Το κείμενο ” Ένα Έθνος Καρφιών και Χαφιέδων” εμφανίστηκε στα ελληνικά στο περιοδικό βαβέλ 109. Ο William S. Burroughs (1914-1997) ήταν συγγραφέας και εικαστικός. Απόδοση κειμένου Βιβή Φωτοπούλου.
Στο βιβλίο του The Medical Detectives, ο Μπέρτον Ρουσέ περιγράφει μια ενδιαφέρουσα περίπτωση μαζικής υστερίας. Το γεγονός συνέβη στο δημοτικό σχολείο Μπέυ Χάρμπορ, στην κομητεία Ντέιντ της Φλόριντα. Η μικρή Σάντυ, που ήταν λίγο γριπωμένη, λιποθύμησε ξαφνικά στην καντίνα του σχολείου και τη μετέφεραν με το φορείο την ώρα που έμπαινε για φαγητό η επόμενη φουρνιά μαθητών.
Η Σάντυ. απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν κάτι σαν ηγετική φυσιογνωμία στο σχολείο. Τέλος πάντων, τα παιδιά άρχισαν να πέφτουν ξερά το ένα μετά το άλλο. Επιτόπου κατέφθασε ένας υπάλληλος του Υπουργείου Υγείας, που ευτυχώς θυμήθηκε μια άλλη περίπτωση που είχε συμβεί πριν από χρόνια σ’ ένα γυμνάσιο και κατάλαβε ότι είχε να κάνει με μαζική υστερία.
Η θεραπεία είναι πολύ απλή: επιστροφή σε μια ήρεμη, φυσιολογική κατάσταση, το ταχύτερο δυνατό. Τα παιδιά να γυρίσουν αμέσως στις τάξεις τους. Αν, όμως, δεν γίνει διάγνωση υστερίας και δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, τότε το φαινόμενο διογκώνεται, και παίρνει όλο και πιο ανησυχητικές διαστάσεις, όπως σ’ αυτή την περίπτωση με το σχολείο,
Όταν η υστερία καλλιεργείται και υποδαυλίζεται σκόπιμα και συστηματικά από το κυβερνών κόμμα, είναι σίγουρο ότι θα γίνεται όλο και χειρότερη, θα εξαπλώνεται και θα βαθαίνει. Πρόσφατα ιστορικά παραδείγματα είναι η αντισημιτική υστερία του Χίτλερ και η σημερινή υστερία γύρω από τα ναρκωτικά. Η θεραπεία είναι απλή: ήρεμη και αντικειμενική προσέγγιση του προβλήματος, με βάση την κοινή λογική.
Σκεφτείτε ότι, το δέκατο ένατο αιώνα, και στις αρχές του εικοστού – στα «παλιά καλά χρόνια» που τόσο νοσταλγικά επικαλούνται οι συντηρητικοί – η κοκαΐνη και τα διάφορα παρασκευάσματα οπίου και κάνναβης πουλιόνταν ελεύθερα στα φαρμακεία όλης της χώρας, κι όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κατέρρευσαν ως έθνος. Δεν ξέρουμε ακριβώς πόσοι τοξικομανείς υπήρχαν τότε, αλλά εγώ θα λεγα ελάχιστοι. Σε πολύ κόσμο απλώς δεν αρέσουν αυτά τα ναρκωτικά.
Στην Αγγλία (πριν η Αμερική πείσει την αγγλική κυβέρνηση να υιοθετήσει τη δική μας αποτυχημένη κατασταλτική πολιτική), ο κάθε τοξικομανής μπορούσε να παίρνει την ηρωίνη του με συνταγή, με δαπάνες του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε μαύρη αγορά, εφόσον δεν έμπαινε στη μέση το κέρδος. Το 1957, υπήρχαν περίπου 500 τοξικομανείς σ’ όλη τη Μεγάλη Βρετανία και μόνο δύο αστυνομικοί στη δίωξη ναρκωτικών για όλη την περιφέρεια του Λονδίνου. Τώρα η Αγγλία εμφανίζει την (δια θλιβερή εικόνα με τις ΗΠΑ: χιλιάδες τοξικομανείς, εκατοντάδες αστυνομικοί στη δίωξη, μερικοί που τα παίρνουν κιόλας, ανθηρή μαύρη αγορά, τοξικομανείς που πεθαίνουν από υπερβολική δόση και από νοθευμένη ηρωίνη.
Προφανέστατα, η υγιής λύση που υπαγορεύει η κοινή λογική είναι συντήρηση για όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δια- κόψουν τη χρήση και αποτελεσματική θεραπεία για όσους θέλουν. Η μόνη θεραπεία που προσφέρεται σήμερα είναι η απότομη διακοπή ή η απεξάρτηση με χρήση υποκατάστατων, Αναφορά σε τέτοιες θεραπείες είχε πρωτοκάνει, στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Άγγλος δοκιμιογράφος Τόμας Ντε Κουίν- συ, που είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τα ναρκωτικά. Σίγουρα οι δικοί μας θα μπορούσαν να σκεφτούν κάτι καλύτερο. Πράγματι, θα μπορούσαν, μόνο που δεν δείχνουν καμιά τέτοια διάθεση.
