέρει από αυτή που προς στιγμήν συνδέθηκε με το όνομα του Λένιν.
1…. Στις αρχές Μαρτίου (δηλαδή στο 4ο Συνέδριο των Σοβιέτ), η προλεταριακή-αγροτική επανάσταση βρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το δίλημμα: να αποδεχτεί τη σύγκρουση ή καλύτερα να την αποφύγει, δηλαδή να υπογράψει τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Η αποφασιστική πλειοψηφία των οργανώσεων των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών επέλεξε τον δεύτερο δρόμο.
Η πλειοψηφία αυτή αποτελείτο από τους εκπροσώπους της εξουθενωμένης και αποσυρμένης μάζας των στρατιωτών και από τους εκπροσώπους ενός μέρους των εργατών της βόρειας βιομηχανικής ζώνης της Ρωσίας. Στην περιοχή αυτή, όπου σταμάτησαν να έρχονται οι πρώτες ύλες από τον νότο της Ρωσίας, το κάρβουνο και το σιτάρι, η γενική οικονομική αναταραχή είχε ως αποτέλεσμα την πείνα και επέφερε ραγδαία παρακμή της βιομηχανίας, ανεργία, διακοπή της συστηματικής και παραγωγικής εργασίας και, κατά συνέπεια, μία τάση υποβάθμισης του προλεταριάτου, δηλαδή την αποδυνάμωση της ενότητάς του και της ταξικής του συνείδησης, και εν πάση περιπτώσει την άμβλυνση της αγωνιστικότητάς του. Ανάμεσα σε αυτούς που δεν ήθελαν να αποδεχτούν τη μάχη υπήρχαν εκπρόσωποι των αγροτών που λιμοκτονούσαν λόγω του πολέμου, της κακής εσοδείας, των δυσκολιών στην τροφοδοσία και την αταξίας που βασίλευε στα εργοστάσια των πόλεων· αγρότες από τη βιομηχανική περιοχή του βορρά και του κέντρου. Οι εργάτες και οι αγρότες από τις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές και τα Ουράλια, οι οποίοι ήταν οικονομικά πιο δυνατοί και διέθεταν περισσότερο σιτάρι, ήταν ως επί το πλείστον διατεθειμένοι να συνεχίσουν τη μάχη. Ωστόσο η άποψή τους δεν υπερίσχυσε.
Η Συνθήκη συνάφθηκε για να μπορέσει να συντηρηθεί ο βιομηχανικός βορράς, ο οποίος ήταν άλλοτε το κέντρο της επανάστασης, με τίμημα όμως τη διαίρεση ανάμεσα στον βιομηχανικό βορρά και τον βιομηχανικό νότο που διέθετε περισσότερο σιτάρι.
2… Παρ’ όλα αυτά, κατά την εκτίμηση της κατάστασης που δημιουργήθηκε από τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, οι προλετάριοι κομμουνιστές δεν μπορούν να στηριχθούν μόνο στα γεγονότα αυτά· δεν μπορούν να υιοθετήσουν το επίπεδο της αντίληψης αυτού του ανίκανου, κακόμοιρου και αδρανούς κόμματος ενός τμήματος του ρώσικου προλεταριάτου και των Ρώσων αγροτών. Όταν προσδιορίζουν αυτό που πρέπει να κάνουν, λαμβάνουν υπόψη τους τα συμφέροντα των εργατών ολόκληρης της Ρωσίας στο σύνολό τους και συσχετίζουν αυτά τα προβλήματα με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το διεθνές επαναστατικό κίνημα που βαίνει αυξανόμενο.