Ας δούμε τι εναλλακτικές θεραπείες υπάρχουν: βελονισμός, αμορφίνη. Και οι δύο είναι αποτελεσματικές, γιατί ενεργοποιούν την παραγωγή ενδορφινών, που είναι τα φυσικά παυσίπονα του οργανισμού. Η ανακάλυψη και απομόνωση των ενδορφινών θεωρείται το πιο σημαντικό βήμα για την κατανόηση και θεραπεία της τοξικομανίας, από την εποχή που η τοξικομανία αναγνωρίστηκε ως σύνδρομο.
Αν δεν τις χρησιμοποιείς τις ενδορφίνες, τις χάνεις. Ο τοξικομανής παίρνει ένα τεχνητό παυσίπονο, οπότε ο οργανισμός του παύει να τις παράγει. Μόλις, λοιπόν, διακόψει τη χρήση οπιούχων, βρίσκεται ξαφνικά χωρίς το φυσικό του παυσίπονο, κι αυτό που, σε κανονικές συνθήκες, δεν θα ήταν παρά μια απλή αδιαθεσία γίνεται βασανιστικός πόνος, μέχρι να αναπροσαρμοστεί ο οργανισμός και να αρχίσει πάλι να παράγει ενδορφίνες. Αυτός είναι ο βασικός μηχανισμός της έξης και έτσι εξηγείται το γεγονός ότι κάθε ουσία που προκαλεί την παραγωγή ενδορφινών ανακουφίζει κάπως τα συμπτώματα στέρησης.
Ο Ντε Κουίνσυ υπαινίχθηκε ότι ίσως να υπάρχει οργανική προδιάθεση στη χρήση οπίου, και οι σύγχρονοι ερευνητές εξετάζουν την υπόθεση μήπως οι τοξικομανείς έχουν γενετική έλλειψη ινσουλίνης. Ένας τοξικομανής, στον οποίο έκαναν πειραματικά μια ένεση ενδορφινών στη διάρκεια της αποτοξίνωσής του, μου είπε ότι δεν ένιωσε τίποτε από τη γνώριμη ευφορία που προκαλεί η ένεση οπιούχων, αλλά μάλλον κάτι σαν «αλλαγή» ταχυτήτων, κι ότι αμέσως εξαφανίστηκαν όλα τα συμπτώματα στέρησης. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι οι ενδορφίνες, εφόσον είναι φυσικές ουσίες του οργανισμού, δεν θα πρέπει να είναι εθιστικές. Αλλά μόνο εκτεταμένα πειράματα και αναλύσεις θα μπορέσουν να δώσουν απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Οι ενδορφίνες απομονώθηκαν για πρώτη φορά από εγκεφάλους ζώων, γι’ αυτό και η τιμή τους είναι, προς το παρόν, απαγορευτική: 2.000 δολάρια η θεραπεία, ακριβώς όπως και η κορτιζόνη ήταν πανάκριβη όταν την πρωτοανακάλυψαν. Με τη συνθετική παραγωγή, η κορτιζόνη είναι σήμερα προσιτή σε κάθε άρρωστο που τη χρειάζεται Από τα 7,9 δισεκατομμύρια δολάρια για τον Πόλεμο κατά των Ναρκωτικών που έχει κηρύξει ο Μπους τελευταία, προορίζεται κανένα κονδύλιο για τη σύνθεση ενδορφινών και τη δοκιμή τους σε πλατιά κλίμακα: Αμφιβάλλω αν υπάρχουν και πολλά μέλη του Κογκρέσου, απ’ αυτούς που ψηφίζουν τους σκληρούς νόμους για τα ναρκωτικά, που να έχουν ιδέα τι είναι οι ενδορφίνες Και το ίδιο ισχύει και για τους δήθεν ειδικούς περί ναρκωτικών που έχει για συμβούλους ο Πρόεδρος Μπους.
Δισεκατομμύρια για ανώφελη καταστολή.
Τίποτα για αποτελεσματική θεραπεία.
Θα σας πω κάτι που το έχω διηγηθεί πολλές φορές σε φοιτητικά ακροατήριο. Είναι μια παλιά ιστορία που έχει γίνει πάλι επίκαιρη. Λέγεται «ΜΟΒ», δηλαδή «My Own Business» (Κοιτάζω τη Δουλειά Μου), και δείχνει τη διαφορά ανάμεσα στους «εντάξει» και στα αρχίδια.
Ο πλανήτης αυτός θα μπορούσε να είναι σχετικά ευχάριστος τόπος για να ζει κανείς, αν γινόταν ο καθένας να κοιτάζει τη δουλειά του και ν’ αφήνει και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Αλλά ένας σοφός μαύρος γερο-πούστης μου είπε πριν από χρόνια: «Μερικοί άνθρωποι είναι αρχίδια, χρυσό μου».
Ποτέ δεν μπόρεσα να το ξεχάσω αυτό.
Εκείνο που χαρακτηρίζει κάθε σκληροπυρηνικό αρχίδι είναι ότι πρέπει πάντα να έχει ΔΙΚΙΟ. Είναι ανίκανος να κοιτάξει τη δουλειά του, γιατί δεν έχει καμιά δική του δουλειά να κοιτάξει. Είναι επαγγελματίας κοιταχτής της δουλειάς των άλλων. Παράδειγμα του είδους αυτού είναι ο μακαρίτης Χένρυ Τζ. Άνσλιγκερ, πρώην διευθυντής της Υπηρεσίας Ναρκωτικών. «Οι νόμοι πρέπει να αντανακλούν την αποδοκιμασία της κοινωνίας απέναντι στα ναρκωτικά», έλεγε – μια αποδοκιμασία που ο ίδιος ενθάρρυνε διαρκώς και με κάθε μέσον, Κάτι τέτοια άτομα δηλητηριάζουν τον αέρα που αναπνέουμε με τη βρωμερή αποδοκιμασία τους – νομοταγείς πολίτες από το Νότο που την πέφτουν στους μαύρους, σεμνές θεούσες με στεγνές και στριμμένες φάτσες.
«Κάθε μορφή συντήρησης είναι ανήθικη», έλεγε ο Χάρυ, απορρίπτοντας έτσι την ολοφάνερη λύση στο λεγόμενο πρόβλημα των ναρκωτικών.
Από την άλλη πλευρά, ένας «εντάξει» κοιτάζει τη δουλειά του. Δεν φωνάζει την αστυνομία, αν τύχει και μυρίσει κάπου μαύρο ή όπιο. Δεν τον νοιάζει για την πουτάνα που μένει στο δεύτερο όροφο, ούτε για τις αδερφές στο υπόγειο. Προσφέρει όμως βοήθεια εκεί που χρειάζεται. Δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια, όταν βλέπει κάποιον να πνίγεται ή να δέχεται επίθεση ή όταν βλέπει να βασανίζουν ζώα. Πιστεύει ότι κάτι τέτοια πράγματα είναι δουλειά όλου του κόσμου.
Κι εκεί πάνω, έρχονται ο Ρόνι και η Νάνσυ πιασμένοι χεράκι, για να μας πουν ότι κανένας δεν έχει δικαίωμα να κοιτάζει τη δουλειά του.
«Η αδιαφορία είναι απαράδεκτη επιλογή. Μόνη μας επιλογή πρέπει να είναι να διακηρύσσουμε ανοικτά ότι δεν πρόκειται να ανεχθούμε τη χρήση ναρκωτικών».
Όλοι είναι υποχρεωμένοι να παθαίνουν υστερία και μόνο στη σκέψη της χρήσης ναρκωτικών, ακριβώς όπως οι υπάλληλοι στο 1984 του Όργουελ υποχρεώνονταν να φωνάζουν και να βρίζουν, σαν λυσσασμένοι σκύλοι του Παβλώφ, κάθε φορά που εμφανιζόταν στην οθόνη ο αρχηγός του εχθρού. Και, αν ήθελαν να τα ’χουν καλά με τις αρχές, έπρεπε να φωνάζουν δυνατά και άγρια.
Ο Ουίλιαμ φον Ράαμπ, πρώην διευθυντής των Αμερικανικών Τελωνείων, προχώρησε ακόμη πιο πέρα: «Πρόκειται για πόλεμο, και όποιος κάνει έστω και απλή νύξη για ανοχή απέναντι στα ναρκωτικά πρέπει να θεωρείται προδότης».
Θυμάμαι, την εποχή με το «σκάνδαλο» του διάσημου αθλητή- χρήστη κοκαΐνης Ντέξτερ Μάνλυ, ένας δημοσιογράφος του Eyewitness News είχε βγει παγανιά στους δρόμους κι έχωνε το μικρόφωνο κάτω απ’ τη μύτη του κόσμου. Μια απαίσια γριά- καρακάξα δήλωσε;
«Εμ, με τόσα λεφτά που βγάζουν, είναι να μην τους υποπτεύεται κανείς;»
Αυτήν την αφήσανε να πει ό,τι ήθελε στο μικρόφωνο.
Κι αμέσως μετά, ένας μαύρος εργάτης, που έβαζε κάτι καλώδια μέσα σ’ ένα λάκκο στο πεζοδρόμιο, σηκώνεται όρθιος και λέει: «Εγώ πιστεύω ότι, αν κάποιος παίρνει ναρκωτικά, είναι δική του δ…»
Πριν προλάβει να ξεστομίσει τη λέξη, του είχαν αρπάξει το μικρόφωνο. Η ελευθερία του Τύπου να διαλέγει ό,τι θέλουν ν’ ακούσουν αυτοί, κι αυτό μας το πλασάρουν για φωνή του λαού.