Όχι! Δεν θα μπορούσε να είναι ο αντικειμενικός σκοπός τους η διατήρηση με κάθε τίμημα των κατακτήσεων των εργατών και αγροτών στην επικράτεια που περιορίζεται στα σημερινά όρια της Σοβιετικής Δημοκρατίας, δηλαδή η διατήρησή τους με τίμημα τη θυσία των κατακτήσεων τους στην υπόλοιπη έκταση της Ρωσίας και η συμφιλίωση τους με την ιδέα της ανασύστασης του σοβιετικού καθεστώτος από τους μικροαστούς. Συνίσταται αντιθέτως στην ανάπτυξη και στην ενοποίηση όλης της Ρωσίας, ως τμήματος της διεθνούς εργατικής επανάστασης ενάντια στον διεθνή ιμπεριαλισμό· αυτή είναι η θεμελιώδης κατεύθυνση της πολιτικής τους στάσης.
5…. Η σύναψη της Συνθήκης ασκεί μία αρνητική επίδραση στην ηθική και ιδεολογική ανύψωση της διεθνούς επανάστασης. Η επιρροή της ρώσικης επανάστασης στις διεθνείς τάξεις των εργατών εξασθένισε λόγω της συνθηκολόγησης της ενώπιον του διεθνούς ιμπεριαλισμού (παύση της επαναστατικής προπαγάνδας στο μέτωπο, εγκατάλειψη της πολιτικής που στοχεύει στο ξεσκέπασμα του διεθνούς ιμπεριαλισμού, υιοθέτηση μίας προοπτικής άσκησης «μετριοπαθούς» εσωτερικής πολιτικής στη Ρωσία).
Οι προθέσεις των διπλωματικών χειρισμών από την πλευρά της σοβιετικής εξουσίας δεν ενθουσιάζουν πλέον το διεθνές προλεταριάτο, καθώς δεν αποτελούν απόδειξη της δύναμης της επανάστασης αλλά της αδυναμίας της.
6…Τα σχέδια των Γερμανών ιμπεριαλιστών με βάση τη σύναψη της Συνθήκης συνοψίζονται στα εξής: από τη μία πλευρά θα φαινόταν επωφελές να αναβάλλουν τη στρατιωτική κατάκτηση του ρώσικου βορρά, την ανατροπή της εξουσίας των σοβιέτ και τον έλεγχο της οικονομική ζωή στον βορρά της Ρωσίας· από την άλλη πλευρά, ήταν σημαντικό να θέσουν υπό την επιρροή του γερμανικού ιμπεριαλισμού και να εκμεταλλευτούν για τις ανάγκες του γερμανικού κεφαλαίου τον βιομηχανικό και γόνιμο σε σιτηρά νότο· κατά τρίτον, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, αποκόπτοντας τον βορρά από τον νότο και επιφέροντας με τον τρόπο αυτό τη φυσική διάλυση της οικονομίας του βορρά, ασκώντας έλεγχο πάνω στις πηγές πρώτων υλών και στα σιτηρά που τροφοδοτούν τον βορρά και, τέλος, χρησιμοποιώντας τα κατειλημμένα στρατηγικά σημεία στον βορρά και τις νέες τμηματικές προσαρτήσεις για να ασκηθεί στρατιωτική πίεση, υπολόγιζε πραγματικά να τυλίξει τον βορρά στα πλοκάμια του γερμανικού οικονομικού κεφαλαίου, να ισοπεδώσει τις κοινωνικές κατακτήσεις της εργατικής επανάστασης και, μέσω αυτού, να εξαλείψει ριζικά τη σοβιετική εξουσία.
- Δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά το κόμμα του προλεταριάτου. Ο ένας από αυτούς είναι η υπεράσπιση και η ενσωμάτωση του τμήματος του σοβιετικού κράτους που έχει ακόμα παραμείνει ανέπαφο. Ο δρόμος αυτός μπορεί να δικαιολογηθεί (με λόγια) από την πρόθεση να διατηρηθούν πάση θυσία για τη διεθνή επανάσταση οι επαναστατικές δυνάμεις και η σοβιετική εξουσία, ακόμα κι αν αυτή παραμείνει μόνο εντός της Μεγάλης Ρωσίας.