Αναλύσεις ούρων! Οι πρωτοπόροι πρόγονοί μας θα κατουρούσαν στους τάφους τους, αν άκουγαν ότι ένας άνθρωπος κρίνεται από την ανάλυση ούρων αν είναι ικανός να κάνει τη δουλειά του ή όχι. Το κριτήριο της ικανότητας είναι η απόδοση· Ο Λίνκολν, όταν έμαθε ότι ο στρατηγός Γκραντ ήταν μπεκρής, είπε: «Βρείτε τι μάρκα ουίσκυ πίνει και μοιράστε το και στους άλλους μου στρατηγούς».
Ο δρ Ουίλιαμ Χάλστεντ έχει επονομαστεί «Πατέρας της αμερικανικής χειρουργικής». Ήταν ένας λαμπρός νεωτεριστής γιατρός που πρώτος άρχισε να εφαρμόζει αντισηπτικές μεθόδους, σε μια εποχή όπου οι χειρούργοι όχι μόνο γάντια δεν φορούσαν, αλλά ούτε καν έπλεναν τα χέρια τους, και οι θάνατοι από μετεγχειρητικές μολύνσεις έφταναν το 80%. Ο δρ Χάλστεντ ήταν χρόνιος μορφινομανής. Κι όμως τα κατάφερνε στη δουλειά του, και μάλιστα πολύ καλά, και δεν έχασε κανένα πελάτη λόγω αυτής της προσωπικής του συνήθειας. Σ’ εκείνα τα «παλιά, καλά χρόνια», of προσωπικές συνήθειες ενός ανθρώπου ήταν προσωπικές και ιδιωτικές. Τώρα, ακόμη 70 και το αίμα και τα ούρα ενός πολίτη κινδυνεύουν να συλληφθούν και να υποβληθούν σε έρευνα.
Ο μεγαλύτερος ντετέκτιβ του κόσμου δεν θα πέρναγε με τίποτα την ανάλυση ούρων. «Τι θα πάρετε αυτή τη φορά, Χολμς, κοκαΐνη ή μορφίνη;»
«Και τα δύο, Ουάτσον – ένα speedball».
Είναι εξαιρετικά ανησυχητικό αυτό που μπορεί να κρύβεται πίσω από τη γιγαντιαία απάτη που λέγεται Πόλεμος κατά των Ναρκωτικών – ένας πόλεμος που ούτε υπάρχει πιθανότητα να κερδηθεί ούτε είναι φτιαγμένος γι’ αυτό το σκοπό. Ένα πράγμα είναι ολοφάνερο: ότι τα παλιά, καθαρά λεφτά με τα καινούρια, βρώμικα λεφτά σφίγγουν τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη μας. Και η παλιά αποτυχημένη αστυνομική προσέγγιση του θέματος θα εξακολουθεί να κλιμακώνεται εις βάρος οποιοσδήποτε άποψης για τη διάθεση κονδυλίων στην έρευνα και τη θεραπεία. Στην πολιτική, αν κάτι δεν δουλεύει, αυτός είναι ο καλύτερος λόγος για να συνεχίσουν να το κάνουν. Αν κάτι δείχνει ότι θα μπορούσε ίσως να δουλέψει, μακριά κι αλάργα. Κάτι τέτοια πράγματα δημιουργούν κύματα, και οι τύποι εκεί ψηλά δεν γουστάρουν τα κύματα.
Το «ιεραποστολικό έργο» του Άνσλιγκερ, όπως το ονόμαζε ο ίδιος, βρήκε γόνιμο έδαφος στη Μαλαισία, όπου επιβάλλεται υποχρεωτικά θανατική ποινή για κατοχή πάνω από δεκαπέντε γραμμάρια ηρωίνης ή μορφίνης ή πάνω από διακόσια γραμμάρια μαριχουάνας (καμιά διάκριση ανάμεσα σε σκληρά και μαλακά ναρκωτικά στη Μαλαισία – όλα είναι «φτου κακά»). Αν υποπτεύονται κάποιον για εμπόριο, μπορούν να τον έχουν κλεισμένο μέσα δύο χρόνια χωρίς δίκη. Η ανάλυση ούρων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εισαγωγή στα γυμνάσια και στα πανεπιστήμια.
Ο πρωθυπουργός της Μαλαισίας Μαχατίρ Μοχάμεντ έχει ξεκινήσει μια τεράστια ραδιοτηλεοπτική καμπάνια με σκοπό να πλάσει συνειδήσεις που να μισούν τα ναρκωτικά. Στην πολιτική του για τα ναρκωτικά λέγεται ότι έχει την ολόπλευρη υποστήριξη του λαού. Ναι, βέβαια, κι ο Χίτλερ είχε ολόπλευρη υποστήριξη στο αντισημιτικό του πρόγραμμα. Αν αντικαταστήσουμε τη λέξη «τοξικομανής» με τη λέξη «Εβραίος», δεν απέχουμε πολύ από το Der Stürmer, την αντισημιτική φυλλάδα που είχε φτιάξει ο Γιούλιους Στράιχερ για να καλλιερ¬γήσει το μίσος για τους Εβραίους.