11…. Το ενδεχόμενο οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα που θα πρέπει να προβλεφθεί σε περίπτωση που ακολουθηθεί με βάση τη λογική η τάση αυτή είναι το εξής:
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η τακτική της αποκάλυψης του ρόλου του ιμπεριαλισμού αφήνει τη θέση της στους διπλωματικούς χειρισμούς του ρώσικου κράτους ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Η οικονομική πολιτική που αντιστοιχεί στην «πορεία» αυτή πρέπει να αναπτυχθεί στην κατεύθυνση του συμβιβασμού και της συμφωνίας με τους μεγάλους επιχειρηματίες, τόσο τους «εθνικούς» όσο και τους διεθνείς, οι οποίοι κρύβονται πίσω από την πλάτη των πρώτων.
Η αποεθνικοποίηση των τραπεζών, τουλάχιστον με κεκαλυμμένο τρόπο, είναι λογικά αδιαχώριστη από παρόμοιους συμβιβασμούς.
Η πολιτική που περιγράφεται παραπάνω είναι εγγενώς επικίνδυνη για τους σκοπούς του ρώσικου και διεθνούς προλεταριάτου. Θα παγιώσει την αποσύνδεση της «μεγάλης ρώσικης» Σοβιετικής Δημοκρατίας με τον πανρωσικό και διεθνή κόσμο της επανάστασης, αποσύνδεση που ξεκίνησε με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Η στάση αυτή θα αποκλείσει τη Σοβιετική Δημοκρατία εντός των πλαισίων ενός εθνικού κράτους με μεταβατικό οικονομικό πρόγραμμα και υπό το πολιτικό καθεστώς των μικροαστών.
Στο πεδίο της εξωτερική πολιτικής, δεδομένης της αναπόφευκτης αδυναμίας της σοβιετικής διπλωματίας και της ασθενούς σοβιετικής επιρροής στον χώρο της διεθνούς ιμπεριαλιστικής πάλης, η πολιτική αυτή θα προσδέσει τη Σοβιετική Δημοκρατία στον ιμπεριαλισμό και θα την απομακρύνει από το επαναστατικό προλεταριάτο όλων των χωρών. Θα εξασθενίσει ακόμη περισσότερο τη σημασία της σοβιετικής εξουσίας και της ρώσικης επανάστασης.
Στο εσωτερικό της χώρας, θα ενδυναμώσει την οικονομική και πολιτική επιρροή της ρώσικης και διεθνούς αστικής τάξης και, κατά συνέπεια, την αντεπανάσταση.
13… Οι προλετάριοι κομμουνιστές θεωρούν ότι πρέπει να ακολουθηθεί μία άλλη πολιτική. Αυτό που πρέπει να γίνει δεν είναι η διατήρηση μίας σοβιετικής όασης στον ρώσικο βορρά μέσω των παραχωρήσεων που θα την μετατρέψουν σ’ ένα κράτος με μικροαστικό καθεστώς.
Ούτε πρόκειται για το πέρασμα στην… «οργανική εργασία».
Η ρώσικη εργατική επανάσταση δεν μπορεί, «για να διατηρηθεί», να παρεκκλίνει από τον διεθνή επαναστατικό δρόμο, αποφεύγοντας συνεχώς τη σύγκρουση, υποχωρώντας μπροστά στην επίθεση του διεθνούς κεφαλαίου, κάνοντας παραχωρήσεις στο «εθνικό κεφάλαιο».
Από αυτή την άποψη είναι αναγκαία: μία ακλόνητα διεθνής ταξική πολιτική, η οποία να συνδέει με λόγια και με πράξεις τη διεθνή επαναστατική προπαγάνδα με την ενίσχυση των οργανικών δεσμών με τον διεθνή σοσιαλισμό (και όχι με τη διεθνή αστική τάξη)· η αποφασιστική αντίσταση στην ανάμειξη των ιμπεριαλιστών στις εσωτερικές υποθέσεις της Σοβιετικής Δημοκρατίας· η άρνηση σύναψης πολιτικών και στρατιωτικών συμφωνιών που καθιστούν τη Σοβιετική Δημοκρατία το όργανο του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.