Για να φτάσετε στη ρίζα οποιουδήποτε προβλήματος, κάντε στον εαυτό σας την ερώτηση: «Cui bono? – Ποιος κερδίζει;» Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει ο Μικέλε Σιντόνα στο βιβλίο του Νικ Τόσες, Power on Earth, τα περισσότερα βρώμικα λεφτά του κόσμου πλένονται στη Σιγκαπούρη και στην Κουάλα Λουμπούρ, και μιλάμε για ποσά ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οποιαδήποτε φιλελευθεροποίηση των νόμων για τα ναρκωτικά θα προκαλούσε αστραπιαία κατάρρευση της μαύρης αγοράς και θα διέκοπτε μια γ:α πάντα αυτή την αναζωογονητική ροή βρώμικων χρημάτων στα πλυντήρια της Μαλαισίας. (Να κρεμάς μικρέμπορους-τοξικομανείς για να προστατέψεις τα κολοσσιαία κέρδη του Συνδικάτου… υπάρχουν πιο βρώμικα λεφτά απ’ αυτά;)
Και πολύ θα μ’ ενδιέφερε να εξέταζα, στις πλωτές τράπεζες, τους λογαριασμούς των Μαλαισιανών αξιωματούχων που είναι αναμιγμένοι στο μυθικά κερδοφόρο πόλεμο κατά της απειλής των ναρκωτικών. Αλλά αυτή είναι δουλειά για έναν ερευνητή δημοσιογράφο σαν τον Τζακ Άντερσον, μια δουλειά που μάλλον δεν θα δεχόταν ν’ αναλάβει, αφού, απ’ ό,τι φαίνεται, συμμερίζεται τις απόψεις του Μαχατίρ Μοχάμεντ.
Στη συνέντευξη που πήρε από τον Μοχάμεντ για το θέμα των ναρκωτικών, ο Τζακ Άντερσον είπε ότι «μιλούσε με γνήσιο πάθος». (Ναι, κι ο Χίτλερ με γνήσιο πάθος μιλούσε κι αυτός).
Σ’ ένα άρθρο του με τίτλο «Χάνουμε τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών», ο Άντερσον μιλάει για χιλιάδες «ανόητους και εγκληματίες Αμερικανούς» που επιμένουν στη χρήση ναρκωτικών… ναι, εγκληματίες, με νόμο του Κογκρέσου. Μετά από την ψήφιση του νόμου του Χάρισον για τα Ναρκωτικά, το 1919, χιλιάδες Αμερικανοί πολίτες – από φτωχούς και τίμιους εργατικούς Κινέζους, μέχρι γηραιές κυρίες με αρθρίτιδά και σεβάσμιους κυρίους με ποδάγρα – έγιναν, από τη μια στιγμή στην άλλη, «εγκληματίες».
Ο Τζωρτζ Ουίλ αφηγείται την περιπέτεια μιας Κολομβιάνας που την κράτησαν στο τελωνείο μέχρι να χέσει τα προφυλακτικά με την κοκαΐνη που είχε μέσα της. Και στη συνέχεια λέει: «Πρέπει να κυνηγήσουμε όχι μόνο την προσφορά, αλλά και τη ζήτηση. Οι χρήστες πρέπει να υποφέρουν όσο υπέφερε κι αυτή η γυναίκα».
Έτσι μαζεύουν χιλιάδες υποτιθέμενους χρήστες και τους βάζουν να πιούν ρετσινόλαδο, ελπίζοντας να ξετρυπώσουν έτσι τίποτα παράνομα ναρκωτικά.
«Ωπ, νάτο, βγήκε!»
«Λάθος, βρε παιδιά… ταινία έχει ο άνθρωπος».
Πριν από πενήντα χρόνια, κάπου στα Ουράλια όρη, στα βάθη της Ρωσίας, ένα καθίκι δεκατριών χρόνων ονόματι Παβλίκ Μοροζώφ κατέδωσε τον πατέρα του στις τοπικές αρχές ως αντεπαναστάτη κουλάκο, επειδή είχε ένα γουρούνι κρυμμένο στο υπόγειο. (Κουλάκος είναι ο αυτοσυντηρούμενος αγρότης.) Ήταν η εποχή που ο Στάλιν προσπαθούσε να εξοντώσει από την πείνα τους κουλάκους για να βάλει μπρος τις κολεκτίβες, οι οποίες τελικά δεν απέδωσαν. Ο Στάλιν επέβαλε έναν εξωφρενικό φόρο γεωργικών προϊόντων, ξέροντας ότι οι αγρότες θα έκρυβαν τις σοδειές τους, και μετά έστελνε περιπόλους που έκαναν έρευνα και άρπαζαν τα κρυμμένα γεννήματα και τα ζώα. Τουλάχιστον τρία εκατομμύρια άτομα πέθαναν από πείνα τους χειμώνες του 1932 και του 1933, σύμφωνα με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις.
Οι εξαγριωμένοι γείτονες έκαναν τον μικρό Παβλίκ κυριολεκτικά κιμά – όμορφα και παστρικά. Τέτοιο τέλος να έχουν όλοι οι κωλοχαφιέδες.
«Το όνομά του δεν πρέπει να σβήσει!», γόγγυξε ο Μαξίμ Γκόρκυ, με τη βροντερή φωνή του σπασμένη από τη συγκίνησή. Έτσι ο Παβλίκ έγινε λαϊκός ήρωας. Έδωσαν το όνομά του σ’ ένα δρόμο της Μόσχας και του έστησαν άγαλμα για να τιμήσουν την ηρωική του πράξη. Θα ‘πρεπε να του βάλουν κεφάλι ποντικού (σ.μ.: στα αγγλικά ποντίκι [rat]; χαφιές). Και στο χωριό Γερασμόβα, συρρέουν υποχρεωτικά πλήθη νέων για να προσκυνήσουν το σπίτι του Παβλίκ Μοροζώφ. «Βρωμο-stukach».
Έτσι λένε στα ρωσικά το χαφιέ – μια λέξη φτιαγμένη για να τη φτύνεις.
Συμβαίνουν κι εδώ. Lawrence Journal-World, 29 Οκτωβρίου 1986; «Κοριτσάκι 10 ετών καταγγέλλει τη μητέρα του για χρήση ναρκωτικών». Ήταν η τέταρτη φορά που μια μικρή Καλιφορνέζα κατέδιδε τους γονείς της για υποτιθέμενη χρήση ναρκωτικών, από τις 13 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Και ο Εντ Μηζ, Γ ενικός Εισαγγελέας της κυβέρνησης Ρήγκαν, είπε ότι η διοίκηση κάθε υπηρεσίας και εταιρίας έχει την υποχρέωση και την ευθύνη να επιτηρεί τα προβληματικά σημεία στους χώρους εργασίας, όπως τα αποδυτήρια και κυρίως τις τουαλέτες, καθώς και τις τουαλέτες στις ταβέρνες και τα εστιατόρια της περιοχής, για να αποτρέψει τη χρήση ναρκωτικών.
Εγώ είμαι παλαιών αρχών: δεν γουστάρω τους καταδότες. Φαίνεται ότι ο Μηζ κι ο Ρήγκαν, και τώρα ο Μπους, σκοπεύουν να κάνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ένα έθνος κοινών χαφιέδων.
Τι να γίνει, όπως λέει κι ο Μοχάμεντ, πρέπει να στερηθούμε κάποιες ελευθερίες για να φτιάξουμε μια ευτυχισμένη κοινωνία χωρίς ναρκωτικά, και τότε πια η Δίωξη σιγά-σιγά θα ξεφτίσει. Ναι, βέβαια, όσο ξέφτισε και η KGB στη Ρωσία.
Τον Απρίλιο του 1987, είχα την τύχη να παρακολουθήσω μια δημόσια συζήτηση ανάμεσα στον Τίμοθυ Λήρυ, και τον Πήτερ Μπένσινγκερ, πρώην αρχηγό της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών (DEA), που την εποχή εκείνη ήταν ένας από τους αυτοαποκαλούμενους συμβούλους του Ρήγκαν σε θέματα ναρκωτικών. Η συζήτηση γινόταν σ’ ένα κολέγιο στο Κάνσας Σίτυ, στην καρδιά της Αμερικής.
Ήταν μακελειό. Ο Μπένσινγκερ ψευδόταν ασύστολα και το κοινό το ήξερε πολύ καλά. Όταν κάποια στιγμή έκανε παύση για να τον χειροκροτήσουν, αφού για μια ακόμη φορά είχε διαστρεβλώσει την αλήθεια με τον πιο χυδαίο τρόπο, εισέπραξε τα γιουχαίσματα του κοινού. Το 90% του ακροατηρίου υποστήριζε τον Λήρυ, που κέρδισε τη μονομαχία χωρίς να ιδρώσει καθόλου.
Αυτοί οι τύποι λένε ψέματα με την ίδια ευκολία που ανασαίνουν, κάτι που είναι απαραίτητο για την πολιτική τους επιβίωσή. Χαρακτηριστικό του ψεύτη είναι ότι αρνείται ν’ απαντήσει ευθέως σε ερωτήσεις. Όταν τον ρώτησαν αν τα δισεκατομμύρια που ξοδεύονται κάθε χρόνο για την επιβολή ανεφάρμοστων νόμων δεν θα ήταν καλύτερα να δίνονταν για έρευνα και θεραπεία, εκείνος απάντησε ότι το Υπουργείο Άμυνας ξοδεύει σε μια βδομάδα περισσότερα απ’ όσα η DEA σ’ ένα χρόνο.
«Ouououou! Ouououou!»