__________
Ο αναγνώστης μπορεί να παρατηρήσει ότι οι θέσεις αυτές βρίσκονται ιδιαίτερα κοντά στη στάση που υιοθέτησε ομόφωνα το κόμμα των αριστερών σοσιαλεπαναστατών.
Οι θέσεις όμως αυτές υιοθετήθηκαν αμέσως μετά τη σύναψη της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ και είχαν επομένως χαρακτήρα θεωρητικών υποθέσεων. Μήπως η σοβιετική εξουσία υπό την ηγεσία του Λένιν κατόρθωσε να αποφύγει την πραγματοποίηση αυτών των υποθετικών προβλέψεων;
Το ψήφισμα των αριστερών μπολσεβίκων σε σχέση με τη σημερινή συγκυρία, το οποίο υιοθετήθηκε μετά το πραξικόπημα στην Ουκρανία και δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του Κομμουνιστή, μας δίνει την απάντηση στην παραπάνω ερώτηση. Ας παραθέσουμε τα πιο σημαντικά του αποσπάσματα.
- Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός πέρασε στην άμεση επίθεση ενάντια στην εργατική και αγροτική επανάσταση και η εξωτερική κατάσταση της Σοβιετικής Δημοκρατίας έγινε ξαφνικά επικίνδυνη.
- Υπό αυτές τις συνθήκες, η σοβιετική εξουσία δεν έχει ούτε το περιθώριο ούτε το δικαίωμα να εμπλακεί σε μία διαδικασία παραχωρήσεων στον γερμανικό ιμπεριαλισμό και σε συμβιβασμούς με αυτόν, διότι έχει αποκλειστεί κάθε πιθανότητα «χειρισμών» και, συνεπώς, ανοίγονται δύο προοπτικές μπροστά στη σοβιετική εξουσία: ή να πεθάνει, όπως η Ράντα*, και να αποσυντεθεί αποδιοργανώνοντας την εργατική και αγροτική επανάσταση, ή να αποδεχτεί ανοικτά τη σύγκρουση με τους Γερμανούς που επιδιώκουν την προσάρτηση.
Η σοβιετική εξουσία είναι υποχρεωμένη, μετά την αξιολόγηση του τελεσίγραφου του γερμανικού ιμπεριαλισμού, να απορρίψει τα άρθρα που ακυρώνουν της κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης και να δηλώσει στους εργάτες και στους αγρότες ότι ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, αφού παλινόρθωσε στην Ουκρανία την εξουσία των γαιοκτημόνων και της αστικής τάξης, συνεργάζεται μαζί τους με τον ίδιο σκοπό ενάντια στον ρώσικο βορρά· η σοβιετική εξουσία πρέπει να ενθαρρύνει τον εμφύλιο πόλεμο ενάντια στους θιασώτες της προσάρτησης και υπέρ της προάσπισης της γης των αγροτών, των εργατικών εργοστασίων και της σοβιετικής εξουσίας.
*
* *
Αυτά λένε οι αριστεροί μπολσεβίκοι. Κι εδώ εμείς οφείλουμε να βρούμε την αχίλλειο πτέρνα της τακτικής αυτής της επαναστατικής φράξιας του κόμματος των μπολσεβίκων. Αυτή έχει πληγεί από την ασθένεια της αδράνειας και της έλλειψης βούλησης. Όσο διαχωρίζεται από τη λενινιστική τάση ως προς το βάθος και την ειλικρίνεια της ανάλυσης, τόσο της μοιάζει ως προς την έλλειψη ενέργειας, αποφασιστικότητας και ισχύος ώστε να ασκήσει πίεση.
Οι αριστεροί μπολσεβίκοι δικαιολογούν με την αναγκαιότητα «της κομματικής πειθαρχίας» αυτή την έλλειψη βούλησης και την ανικανότητά τους να δώσουν μορφή και έκφραση στην αναπτυσσόμενη επαναστατική τάση στο μπολσεβίκικο προλεταριάτο.