Σε ερώτηση για το αγγλικό σύστημα χορήγησης ηρωίνης στους τοξικομανείς με συνταγή, είπε; «Πήγαιναν κατευθείαν έξω στην πιάτσα και την άλλαζαν με πιο δυνατά ναρκωτικά».
Τι να βρουν στην πιάτσα πιο δυνατό από 100% καθαρή φαρμακευτική ηρωίνη;
«Εε… κοκαΐνη». (Που κι αυτή δίνεται με συνταγή στην Αγγλία.)
Ψέματα… ψέματα… ψέματα. Η Δεκαετία του Ψεύδους.
Να ένα απόσπασμα από το βιβλίο που γράφω αυτή την εποχή, το Ghost of Chance:
Το Συμβούλιο δεν ενδιαφερόταν πια για το Μουσείο Χαμένων Ειδών, ορισμένα μέλη μάλιστα διατείνονταν ότι το Μουσείο δεν ήταν παρά κατασκεύασμα του θολωμένου από τα ναρκωτικά μυαλού του μακαρίτη του λοχαγού, που το έργο του συνέχιζαν οι προληπτικοί χωρικοί Εν πάση περιπτώσει, υπήρχαν πιο πιεστικά Θέματα: οι αντιφρονούντες είχαν αυξηθεί επικίνδυνα σε παγκόσμια κλίμακα. Οι κομπιούτερ υπολόγιζαν ότι το φαινόμενο θα έπαιρνε κρίσιμες διαστάσεις μέσα στα επόμενα 50 ως 100 χρόνια. Είχα ν λοιπό ν αρκετές έγνοιες τουλάχιστον μέχρι τότε.
Για ν’ αποσπάσουν την προσοχή του κόσμου από τα προβλήματα του υπερπληθυσμού, της εξάντλησης των πλουτοπαραγωγικών πηγών, της καταστροφής των δασών και της καθολικής ρύπανσης της γης, της θάλασσας και του αέρα, έχουν εξαπολύσει πόλεμο ενάντια στα ναρκωτικά. Έτσι θα έχουν το πρόσχημα για να στήσουν ένα διεθνή αστυνομικό μηχανισμό που θα έχει ως αποστολή να καταστέλλει σε παγκόσμιο επίπεδο οποιαδήποτε διαμαρτυρία. Αυτός ο διεθνής μηχανισμός θα ονομαστεί ANA: Anti-Narcotics Association (Αντιναρκωτική Ένωση). Στα αραβικά «Ana» σημαίνει «εγώ», οπότε για συντομία η ΑΝΑ μπορεί να λέγεται«!» ή «Eye» (σ.μ.: «εγώ» και «μάτι» αντίστοιχα, ομόηχα στα αγγλικά).
Η προπαγάνδα θα ακολουθήσει το πρότυπο των δοκιμασμένων μεθόδων του Χίτλερ. Αντικαθιστούμε απλώς τη λέξη «Εβραίος» με τη λέξη «τοξικομανής». Το ίδιο τραγουδάκι με άλλους στίχους – ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΕΙΣ με ανοιχτές πληγές που όζουν δηλητήριο.
Αν κάτι λειτουργεί, μην το αλλάζεις και θα λειτουργεί πάντα. Πιτσιρίκια να καταδίδουν τους γονείς τους, και να τι γράφει ένας Καλιφορνέζος πανεπιστημιακός στη στήλη μιας εφημερίδας: Να πάρουμε παράδειγμα από την κομμουνιστική Κίνα και να εκτελούμε όλους τους εμπόρους κι όλους τους χρήστες… «Τότε θα είμαστε όλοι πολύ πιο ευτυχισμένοι». «Μεμονωμένη περίπτωση».
«Ναι, μα… έχουν γίνει πολλοί αυτοί που έχουν αντιληφθεί τα σχέδιά μας».
Το μέλος από το Τέξας σηκώνει το βλέμμα από το σταυρόλεξο του.
«Υπάρχει λόγος ανησυχίας; Αφού έχουμε με το μέρος μας την Πλειοψηφία των Κρετίνων».
«Δεν είναι πλειοψηφία».
«Και ποιος χρειάστηκε ποτέ την πλειοψηφία; Αρκεί ένα δέκα τοις εκατό συν την αστυνομία και το στρατό. Εξάλλου, έχουμε τον Τύπο για να τους παραπλανεί. Υπήρξε ποτέ έστω κι ένας απλός υπαινιγμός σε οποιαδήποτε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας ότι ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών είναι στάχτη στα μάτια; Ρώτησε κανένας ποτέ γιατί δεν διαθέτουμε μεγαλύτερα κονδύλια στην έρευνα και τη θεραπεία; Έψαξε ποτέ κανένας περίεργος δημοσιογράφος τα λεφτά που πλένονται στη Μαλαισία; Η τους λογαριασμούς του Μαχατίρ Μοχάμεντ στις πλωτές τράπεζες; Είπε κανείς ποτέ ότι οι έμποροι που κρεμάνε στη Μαλαισία δεν είναι και τόσο μεγάλα ψάρια; Δεν υπάρχει παραμύθι που να μην μπορεί να το χάψει ο τύπος και να το ξεράσει μετά στο κύριο άρθρο».
Δυστυχώς, ακόμη και οι πιο «παρανοϊκές» μου φαντασιώσεις τα τελευταία χρόνια ωχριούν μπροστά στην πραγματική απειλή που αντιπροσωπεύει σήμερα η αντιναρκωτική υστερία, αν οι δημοσκοπήσεις είναι έστω και κατά προσέγγιση ακριβείς, Σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε πρόσφατα από την Washington Post και το κανάλι ABC News, 62% των Αμερικανών θα ήταν πρόθυμοι να στερηθούν «ορισμένες από τις ελευθερίες που έχουμε σ’ αυτή τη χώρα», προκειμένου να μειωθεί ουσιαστικά η παράνομη χρήση ναρκωτικών’ 55% υποστήριξαν ότι πρέπει να γίνονται υποχρεωτικά τεστ για ναρκωτικά σε όλους τους Αμερικανούς πολίτες- 67% είπαν ότι πρέπει να γίνονται τακτικές αναλύσεις σε όλους τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης- 52% είπαν ότι θα δέχονταν να κάνει η αστυνομία έρευνα χωρίς ένταλμα σε σπίτια υπόπτων για εμπόριο ναρκωτικών, ακόμη κι αν «γινόταν καμιά φορά από λάθος έρευνα και στο δικό τους σπίτι»· 67% δέχονταν να σταματάει η αστυνομία αυτοκίνητα στην τύχη και να ψάχνει για ναρκωτικά, «ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι μπορεί να σταματήσουν και να ψάξουν και το δικό τους αυτοκίνητο»· και, ούτε λίγο ούτε πολύ, 82% ήταν της γνώμης ότι ο κόσμος πρέπει να ενθαρρυνθεί να καταδίδει στην αστυνομία χρήστες ναρκωτικών, «ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να καταδώσει κανείς ένα μέλος της οικογένειάς του που παίρνει ναρκωτικά».
Στο διάγγελμά του από την τηλεόραση, πριν από λίγο καιρό, ο Πρόεδρος Μπους είπε: «Η αγανάκτησή μας απέναντι στα ναρκωτικά μας ενώνει ως έθνος!»
Τι είδους έθνος; Καρφιών και χαφιέδων;
Δείτε όλα τα κατευθυνόμενα σκληροπυρηνικά αρχίδια που έχουν τις γνωστές και προβλέψιμες αντιδράσεις – φόβο, μίσος και βδελυγμία – και μόνο στην αναφορά της λέξης «ναρκωτικά». Δεν είναι οι ίδιοι που έχουμε δει κι άλλες φορές με διάφορες μεταμφιέσεις; Ο όχλος που λυντσάρει, αυτοί που ρίχνονται στους Πακιστανούς και τους ομοφυλόφιλους, οι ρατσιστές – αυτοί είναι που θα φτιάξουν μια «Αμερική χωρίς ναρκωτικά»;
Η έμφαση που δίνεται στις μεθόδους καταστολής, σε αντιπαράθεση με τη θεραπεία, όχι μόνο εξακολουθεί να επικρατεί, αλλά επιπλέον έχει ενταθεί. Σήμερα, ένας τοξικομανής που θέλει να θεραπευτεί βρίσκει μπροστά του ατέλειωτες λίστες αναμονής, και πολύ συχνά το κόστος είναι απαγορευτικό γι’ αυτόν. Αλλά και η ίδια η θεραπεία είναι πια ξεπερασμένη: απλή διακοπή της χρήσης με μεγάλα ποσοστά υποτροπιασμού. Τόσες και τόσες συζητήσεις γίνονται για τα ναρκωτικά στην τηλεόραση και στις εφημερίδες, κι ούτε μια φορά δεν έχω ακούσει για το θετικό ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν οι ενδορφίνες σε μια τέτοια θεραπεία, ή για οποιαδήποτε άλλη καινούρια ιατρική προσέγγιση του προβλήματος.
Η κυρίαρχη πολιτική της αστυνομικής καταστολής δεν έχει να επιδείξει παρά μόνο διαρκώς αυξανόμενα ποσοστά τοξικομανίας (και διαρκώς μεγαλύτερα κονδύλια). Οι Αμερικανοί άλλοτε περηφανεύονταν ότι κάνουν καλές δουλειές και τις κάνουν σωστά. Η υστερία ποτέ δεν έλυσε κανένα πρόβλημα. Αν κάτι είναι φως φανάρι ότι δεν αποδίδει καρπούς, γιατί να εξακολουθούμε να το κάνουμε; Είναι μια αντίληψη τελείως αντίθετη με την αμερικάνικη ιστορία.
Η συμβουλή μου στους νέους είναι: Απλώς πείτε όχι στην αντιναρκωτική υστερία!
πηγή: geniusloci2017.wordpress.com