Λόγω αυτής της πειθαρχίας, απέχουν από το να προβούν σε ανακοινώσεις στα Πανρωσικά Συνέδρια των Σοβιέτ, στις αρμόδιες συσκέψεις των επικεφαλής του κράτους της Δημοκρατίας και στους Ευρωπαίους συντρόφους. Προτιμούν να παίζουν τον ρόλο μίας κάποιας προλεταριακής «αντιπολίτευσης στην Υψηλότητά του», η οποία δεν προχωρά πέρα από κάποια ευλαβική έκφραση αγανάκτησης και μικρές διορθωτικές προτάσεις.
Δεδομένων των τόσο βαθιών αποκλίσεων που διαπιστώσαμε, η τακτική που έχουν επιλέξει οι αριστεροί μπολσεβίκοι είναι εγκληματική, διότι, διαγράφοντας ή αποκρύπτοντας αυτές τις ριζικές διαφωνίες, ευνοούν την ίδια αυτή πολιτική, η οποία κατά την άποψή τους αποσυνθέτει και αποδιοργανώνει την εργατική και αγροτική επανάσταση.
Στο όνομα της κομματικής «ενότητας», οι αριστεροί μπολσεβίκοι θυσιάζουν τον λόγο ύπαρξης του κόμματος, την ίδια την ύπαρξη της επανάστασης.
Εμείς, οι αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες, έχουμε ακόμα περισσότερο το δικαίωμα να προσκαλέσουμε τους αριστερούς μπολσεβίκους να επαναστατήσουν, όπως, στη δική μας περίπτωση, είχαμε το δικαίωμα να υποστηρίξουμε τον ίδιο αγώνα ενάντια στα οπορτουνιστικά στοιχεία του σοσιαλεπαναστατικού κόμματος.
Κι εμείς επίσης, στην εποχή του Κερένσκι και του Τσερνόφ, είχαμε πασχίσει επί μακρόν να διορθώσουμε τη στάση του κόμματός μας, από την οποία έλειπε ο χαρακτήρας και περίσσευε ο συμπάθεια.
Εξετάσαμε επίσης τη δυνατότητα να αποκτήσουμε την πλειοψηφία μέσα στο εσωτερικό του ίδιου του κόμματος. Όμως οι ανάγκες της επανάστασης και της ταξικής πάλης μάς ανάγκασαν να εγκαταλείψουμε αυτή την ουτοπική προσπάθεια, από τη στιγμή που αντιληφθήκαμε πως στις τάξεις του κόμματος, όπου επικρατεί «ενότητα», συγχρωτίζονται μεταξύ τους στοιχεία με διαφορετικές αρχές.
Διαχωρίζοντας τον εαυτό μας από τους παλιούς μας ηγέτες και αφέντες και στερούμενοι των ισχυρών πόρων του κόμματος (διότι ήμασταν πολλοί λίγοι στην αρχή), αποφασίσαμε παρ’ όλα αυτά να εγκαταλείψουμε το παλιό κόμμα και να δημιουργήσουμε το κόμμα των αριστερών σοσιαλεπαναστατών.
Δεν κάναμε λάθος, γιατί σύντομα το κόμμα μας μετατράπηκε στον φυσικό πόλο έλξης των επαναστατικών δυνάμεων των εργαζόμενων αγροτών κι ενός τμήματος του προλεταριάτου. Η ίδια προοπτική ανοίγεται μπροστά στους μπολσεβίκους.
Δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε την ιστορία. Οι τάσεις αφομοίωσης των αποκλίσεων επί των αρχών στο εσωτερικό ενός κόμματος, όπου επικρατεί «ενότητα», είναι μάταιες. Η ιστορία όμως κρίνει από τα αποτελέσματα και όχι από τις καλές αλλά αφελείς προθέσεις. Μία τακτική χωρίς σταθερή κατεύθυνση ίσως να ήταν παροδικά ωφέλιμη, εάν οι αριστεροί μπολσεβίκοι, μετά από συζητήσεις αναφορικά με την καταστροφική πολιτική της σοβιετικής εξουσίας, δεν αντλούν πολιτικά συμπεράσματα. Ποιος ξέρει; Ίσως τα τραγικά γεγονότα της 6ης και της 7ης Ιουλίου* να οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική απραξία αυτής της πτέρυγας των μπολσεβίκων.
Ο τολστοϊσμός δεν επιστρέφει, τουλάχιστον απ’ ό,τι ξέρουμε, στο πρόγραμμα των αριστερών μπολσεβίκων. Αυτή η «μη αντίσταση στο κακό» σε μία πολύ κρίσιμη ώρα για την επανάσταση είναι εξίσου μη αποδεκτή.
J.S.
Μετάφραση: Χαράλαμπος Μαγουλάς
[1] * (Σ.τ.Μ.) Πρόκειται για το Κεντρικό Συμβούλιο (κοινοβούλιο) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουκρανίας, το οποίο ιδρύθηκε στο Κίεβο τον Μάρτιο του 1917 και συνένωνε στους κόλπους του όλες τις πολιτικές και επαγγελματικές οργανώσεις της χώρας. Καθώς τα μέλη του Συμβουλίου θεωρήθηκαν εκπρόσωποι της εθνικής αστικής τάξης, οι μπολσεβίκοι εισέβαλαν στο Κίεβο τον Ιανουάριο του 1918, έκαναν πραξικόπημα και διέλυσαν τη Ράντα, ενώ τα μέλη της φυλακίστηκαν. Το Χάρκοβο ορίστηκε ως η πρωτεύουσα της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας.
[2] * (Σ.τ.Μ.) Εδώ γίνεται αναφορά στην εξέγερση των αριστερών σοσιαλεπαναστατών εναντίον των μπολσεβίκων που έλαβε χώρα στη Μόσχα τον Ιούλιο του 1918. Το σοσιαλεπαναστατικό κόμμα (Εσέροι) είχε υποστηρίξει το 1917 τη συνέχιση του πολέμου, ενώ οι μπολσεβίκοι ανέλαβαν την εξουσία τον Νοέμβριο μετά από εκλογές στα Σοβιέτ με πρόγραμμα να σταματήσει ο πόλεμος. Οι αριστεροί Εσέροι είχαν προσχωρήσει τότε στην κυβέρνηση των μπολσεβίκων αποχωρώντας από το σοσιαλεπαναστατικό κόμμα. Παρ’ όλα αυτά, εντός της κυβέρνησης ασκούσαν εσωτερική αντιπολίτευση στους μπολσεβίκους, ιδίως μάλιστα μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ τον Μάρτιο του 1918, με την οποία παραχωρήθηκαν εδάφη ζωτικής σημασίας στους Γερμανούς (Καρελία, Πολωνία, Λιθουανία), ενώ επιβλήθηκε και η αποχώρηση των ρώσικων στρατευμάτων από τη Λετονία, την Εσθονία, την Ουκρανία και τον Νότιο Καύκασο. Η ταπεινωτική αυτή συνθήκη που υπέγραψαν οι μπολσεβίκοι προέβλεπε την αφαίρεση ενός μεγάλου μέρους των εδαφών, του πληθυσμού και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της άλλοτε Ρώσικης Αυτοκρατορίας. Η εξέγερση ξεκίνησε από τη δολοφονία του Γερμανού πρεσβευτή Κόμη φον Μίρμπαχ από δύο μέλη των αριστερών Εσέρων, η οποία είχε σαν στόχο να οδηγήσει σε εκτεταμένη λαϊκή αντίδραση ενάντια στην αδικαιολόγητη συνθηκολόγηση του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Όλα τα μέλη των αριστερών Εσέρων που συμμετείχαν στο 5ο Συνέδριο των Σοβιέτ συνελήφθησαν αμέσως με διαταγή του Λένιν. Μετά την αποτυχημένη εξέγερση, οι αριστεροί Εσέροι κηρύχθηκαν εκτός νόμου.